Στην ανάγκη αναπροσανατολισμού της οικονομικής πολιτικής με έμφαση στην ανάπτυξη και την απεξάρτηση της χώρας από το μνημόνιο αναφέρονται σε κείμενο -παρέμβαση τους 4 καθηγητές.

Στο κείμενο που υπογράφουν η κυρία Λούκα Κατσέλη, οι κ.κ. Δημήτρης Παπαδημητρίου, Διονύσης Γράβαρης και Γιώργος Αργείτης Κείμενο παρέμβασης που ετοιμάσαμε συνοψίζεται μια τεκμηριωμένη εναλλακτική πρόταση στην ασκούμενη οικονομική πολιτική.

-Λούκα Τ. Κατσέλη, Καθηγήτρια , Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης ,Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

-Δημήτρης Παπαδημητρίου, Καθηγητής Bard College, ΗΠΑ, Πρόεδρος Levy Economics Institute

-Διονύσης Γράβαρης, Καθηγητής, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης ,Πανεπιστήμιο Κρήτης

-Γιώργος Αργείτης, Επίκουρος Καθηγητής , Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης , Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

2013 : Ανάγκη για μια Νέα Πολιτική και Κοινωνική Συνεννόηση

Παρά τα καθησυχαστικά λόγια και το αισιόδοξο μήνυμα του Πρωθυπουργού για το Νέο Έτος, η καινούργια χρονιά ανέτειλε με διάχυτο το αίσθημα της αβεβαιότητας και της ανησυχίας για το αύριο. H ελληνική κοινωνία βιώνει μια πρωτόγνωρη και βίαιη προσαρμογή των όρων διαβίωσης της και των προσδοκιών της. Το απότομο και ανεξήγητο για πολλούς τέλος της «μεταπολιτευτικής ευδαιμονίας», αλλά και η αδυναμία διαδοχικών Κυβερνήσεων να δημιουργήσουν συνθήκες ασφάλειας, χρηστής διακυβέρνησης και διατηρήσιμης ευημερίας έχουν συντελέσει στη διάρρηξη εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα της χώρας και δημιουργήσει συνθήκες μεγάλης ρευστότητας και αστάθειας .

Η ανατροπή αυτού του κλίματος αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την έξοδο της χώρας από την κρίση. Για να συντελεσθεί αυτή η ιστορικής σημασίας ανατροπή υπάρχει ανάγκη μιας νέας πολιτικής και κοινωνικής συνεννόησης: συνεννόησης, και όχι αναγκαστικά συμφωνίας, για το πού βρισκόμαστε σήμερα, που θέλουμε να πάμε τη χώρα μας την επόμενη δεκαετία, ποια θέματα αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και ποια όχι ,ποιες είναι οι κρίσιμες επιλογές που πρέπει να γίνουν και ποιες τελικά είναι οι βασικές διαφορές μεταξύ εναλλακτικών πολιτικών προτάσεων για τις οποίες οι πολίτες θα κληθούν να λάβουν θέση.

Που Βρισκόμαστε Σήμερα

Η Συμφωνία της 27ης Νοεμβρίου 2012 στο Eurogroup ανέδειξε την αδυναμία των πολιτικών ηγεσιών στην Ευρωζώνη ν’ αντιμετωπίσουν την ελληνική και ευρωπαϊκή κρίση υπερχρέωσης. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες ανέβαλαν τη λήψη πολιτικά δύσκολων γι’ αυτούς αποφάσεων και υιοθέτησαν μια κοντόφθαλμη πολιτική που παρατείνει την αβεβαιότητα, τη χρηματοπιστωτική αστάθεια, τη λιτότητα, τον κίνδυνο εξάπλωσης της κρίσης, την ύφεση και τις κερδοσκοπικές πιέσεις στο ευρώ και στις αγορές κρατικών ομολόγων. Παρά την προσπάθεια εξωραϊσμού της κατάστασης, τόσο οι αγορά όσο και όλοι οι σοβαροί και ανεξάρτητοι αναλυτές διαβλέπουν ότι «πρόγραμμα δεν βγαίνει» και ότι αργά ή γρήγορα θα απαιτηθούν είτε νέα επώδυνα μέτρα είτε ριζική αναδιάρθρωση του χρέους και ανατροπή της ασκούμενης πολιτικής.

Το ελληνικό πρόβλημα δυστυχώς αντιμετωπίστηκε για ακόμη μια φορά από την Ευρώπη αποκλειστικά και μόνο ως ιδιαίτερο δημοσιονομικό πρόβλημα ενός αφερέγγυου εταίρου παρά και ως συστημικό πρόβλημα της Ευρωζώνης. Ως «λύση» επιλέχθηκε η μετακύληση των απαιτήσεων των δανειστών για το απώτερο μέλλον και η επιμήκυνση της δανειακής εξάρτησης της Ελλάδας και όχι η ουσιαστική μείωση του χρέους. Αποτέλεσμα της απόφασης αυτής είναι να μην διασφαλίζεται η δυνατότητα εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων μας από τα αναμενόμενα έσοδα. Η εξυπηρέτηση θα γίνει ακόμα πιο δυσχερής καθώς η ύφεση στην οικονομία αναμένεται να βαθύνει ακόμα περισσότερο ως αποτέλεσμα των μέτρων που εντάχθηκαν στο 3ο Μνημόνιο.

Ακριβώς επειδή η αποπληρωμή οφειλών καθίσταται επισφαλής, η εκταμίευση της δανειακής δόσης έγινε με επαχθείς όρους. Οι όροι εξασφαλίζουν κατ’ αποκλειστικότητα τους δανειστές και ικανοποιούν σχεδόν αποκλειστικά τις ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των Τραπεζών χωρίς εγγυήσεις για παροχή της αναγκαίας ρευστότητας στην πραγματική οικονομία. Με τη θεσμοθέτηση δε αυτόματων σταθεροποιητών και την υποχρεωτική κατάθεση πρόσθετων εσόδων από την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων αλλά και εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις σε ειδικό λογαριασμό αφαιρούνται και οι τελευταίοι βαθμοί ελευθερίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής.

Κάτω απ’ αυτούς τους όρους και χωρίς αλλαγή του μείγματος της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής, η επανεκκίνηση της οικονομίας είναι αδύνατη, ακόμα κι αν προωθηθούν αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές και επενδυτικές πρωτοβουλίες. Με συντηρητικούς υπολογισμούς, η επίδραση των μέτρων στην οικονομική δραστηριότητα το 2013 είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε ύφεση που θα ξεπεράσει το -7% αντί του -4,5% που υπολογίζει η Κυβέρνηση, η Τράπεζα της Ελλάδος και οι διεθνείς οργανισμοί.

Η διαιώνιση της ύφεσης οδηγεί αναπόφευκτα στον εκτροχιασμό του προγράμματος και στην αδυναμία επίτευξης των στόχων του. Το κόστος όμως της συνέχισης αυτής της αδιέξοδης οικονομικής πολιτικής είναι η οικονομική εξαθλίωση μιας μεγάλης μερίδας του κοινωνικού συνόλου με τεράστιους κινδύνους για την κοινωνική συνοχή, τη δημοκρατία και την εθνική μας επιβίωση.

Που Θέλουμε να Πάμε

Η έξοδος από την κρίση επιβάλλει τον ταυτόχρονο απεγκλωβισμό της Ελληνικής οικονομίας από τρεις μείζονες παγίδες:

Α) Την παγίδα χρεοκοπίας, δηλαδή την συσσώρευση δημόσιου και ιδιωτικού χρέους που δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί από αναμενόμενα έσοδα ή πρόσθετο εξωτερικό δανεισμό χωρίς ουσιαστική αναδιάρθρωση και απομείωση.

Β) Την παγίδα παραγωγικής αποσάθρωσης, δηλαδή τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης, της παραγωγικότητας και των δημόσιων και ιδιωτικών παραγωγικών επενδύσεων με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός διευρυνόμενου παραγωγικού ελλείμματος που υπονομεύει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας.

Γ)Την παγίδα λιτότητας, δηλαδή την συνεχιζόμενη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας λόγω της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, κυρίως δε των συνεχών μειώσεων μισθών και συντάξεων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, της υπέρογκης φορολογικής επιβάρυνσης της μεσαίας τάξης, της ραγδαίας συρρίκνωσης της αγοραστικής δύναμης χιλιάδων νοικοκυριών και της έλλειψης ρευστότητας στην αγορά.

Έξοδος από την κρίση δεν θα επιτευχθεί αν δεν προωθηθεί ο απεγκλωβισμός της οικονομίας και από τις τρείς παγίδες ταυτόχρονα. Μονοδιάστατες προσεγγίσεις είναι καταδικασμένες σε αποτυχία με μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Το χρέος καθίσταται μη βιώσιμο κάτω από καθεστώς βαθειάς ύφεσης. Επενδύσεις αναβάλλονται όσο η αγορά θεωρεί το χρέος μη διαχειρίσιμο. Η ανάπτυξη αποτελεί χίμαιρα όσο η εγχώρια αγοραστική δύναμη συρρικνώνεται, η ανεργία αυξάνεται δραματικά και η αβεβαιότητα για την επόμενη μέρα διογκώνεται.

Επομένως αποτελεί εθνική προτεραιότητα και ζωτική ανάγκη να υιοθετηθεί ένα Εθνικό Πρόγραμμα Ανασυγκρότησης με χρονικό ορίζοντα δεκαετίας με βασικούς στόχους:

· Την απομείωση του χρέους για τον απεγκλωβισμό της χώρας από την «παγίδα χρεοκοπίας».

· Την διεύρυνση και αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης, για τον απεγκλωβισμό της χώρας από την «παγίδα παραγωγικής αποσάθρωσης».

· Την επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας, για τον απεγκλωβισμό της χώρας από την «παγίδα λιτότητας».

Κρίσιμες Επιλογές και Προτεραιότητες

Για την επίτευξη του πρώτου στόχου, προτεραιότητα αποτελεί η ουσιαστική πολιτική διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας για τη μείωση των ετήσιων δανειακών υποχρεώσεων της χώρας σε ύψος χαμηλότερο ή τουλάχιστον ίσο του πρωτογενούς πλεονάσματος που θα επιτυγχάνεται ως αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής αλλά και του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας. Αυτό μπορεί και πρέπει να επιτευχθεί με την εισαγωγή «ρήτρας ανάπτυξης» και με συνδυασμό μέτρων, όπως εθελοντική διαγραφή ή «κούρεμα», μειώσεις επιτοκίων, επιμήκυνση χρόνου ωρίμανσης, κλπ.

Η απόφαση αυτή θα πρέπει να στηρίζεται σ’ ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων που δεν θα αντιστρατεύεται αλλά θα υποβοηθά την επανεκκίνηση της οικονομίας και τη μείωση του χρέους. Προτεραιότητες αποτελούν η διεύρυνση της φορολογικής βάσης και η πάταξη της φοροδιαφυγής που θα επιτρέψουν την μείωση των υπέρογκων και αναποτελεσματικών έμμεσων φόρων συμπεριλαμβανομένου και του υψηλού συντελεστή ΦΠΑ, η τάχιστη ολοκλήρωση της ηλεκτρονικής διασύνδεσης οικονομικών υπηρεσιών (εφοριών, τελωνείων και επιτελικών υπηρεσιών) και βάσεων δεδομένων, η ηλεκτρονική παρακολούθηση και διαχείριση δαπανών και εσόδων και η αναμόρφωση της φορολογικής διοίκησης. Υπάρχουν επίσης σημαντικά περιθώρια εξοικονόμησης πόρων μέσω αυστηρής εφαρμογής και παρακολούθησης προϋπολογισμού προγραμμάτων και υπηρεσιών για όλους τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης και τα ασφαλιστικά ταμεία, ιδιαίτερα στους τομείς της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, της κοινωνικής πρόνοιας και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Ο απεγκλωβισμός όμως από την παγίδα υπερχρέωσης θα καταστεί παροδικός αν δεν αντιμετωπισθεί η παραγωγική αποσάθρωση που έχει συντελεσθεί τα τελευταία χρόνια. Για πολλά χρόνια, σχετικά υψηλοί ρυθμοί δημόσιας και ιδιωτικής κατανάλωσης και επενδύσεων σε κατοικίες και κατασκευές χρηματοδοτήθηκαν όχι από έσοδα από παραγωγή αλλά από δανεισμό. Παρά τα διαθέσιμα κονδύλια από τα διαρθρωτικά ταμεία, η έλλειψη εθνικής στρατηγικής παραγωγικής αναδιάρθρωσης, κινητοποίησης και στήριξης παραγωγικών δυνάμεων, και συνέργειας δράσεων και πολιτικών οδήγησε στην αλματώδη διεύρυνση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Προτεραιότητα μπορεί και πρέπει να δοθεί επομένως στην ενίσχυση και υλοποίηση παραγωγικών επενδύσεων και ανάπτυξης καινοτόμων και υψηλής προστιθέμενης αξίας δραστηριοτήτων για την ενίσχυση των εξαγωγών και την υποκατάσταση εισαγωγών. Τα δυναμικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας είναι σημαντικά τόσο σε κλαδικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Η θέσπιση φορολογικών κινήτρων, η θεσμοθέτηση σταθερού και απλού φορολογικού συστήματος για μια δεκαετία, η ριζική απλοποίηση των διαδικασιών ίδρυσης, αδειοδότησης και λειτουργίας επιχειρήσεων, η δραστική μείωση του χρόνου δικαστικής επίλυσης των υποθέσεων αποτελούν σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.

Ο απεγκλωβισμός από την παγίδα παραγωγικής αποσάθρωσης προϋποθέτει όμως τον απεγκλωβισμό από ιδεοληψίες του παρελθόντος: ότι η επιχειρηματικότητα εξισώνεται αναγκαστικά με την κερδοσκοπία, ότι ο δημόσιος τομέας είναι κατ’ ανάγκη αντιπαραγωγικός, ότι οι ιδιωτικοποιήσεις αποτελούν πανάκεια ή ότι η λειτουργία δημόσιων επιχειρήσεων εγγυάται αυτόματα την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Η εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών έχει οδηγήσει στην κατάρρευση αυτών των μύθων.

Η αναγκαία παραγωγική αναδιάρθρωση μπορεί να υποστηριχθεί, εκτός των πόρων των διαρθρωτικών Ταμείων, από τη δημιουργία Τράπεζας Ανάπτυξης, κατά τα πρότυπα της γερμανικής KfW, που να χρηματοδοτεί και να παρέχει εγγυήσεις προς επιχειρήσεις ή προς συμπράξεις στο πλαίσιο δημιουργίας τραπεζικού πυλώνα «δημοσίου συμφέροντος», αλλά και από νέα χρηματοπιστωτικά εργαλεία όπως Ταμεία Ανακυκλούμενων Δανείων (ΕΤΕΑΝ, Ταμείο Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας κλπ) ή/ και έκδοση αναπτυξιακών ομολόγων με εγγύηση από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.

Η αντιμετώπιση όμως του παραγωγικού ελλείμματος, η υλοποίηση αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και η εθνική συνεννόηση που απαιτείται ως ελάχιστη προϋπόθεση για την διεύρυνση της παραγωγικής βάσης δεν μπορεί να προωθηθεί κάτω από καθεστώς βαθειάς ύφεσης και διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής. Αν συνεχισθεί η σημερινή πορεία, η όποια προσαρμογή θα συντελεστεί κάτω από καθεστώς τρομακτικής διεύρυνσης των ανισοτήτων, εκτεταμένης φτώχειας, κατάρρευσης βιώσιμων παραγωγικών επιχειρήσεων και μετανάστευσης εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού. Ο απεγκλωβισμός από την παγίδα λιτότητας αποτελεί επομένως προϋπόθεση για την αναγκαία παραγωγική αναδιάρθρωση της χώρας.

Η επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας απαιτεί ανατροπή της συρρίκνωσης της αγοραστικής δύναμης νοικοκυριών και σταδιακή βελτίωση της σε χρονικό ορίζοντα επταετίας. Η ανατροπή αυτή μπορεί να γίνει σε δύο φάσεις: αρχικά, μέσω μείωσης των έμμεσων φόρων και της υπέρμετρης φορολογικής επιβάρυνσης, βαθμιαίας αποκατάστασης χαμηλών συντάξεων, ουσιαστικής ρύθμισης δανείων για καταναλωτές που βρίσκονται σε αδυναμία εκπλήρωσης οφειλών προς δημόσιο και τράπεζες και καταπολέμησης αδιαφανών και αθέμιτων πρακτικών στην τιμολόγηση προϊόντων και υπηρεσιών. Σε δεύτερη φάση, πρέπει να προωθηθεί βελτίωση μισθών και εισοδημάτων στον δημόσιο τομέα, στη βάση ενός αξιόπιστου μισθολογίου που θα λαμβάνει υπόψη του την εξέλιξη της παραγωγικότητας, τη νέα διοικητική οργάνωση του δημόσιου τομέα και τη διασφάλιση απαραίτητων δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών.

Απαιτεί επίσης την ενίσχυση και όχι την αποδόμηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων στις εργασιακές σχέσεις για την εξασφάλιση αξιοπρεπών εργασιακών όρων και τη διαμόρφωση μισθών στον ιδιωτικό τομέα που είναι συμβατοί με τις εξελίξεις στην παραγωγικότητα, την προάσπιση του υγιούς ανταγωνισμού και του Ευρωπαϊκού κεκτημένου σε βασικά εργασιακά δικαιώματα.

Η επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας προϋποθέτει επίσης την άμεση παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία με προτεραιότητα σε δυναμικές και εξαγωγικές επιχειρήσεις που κινδυνεύουν να καταστούν προβληματικές από την πιστωτική ασφυξία. Η δημιουργία Ταμείου Ρευστότητας μπορεί να συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση αντλώντας πόρους από την επιβολή ποσοστού παρακράτησης επί των δημόσιων πόρων που διατίθενται για την ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, από έσοδα που προκύπτουν από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, την αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας ή τέλος από την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων.

Στο άμεσο μέλλον, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για την στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας αλλά και την αντιμετώπιση των αρνητικών κοινωνικών επιπτώσεων από τη διόγκωση της ανεργίας είναι η υλοποίηση Ειδικού Προγράμματος δημιουργίας τουλάχιστον 200.000 θέσεων εργασίας ετησίως για τρία χρόνια (2013-2015), με προτεραιότητα σε οικογένειες χωρίς εργαζόμενους ή/και ανεπαρκές εισόδημα. Η χρηματοδότηση μπορεί να εξασφαλισθεί από μεταφορά πόρων του ΕΣΠΑ στο σχετικό επιχειρησιακό πρόγραμμα (ΕΠΑΝΑΔ) μετά από σχετική απόφαση σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο και διαπραγμάτευση με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Ένα τέτοιο Πρόγραμμα θα δημιουργήσει σημαντικό ανάχωμα στην προϊούσα ανθρωπιστική κρίση ενώ ταυτόχρονα θα προκαλέσει πολλαπλασιαστική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα και θα συμβάλει καθοριστικά στην επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων.

Τα Όρια της Διαπραγμάτευσης και Βασικές Πολιτικές Διαφορές

Είναι φυσιολογικό η υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου να επιβάλει την επαναδιαπραγμάτευση του υπάρχοντος προγράμματος με τους δανειστές μας. Σε κάθε διαπραγμάτευση το αποτέλεσμα εξαρτάται από την ικανότητα της κάθε πλευράς να προτάσσει επιχειρήματα, να τεκμηριώνει προτάσεις και να αναδεικνύει το αμοιβαίο όφελος που μπορεί να προκύψει από την αποδοχή τους. Κάτι τέτοιο δυστυχώς δεν έχει γίνει τα τελευταία τρία χρόνια καθώς δεν έχει κατατεθεί έως σήμερα ένα πειστικό Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης που να αναδεικνύει προτεραιότητες, χρονοδιαγράμματα εφαρμογής αλλά και την κατανομή ευθύνης ανάμεσα στους φορείς υλοποίησης. Αντίθετα, η τυφλή εφαρμογή Μνημονιακών μέτρων που ουσιαστικά επιβλήθηκαν έξωθεν και η εκχώρηση όλο και περισσότερων λειτουργιών ή/και τομέων της δημόσιας διοίκησης σε εμπειρογνώμονες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή του ΔΝΤ, επιτρόπους, συμβούλους κλπ επιτείνει το αίσθημα εξάρτησης και απώλειας εθνικής κυριαρχίας και αποδυναμώνει επικίνδυνα το αίσθημα ευθύνης δημόσιων λειτουργών για την προώθηση και υλοποίηση αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.

Είναι επομένως απαραίτητο, προσερχόμενοι στις διαπραγματεύσεις, να αποτινάξουμε από πάνω μας το φοβικό σύνδρομο ενός ηττημένου λαού που δεν διεκδικεί τίποτα αλλά υποτάσσεται στα κελεύσματα και τα συμφέροντα τρίτων υπό την απειλή εκβιαστικών διλημμάτων. Μέσα από μια αξιόπιστη και τεκμηριωμένη ανάλυση του αδιεξόδου της ασκούμενης πολιτικής αλλά και της αδήριτης λογικής του απεγκλωβισμού από τις παγίδες της υπερχρέωσης, της λιτότητας και της παραγωγικής αποσάθρωσης, μπορούμε να διεκδικήσουμε πειστικά και να πετύχουμε την υιοθέτηση ενός διαφορετικού μείγματος οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής. Αυτή η στάση αποτελεί, υπό τις παρούσες συνθήκες, ουσιαστικό πολιτικό ζητούμενο.

Στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου, αποτελεί εθνική προτεραιότητα η πρόταξη και υλοποίηση πρωτοβουλιών και δράσεων για την εμπέδωση ασφάλειας, διαφάνειας, λογοδοσίας, χρηστής και αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης και λειτουργίας της δικαιοσύνης. Προϋπόθεση όμως για όλα αυτά αποτελεί η βούληση και αποφασιστικότητα του πολιτικού συστήματος να συγκρουστεί με κλειστά κυκλώματα πολιτικής επιρροής και εξουσίας ενισχύοντας τη διαφάνεια και τον εκδημοκρατισμό της οικονομίας και της πολιτικής. Αν δεν αντικατασταθούν υπάρχοντες πολιτικοί θεσμοί που επιτρέπουν την άμεση ή έμμεση διασπάθιση και υπεξαίρεση πόρων (πολυνομία, κακονομία, απουσία δομών παρακολούθησης ,ελέγχου και εποπτείας κλπ) από ανοικτές διαδικασίες, σαφείς κανόνες και αυστηρές ποινές, η ανάπτυξη της χώρας αποτελεί χίμαιρα. Ο βαθμός ανεξαρτησίας επομένως των πολιτικών εκπροσώπων από κλειστά δίκτυα πολιτικής επιρροής και εξουσίας θα πρέπει ν ‘ αποτελέσει βασικό κριτήριο των πολιτικών επιλογών στο άμεσο μέλλον.

Τέλος, ο επιμερισμός του βάρους της προσαρμογής ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες, ο βαθμός δημοσίου ελέγχου στο χρηματοπιστωτικό σύστημα καθώς και η έκταση και η αποτελεσματικότητα των ιδιωτικοποιήσεων είναι φυσικό ν’ αποτελέσουν τρία σημαντικά πεδία πολιτικής αντιπαράθεσης καθώς αντικατοπτρίζουν διαφορετικές αξιακές προσεγγίσεις ή/και θέσεις για το αναγκαίο και επιθυμητό εύρος δραστηριοτήτων αγορών και κράτους.

Είναι οι ανωτέρω επιλογές που πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης και δημοκρατικής επιλογής και όχι η στείρα αντιπαράθεση στη βάση κατασκευασμένων εκβιαστικών ψευτοδιλημμάτων και ιδεοληψιών. Μια ελάχιστη συνεννόηση ακόμα και ως προς το πεδίο πολιτικής σύγκρουσης κρίνεται αναγκαία αν θέλουμε το πολιτικό σύστημα να ανακτήσει σταδιακά την αξιοπιστία του.

Το 2013 επομένως μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για την έξοδο της χώρας από την κρίση, αν υπάρξει μια ελάχιστη συνεννόηση γύρω από το τι θέλουμε, πως μπορούμε να το πετύχουμε και τέλος που συμφωνούμε και που διαφωνούμε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ