Ήταν δυνατή εμφάνιση. Κατά την τετραήμερη επίσκεψή του στο Βερολίνο, ο Αλέξης Τσίπρας προκάλεσε αίσθηση όχι μόνο στο αριστερό κοινό με τη φρεσκάδα του λόγου του, αλλά και στους πολιτικούς συνομιλητές του. «Έχει ενδιαφέρουσες απόψεις. Έπρεπε να τον είχαμε συναντήσει νωρίτερα» έλεγε με εμφανή αυτοκριτική διάθεση ένας από αυτούς».

Στο επίκεντρο της επίσκεψης ήταν η συνάντησή του με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, κατά την οποία ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ ανέλυσε με σαφήνεια το «όχι» του στο μνημόνιο – χωρίς να χρειαστεί να κάνει «σκόντο» σε αυτό. Γι αυτό άλλωστε δεν υπήρχε λόγος: Η συζήτησή τους είχε χαρακτήρα γνωριμίας, όχι διαπραγματεύσεων με τους χαρακτηριστικούς σε τέτοιες περιπτώσεις συμβιβασμούς.

Αλλά και ο γερμανός υπουργός Οικονομικών δεν ήταν λιγότερο σαφής. Η εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής, είπε, είναι εθνικό θέμα και ότι ως εκ τούτου, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να συνταχθεί πίσω από αυτό, όπως κάνουν και τα κυβερνητικά κόμματα. Ταυτόχρονα τόνισε ότι το Βερολίνο υποστηρίζει την κυβέρνηση Σαμαρά και ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να μείνει στο ευρώ, μόνο αν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της.

Η θετική για την ελληνική αντιπροσωπεία έκπληξη ήρθε, όταν ο κ. Σόιμπλε διευκρίνισε, ότι η εφαρμογή του προγράμματος είναι αποκλειστικά θέμα των Ελλήνων. «Εγώ που δεν είμαι Έλληνας, δεν μπορώ και δεν θέλω να έχω καμιά ανάμιξη σε αυτό» είπε. Οι ακροατές του, σύμφωνα με παριστάμενο, δεν πίστευαν στα αυτιά τους.

Ως εδώ όλα καλά. Το πρόβλημα άρχισε αργότερα με τη δήλωση του κ. Τσίπρα στα μέσα ενημέρωσης, ότι διεύρυνε «την ατζέντα των διαπραγματεύσεων» ζητώντας από τον κ. Σόιμπλε να μεσολαβήσει για να λυθούν δυο καυτά θέματα: πρώτον, η αποπληρωμή του αναγκαστικού δανείου που είχε συνάψει η Γερμανία με τη Ελλάδα την περίοδο της κατοχής και δεύτερον, η αποστολή από τις γερμανικές στις ελληνικές Αρχές της δικογραφίας του Μιχάλη Χριστοφοράκου από τη δίκη του στο Μόναχο το 2009.

Σε ό,τι αφορά το αίτημα για αποπληρωμή πρόκειται όντως για όπλο, που θα πρέπει να βρίσκεται πάντα στο οπλοστάσιο των ελληνικών κομμάτων. Το ερώτημα είναι μόνο, πότε μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Σήμερα πάντως, που η Ελλάδα βρίσκεται κυριολεκτικά «στο χώμα», σίγουρα όχι – η χρήση του θα είναι αναποτελεσματική. Οι Γερμανοί, που έλεγαν ανέκαθεν «Νάιν» στην αποπληρωμή, μπορούν να το κάνουν τώρα ασύγκριτα πιο εύκολα.

Όσον αφορά την αποστολή της δικογραφίας, ο κ. Τσίπρας τη ζητά προφανώς για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης. Ως συστατικό όμως μιας αριστερής ρεάλ-πολιτίκ, που βάζει τολμηρούς, αλλά πραγματοποιήσιμους στόχους, το όπλο αυτό είναι άσφαιρο – έκφραση μιας ανίσχυρης συμβολικής πολιτικής.

Κι αυτό, πρώτον, επειδή δεν αναφέρονται σε αυτήν ονόματα ελλήνων πολιτικών που δωροδοκήθηκαν από τον πρώην διευθυντή της Siemens Hellas (εκτός από εκείνα του προ πολλού εκλιπόντος γενικού διευθυντή της Νέας Δημοκρατίας Γιάννη Βαρθολομαίου και του βουλευτή του ΠαΣοΚ Κώστα Γείτονα). Ένα CD, που περιέχει μια τρίωρη συζήτηση του κ. Χριστοφοράκου με τους συνηγόρους του και που ενδέχεται να περιέχει κάποια ονόματα δωροληπτών, δεν αξιολογήθηκε ποτέ (ως προϊόν υποκλοπής) από τη γερμανική εισαγγελία.

Δεύτερον, επειδή βρίσκεται από χρόνια στα χέρια δημοσιογράφων, και μέσω εκείνων, και στα κομματικά γραφεία, και,
τρίτον και κυριότερο, επειδή η παράδοσή της, στο σύνολό της, είναι νομικά ανεπίτρεπτη. Σύμφωνα με έγκυρους νομικούς κύκλους στην Αθήνα, το μόνο που μπορεί να ζητήσει η ελληνική εισαγγελία από την αντίστοιχη γερμανική (κάτι που έχει κάνει ήδη με επιτυχία) είναι η παράδοση ορισμένων επιλεγμένων εγγράφων – ποτέ το σύνολό τους και
τέλος, επειδή η γερμανική εισαγγελία δεν θα παρέδιδε ποτέ στοιχεία στην ελληνική, τα οποία, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι έχουν ύψιστη σημασία, δεν αξιοποίησε η ίδια.

Μια άλλη βασική πτυχή του θέματος είναι, ότι το σκάνδαλο της Siemens δεν έπαιξε ποτέ πολιτικό ρόλο στη Γερμανία – για τον απλούστατο λόγο, ότι δεν ήταν μπλεγμένοι σε αυτό ούτε κυβερνητικοί, ούτε κομματικοί αξιωματούχοι. Από πότε που ξέσπασε, στα μέσα του 2006, και για μια σχεδόν τριετία, απασχολούσε μεν καθημερινά τα μέσα ενημέρωσης, όχι όμως ως πολιτικό, αλλά ως οικονομικό έγκλημα: ως περίπτωση γιγαντιαίας διαφθοράς στις περισσότερες χώρες του πλανήτη, στις οποίες δραστηριοποιείται η γερμανική πολυεθνική.

Όχι ότι η πολιτική τάξη ήταν αθώα περιστερά. Μέχρι το 1998, οι γερμανικές πολυεθνικές μπορούσαν να δωροδοκούν κατά το δοκούν εκτός Γερμανίας χωρίς να φοβούνται, ελλείψει σχετικής νομοθεσίας, κάποια δίωξη από τις γερμανικές Αρχές. Το αντίθετο μάλιστα: Επιβραβεύονταν κι από πάνω γι αυτό δηλώνοντας στη εφορία τις μίζες ως αναγκαία επιχειρηματική δαπάνη και επιτυγχάνοντας έτσι ανάλογη επιστροφή φόρου.

Αυτό άλλαξε μόνο ύστερα από παρέμβαση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και των Ηνωμένων Πολιτειών, που απείλησαν με αυστηρές κυρώσεις σε περίπτωση συνέχισης αυτού του σκανδαλώδους αθέμιτου ανταγωνισμού.

Σε «σκάνδαλο» μεταμορφώθηκε λοιπόν η δωροδοκία μόλις μετά το 1999, τη χρονιά που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά ο νόμος. Η εφαρμογή του όμως από τότε, όπως έδειξε η υπόθεση Siemens, ήταν όντως πολύ αυστηρή. Και αυτό είχε ως συνέπεια να ξεχασθεί η προηγούμενη μακρόχρονη συνενοχή των γερμανών πολιτικών στη δωροδοκία ξένων αξιωματούχων.

Το να ζητά λοιπόν κανείς σήμερα από εκείνους, που θεωρούν εαυτούς αμέτοχους, ή «εξαγνισμένους», συνδρομή στην «κάθαρση» της ελληνικής πτυχής του σκανδάλου, είναι άχαρο εγχείρημα – και πάντως ατελέσφορο.

Στρουθοκαμηλισμός, ή υποκρισία εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ; Ό,τι θα μπορούσαν να ξέρουν οι ελληνικές Αρχές από τους Γερμανούς, το ξέρουν ήδη. Το άγνωστο, σκοτεινό μέρος της υπόθεσης, που είναι σίγουρα ασύγκριτα μεγαλύτερο από το γνωστό, θα μπορούσαν να το μάθουν μόνο από τον κ. Χριστοφοράκο – ο οποίος όμως συνεχίζει να μην τους κάνει τη χάρη. Η κενή από ονόματα «λαδωμένων» προσώπων δικογραφία δεν θα πρόσφερε λοιπόν τίποτα καινούριο στις ελληνικές Αρχές, ακόμα και αν την λάμβαναν με τον πολιτικά πιο πανηγυρικό τρόπο.

Η έκκληση στον κ. Σόιμπλε, να συνεισφέρει στην ικανοποίηση του περί δικαίου αισθήματος των ελλήνων πολιτών μέσω της αποστολής της δικογραφίας, έχει έτσι ελαφρώς οπερετικό χαρακτήρα. Η κάθαρση είναι όντως πελώριο θέμα – αυτή πρέπει να γίνει όμως με ρεαλιστικούς, όχι θεατρικούς όρους. Ο ΣΥΡΙΖΑ στοιχηματίζει προφανώς σε λάθος, ή μάλλον ψόφιο άλογο. Κι αυτό δίνει στη συμβολική πολιτική του δυσάρεστο άρωμα.

Η οπερέτα αρχίζει να επηρεάζει όμως και το στιλ του κ. Τσίπρα. Αυτό δεν φαίνεται μόνο από τις χειρονομίες του (όπως ο χαιρετισμός τουν επευφημούντος πλήθους με υψωμένη γροθιά), αλλά και την ηρωική φρασεολογία του: Τυχόν επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα θα μπορούσε «να γίνει η σπίθα για την αλλαγή σε όλη την Ευρώπη», ή «ο κυριότερος εχθρός της Μέρκελ είναι ο ΣΥΡΙΖΑ».

Αυτό βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με την πραγματική δύναμη και προοπτική του κόμματός του όχι μόνο σε διεθνές, αλλά και σε ελληνικό επίπεδο. Ήδη ορισμένοι γερμανοί σύντροφοί του αρχίζουν να τον παίρνουν στο «ψιλό»: «Εξελίσσεται σε ελληνικό Αστερίξ – χωρίς μαγικό βότανο» έλεγε ένας από αυτούς. Ο κίνδυνος γελοιοποίησης είναι λοιπόν υπαρκτός. Κι αυτό, αν έπαιρνε διαστάσεις, θα ήταν κρίμα για κάποιον, που θέλει να έχει μοντέρνο αριστερό προφίλ. Και για ένα κόμμα που εμφανίζεται σήμερα ως το βασικότερο ανάχωμα στην επέλαση της τρόικας.