Όσοι παρακολουθούν από κοντά την πολιτική και κοινωνική διεργασία στη χώρα δεν ένοιωσαν καμία έκπληξη από το μπαράζ των κλιμακούμενων και συνεχώς αναβαθμιζόμενων τρομοκρατικών επιθέσεων των τελευταίων ημερών.
Γνώριζαν ότι για τους αναρχικούς, τους αντιεξουσιαστές και γενικότερα για τον »χώρο» της επαναστατικής βίας, ένοπλης ή μη, οι »καταλήψεις», »οι αυτοδιαχειριζόμενοι χώροι» είναι δεύτερα και για ορισμένους πρώτα σπίτια. Εκεί μαζεύονται, εκεί συνομιλούν, εκεί οργανώνουν το παρόν και σχεδιάζουν το αυτοδιαχειριζόμενο αύταρκες μέλλον τους. Για ορισμένους είναι τα έσχατα καταφύγιά τους, χώρος δικός τους, ασφαλισμένος και περιφρουρημένος μαζί. Με άλλα λόγια οι »καταλήψεις» αντιμετωπίζονται από τους ίδιους σαν ναοί της αντιεξουσίας, είναι για τους άθεους και αποσυνάγωγους της αναρχίας χώροι σχεδόν ιεροί.
Επιπλέον, γνώριζαν ότι μετά τον Δεκέμβρη του 2008 όλος αυτός ο »χώρος» βρήκε πεδίο δόξης λαμπρό, εξελίχθηκε και με τον καιρό μεταβλήθηκε σε προθάλαμο βίαιης πολιτικοποίησης για σημαντικά τμήματα της νεολαίας. Όπως ήταν στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης οι νεολαίες των κομμάτων χώροι υποδοχής φοιτητών και μαθητών, έτσι είναι τώρα οι αυτόνομες αριστερίστικες και αντιεξουσιαστικές ομάδες στα πανεπιστήμια και στις γειτονιές.
Με την γήρανση μάλιστα και την ιδεολογική ξήρανση των κομμάτων και υπό την επίδραση των συνεπειών της κρίσης, της υποαμειβόμενης εργασίας και της υψηλής ανεργίας αλλά και υπό το βάρος της αποδεδειγμένα επιθετικής στάσης της Αστυνομίας απέναντι σε μακρυμάλληδες, γενειοφόρους και μετανάστες, μερίδα νέων φαίνεται να αναπτύσσει αντιεξουσιαστικά χαρακτηριστικά και επίσης να έλκεται από τα αυτόνομα, από τα αντιηγετικά σχήματα και τις διαφορετικές ελευθεριακές συλλογικότητες που συστηματικά συγκροτούνται στις πολιτικοποιημένες ζώνες των αστικών κέντρων, όπως τα Εξάρχεια και αλλού.
Έτσι λοιπόν, όσοι έχουν σχετική επαφή με τη νεολαία, δεν ένιωσαν καμία έκπληξη με το πλήθος που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα των αναρχικών, αντιεξουσιαστών και αριστεριστών για την υπεράσπιση των καταλήψεων και των αυτοδιαχειριζόμενων χώρων το περασμένο Σάββατο στο κέντρο της Αθήνας.
Απλώς συνειδητοποίησαν ότι ο »χώρος» έχει διευρυνθεί, ότι μπορεί να κινητοποιεί χιλιάδες νέους και αντελήφθησαν βεβαίως ότι το πιο επιθετικό κομμάτι της επαναστατικής βίας, ακόμη και το ένοπλο, μπορεί να αλιεύει από πολύ μεγαλύτερη δεξαμενή σε σχέση με το παρελθόν.
Όταν χιλιάδες νέοι φωνάζουν με άνεση στους δρόμους της Αθήνας »το πάθος για τη λευτεριά,είναι δυνατότερο από όλα τα κελιά» και σχεδόν ασυνειδήτως αποδέχονται τη δράση των φυλακισμένων της 17 Νοέμβρη, του Επαναστατικού Αγώνα και της Συνωμοσίας των Πυρήνων της Φωτιάς, όλα μπορούν να εξηγηθούν. Και τα γκαζάκια και οι πολυβολισμοί κατά των γραφείων της Νέας Δημοκρατίας και ένας Θεός ξέρει τι άλλο ακόμη.
Κακά τα ψέματα, εκεί έξω το κοινωνικό και το πολιτικό μίσος θεριεύουν. Και το χειρότερο είναι ότι αυτό το μίσος καταλαμβάνει τμήματα της νεολαίας. Καμία κοινωνία δεν πήγε μπροστά με τους νέους της απέναντι. Γιατί απλούστατα μπορούν να συγκροτήσουν εστίες μεγάλης αναταραχής, τις οποίες το επίσημο κράτος δεν θα μπορεί να παρακολουθήσει και η επίσημη πολιτική δεν θα δύναται να ελέγξει. Και κανείς δεν εξαιρείται απ’ αυτή τη διαπίστωση.
Αν δεν βρεθεί ένας τρόπος γρήγορης εξόδου από την οικονομική κρίση τα φαινόμενα πολιτικής βίας θα πολλαπλασιασθούν και η χώρα θα κινδυνεύσει να περιπέσει σε κατάσταση σκοτεινή, σαν εκείνη που έζησε η Ιταλία στις δεκαετίες του 70 και του 80.
Πράγμα που σημαίνει ότι η πολιτική ηγεσία οφείλει να ομονοήσει το ταχύτερο, να συμφωνήσει στη μέθοδο εξόδου από την κρίση και να κάνει ότι είναι δυνατόν προκειμένου να επιτύχει πρώτα τη σταθεροποίηση και στη συνέχεια την ανάκαμψη. Ώστε να καλλιεργήσει τις προσδοκίες, να αμβλύνει τις αντιθέσεις, να εντάξει τους νέους στην παραγωγική διαδικασία και ευκολότερα να διεκδικήσει την ειρήνευση της κοινωνίας.