Οι δρόμοι μέσα από τους οποίους οι νεότεροι πεζογράφοι διαλέγουν να επιστρέψουν στoν Εμφύλιο χωρίς οι ίδιοι να διατηρούν πλέον τον παραμικρό βιωματικό δεσμό μαζί του (όπως συνέβη με την πρώτη και τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά) είναι ποικιλόμορφοι. Αλλοι επιζητούν να επαναπροσδιορίσουν το πολιτικό νόημα του Εμφυλίου, άλλοι θέλουν να τον εικονογραφήσουν με όρους ιστορικού μυθιστορήματος (με δεδομένη τη διόγκωση του ενδιαφέροντος της ιστοριογραφικής επιστήμης για τη δεκαετία του 1940) και άλλοι επιδιώκουν να προβάλουν στις χαοτικές του παραστάσεις την περιδίνηση της σύγχρονης συνείδησης.
Δεν λείπουν εκείνοι που δοκιμάζουν να ανασύρουν από τα σπλάχνα του την παθολογία και τις τραυματικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, όπως και εκείνοι που σπεύδουν να τινάξουν στον αέρα μέσω μιας μαύρης παρωδίας της γλώσσας και της τοπιογραφίας του την έννοια της οποιασδήποτε ιστορικής αλήθειας.
Πρέπει να πω εξαρχής ότι δεν μου είναι σαφείς ούτε η οδός ούτε η μέθοδος μέσω των οποίων οργανώνει τη δική του επιστροφή στον Εμφύλιο ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος. Αυτό που εκ πρώτης όψεως δείχνει να επιχειρεί ο συγγραφέας στο καινούργιο του μυθιστόρημα είναι μια αντίστιξη του θολού παρόντος με το αιματηρό παρελθόν. Στην Πιο κρυφή πληγή καταβάλλεται προσπάθεια να δρομολογηθούν δύο παράλληλες ιστορίες: από τη μια πλευρά μπαίνουν οι συγκεχυμένες ερωτικές αναζητήσεις μιας εφηβικής παρέας στα τέλη της δεκαετίας του 1970 (με προβολές που φθάνουν ως τις ημέρες μας και την εποχή των «Αγανακτισμένων» και από την άλλη ξετυλίγονται οι επώδυνες περιπέτειες μιας ενήλικης φιλικής συντροφιάς κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών του 1944 και των αμέσως επόμενων χρόνων.
Συνδετικός κρίκος για τις δύο ιστορίες είναι ένα θεατρικό έργο: το έργο που έχει γράψει ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής του παροντικού χρόνου του μυθιστορήματος αντλώντας τις μορφές και τα χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστών του από τα πρόσωπα του άμεσου περίγυρου της εφηβείας του. Στην αφήγηση εγγράφονται κατά συγγραφική ομολογία και κάποια μοτίβα αντλημένα από δύο εμφυλιακά μυθιστορήματα της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς: την Εξαφάνιση (1975) του Αριστοτέλη Νικολαΐδη και τη Δεκεμβριανή νύχτα (1978) του Παντελή Καλιότσου. Αμφότερα σηματοδοτούν την ήττα της επανάστασης και την εκτροπή της στην τρέλα και στην υπαρξιακή εκμηδένιση.
Ποιο ακριβώς όμως είναι το δίχτυ εντός του οποίου τοποθετεί τις ιστορίες του (μαζί με τα μοτίβα του Νικολαΐδη και του Καλιότσου) ο Ραπτόπουλος; Φοβάμαι πως κανείς δεν παρακολουθεί εδώ κανέναν: ούτε οι έφηβοι της δεκαετίας του 1970 αντανακλώνται καθ’ οιονδήποτε τρόπο στα πάθη που προκάλεσαν τα Δεκεμβριανά του 1944 ούτε ο τρόμος του Εμφυλίου αντιστοιχεί σε οποιοδήποτε επίπεδο της ψυχολογίας των παιδιών που θα κληθούν να ζήσουν την εφηβεία τους 30 χρόνια αργότερα (με όσο μπλα-μπλα περί Δεκεμβριανών κι αν εμφανίζεται το παρένθετο θεατρικό κείμενο).
Και αν η εφηβική ιστορία κατορθώνει να αποκτήσει μιαν ορισμένη ενότητα και συνέχεια και να οδηγήσει αιτιωδώς τους ήρωες στην ωριμότητά τους, η ιστορία των εμφυλιακών προγόνων τους μένει από την πρώτη ως και την τελευταία στιγμή χωρίς το παραμικρό αντίκρισμα δοκιμάζοντας επί ματαίω να συνθέσει μια τραγωδία με κωμικούς τόνους.
Οσο για τα μοτίβα της Εξαφάνισης και της Δεκεμβριανής νύχτας, θα παραμείνουν με τη σειρά τους απλές επικολλήσεις, αφήνοντας ανέγγιχτο τόσο τον πυρήνα όσο και την περιφέρεια της μυθιστορηματικής δραματουργίας, η οποία, μολονότι επείγεται να συνομιλήσει με συλλογικά μεγέθη, το μόνο το οποίο θα αγκαλιάσει εν τέλει θα είναι ο στενόκαρδος ατομικισμός της: μερικά μελίρρυτα πλάνα από τις διαδηλώσεις του καλοκαιριού του 2011 στο Σύνταγμα και κάποια αποσπάσματα γραμμένα σε ύφος εναλλακτικής δημοσιογραφίας δεν είναι προφανώς σε θέση να αποδώσουν πραγματικές πολιτικές εντάσεις ή να φτιάξουν ένα όντως εκρηκτικό κοινωνικό κλίμα.
Μετά τον Μαύρο γάμο (2001), τους Φίλους (2006), τη Μεγάλη άμμο (2007) και το Απέραντα άδειο σπίτι (2009), όπου ανέκτησε ένα σημαντικό μέρος της νεανικής του ρώμης, ο Ραπτόπουλος μοιάζει τώρα να υποτροπιάζει υπαναχωρώντας σε ένα στυλ το οποίο ελάχιστα τον ωφέλησε κατά τη δεκαετία του 1990: απουσία οργανικού δράματος (τα συγκλονιστικά γεγονότα που σημαδεύουν πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές μοιάζουν περισσότερο με υπόθεση εργασίας), ξεκάρφωτη ηδονοβλεπτική ματιά, ισχνός ψυχισμός των χαρακτήρων, όπως και ολοφάνερη αδυναμία εξοικονόμησης της δράσης.
Από παραδρομή στο φύλλο τής 13/1 την κριτική για το βιβλίο του Ανδρέα Στάικου «Βηθσαβέ» υπέγραφε ο Γρηγόρης Παπαβασιλείου αντί του (σωστού) Βαγγέλης Χατζηβασιλείου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ