«Στρατευμένη» υπήρξε η μυκηναϊκή τέχνη, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράδοξο σήμερα. Εξυπηρετούσε δηλαδή, τους πολιτικούς σκοπούς των ανώτερων οικονομικά στρωμάτων, που μέσω του πολεμικού ιδεώδους προωθούσαν το κύρος και τη δύναμή τους ως νόμιμοι κάτοχοι εξουσίας και διοίκησης. Και ως εκ τούτου υφίστατο περιορισμούς και υπάκουε σε συγκεκριμένες οδηγίες. Αυτά ανέφερε χθες το βράδυ -Δευτέρα 14 Ιανουαρίου- στην ομιλία του στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στο πλαίσιο των ομιλιών που οργανώνει η Εταιρεία των Φίλων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, ο αρχαιολόγος και μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Αγγελος Παπαδόπουλος.
Μελετώντας την εικονογραφία και γενικότερα την μυκηναϊκή τέχνη ο κ. Παπαδόπουλος είχε να πει χαρακτηριστικά: «Ο πόλεμος, ο πολεμιστής, η μονομαχία, η μάχη, η οχυρωμένη πόλη απεικονίζονταν με ιδιαίτερη λεπτομέρεια, αλλά επιλεκτικά!»
Είναι γεγονός, ότι η τέχνη των προϊστορικών κατοίκων του Αιγαίου κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο έχει πρωταγωνιστή τον άνθρωπο και τις δραστηριότητες του. Απεικονίσεις με θέματα από τη καθημερινή ζωή, κυρίως όμως θέματα με θρησκευτικό και πολεμικό περιεχόμενο ήταν ιδιαίτερα αγαπητές στους καλλιτέχνες της εποχής με όποιο τρόπο και αν δούλευαν: κεραμική, λίθινα αγγεία, σφραγιστικά δαχτυλίδια και σφραγιδόλιθους, τοιχογραφίες κ.ά.
Το αποδεικνύουν τα έργα, που προέρχονται από πλήθος σημαντικών αρχαιολογικών θέσεων, όπως των Μυκηνών, της Πύλου και της Θήβας, τόσο από οικισμούς, όσο και από νεκροταφεία. Πρόκειται δηλαδή για εικόνες με χρήσιμες πληροφορίες για τη ζωή των Μυκηναίων αλλά και για τις πολιτικές και ιδεολογικές πεποιθήσεις τους, όπως είπε ο κ. Παπαδόπουλος.
«Η επιλογή του πολέμου και της βίας σαν θεματική δεν ήταν καθόλου τυχαία», επισήμανε ο ίδιος θέτοντας τα ερωτήματα, αν επρόκειτο απλώς για αγάπη προς την ωμή βία και τη πολεμική σύρραξη ή πλέον μπορούμε να μιλάμε για ένα «εργαλείο» προβολής κύρους, αλλά και προπαγάνδας και φυσικά ποιός ήταν ο αναγνώστης των εικόνων και ο δέκτης του δυναμικού μηνύματος τους.
Η τέχνη των Μυκηναίων άλλωστε έφθανε μέσω του ανεπτυγμένου εμπορίου της εποχής σε όλο τον μεσογειακό κόσμο, στον οποίο και μετέφερε την ανωτερότητα, την εικόνα του πλούτου και της δύναμης του κράτους τους. Από την ίδια μελέτη εξάλλου γίνεται σαφές, ότι η τέχνη των Μυκηναίων είχε ιδιαίτερη θέση ανάμεσα στις τέχνες των λαών της ανατολικής Μεσογείου.
«Συγκρίνοντας τέχνεργα και αναπαραστάσεις από την Ανατολία, τις ακτές της Σύρο-Παλαιστίνης, τη Κύπρο και την Αίγυπτο γίνεται σαφής η ιδιαιτερότητα της Μυκηναϊκής τέχνης. Ο πλουραλισμός της και το ιδεολογικό υπόβαθρο της απεικόνισης πολεμικών σκηνών δεν έχουν παράλληλο στις γειτονικές περιοχές και, παρά τις όποιες ομοιότητες και παρόμοιες τεχνοτροπίες, η απεικόνιση πολεμιστών και κυνηγών δείχνει να έχει ένα ξεχωριστό, μάλλον Αιγαιακό χαρακτήρα».
Υπήρχε λόγος σοβαρός λοιπόν, που η μυκηναϊκή κοινωνία είχε τους ήρωές της, πολεμιστές που θάβονταν με τα όπλα τους και με άλλα πλούσια κτερίσματα, που έχτιζαν μνημειώδη οχυρωματικά έργα και που απεικόνιζαν συχνά σκηνές πολέμου και κυνηγιού στη τέχνη τους. Ολα γίνονταν για την προβολή της δύναμης, που εξασφάλιζε την υπακοή των κατοίκων του «βασιλείου», αλλά και απέτρεπε όσους ξένους το επιβουλεύονταν.