Την ώρα που η υπόλοιπη Ευρώπη μοιάζει να βυθίζεται ολοένα και πιο βαθιά στην ύφεση, η Ισλανδία δείχνει σημάδια ανάκαμψης, με 7 συναπτά τρίμηνα ανάπτυξης της τάξης του 2,5% ετησίως –κάτι που ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες μπορούν να καυχηθούν πλέον ότι εμφανίζουν-, ενώ η ανεργία έχει πέσει κάτω από το 5% και η εμπιστοσύνη των αγορών αποκαθίσταται.
Σε τι οφείλεται αυτή η οικονομική αναγέννηση; Στον ανθεκτικό χαρακτήρα των Ισλανδών, αναμφίβολα, όπως υποστηρίζουν πολλοί. Οι πολίτες της Ισλανδίας επιβιώνουν εδώ και αιώνες σε ένα απομονωμένο νησί το οποίο αποτελείται κατά 70% από τούνδρα και όπου τον χειμώνα ξημερώνει λίγο πριν το μεσημέρι και νυχτώνει νωρίς το απόγευμα. Αυτές οι προκλήσεις της φύσης είναι που καθιστούν τους ανθρώπους εκεί σκληρούς, ανθεκτικούς, φιλόπονους και σκληρά εργαζόμενους.
«Ουσιαστικά είμαστε ακόμα ένα έθνος ψαράδων και αγροτών», λέει ο πρόεδρος της Ισλανδίας ‘Ολαφουρ Γκρίμσον, ο οποίος διατηρεί το πόστο του από το 1996 και ο οποίος δύο φορές αρνήθηκε να υπογράψει νομοθεσία σύμφωνα με την οποία η χώρα του θα επέστρεφε στη Βρετανία τα 2,8 δισεκατομμύρια ευρώ που της οφείλει μετά την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος το 2008, αναγκάζοντας τη βρετανική κυβέρνηση να αποζημιώσει τους Βρετανούς καταθέτες που είχαν λογαριασμούς σε ισλανδικές τράπεζες.
«Η οικονομία δεν είναι απλώς η ηχώ των τραπεζών. Είναι μια κοινωνία ανθρώπων. Αν δεν νιώθουν δυνατοί, δεν έχει σημασία τι φορολογικά μέτρα θα πάρεις. Αυτό φάνηκε μέσω δημοψηφίσματος. Σε κάθε Ισλανδό δόθηκε μία ψήφος και έλαβε μια αίσθηση ότι αξίζει σαν άτομο. Αυτό έκανε πιο ισχυρή την κοινωνία, αυτό το δημοκρατικό πράγμα έδωσε δύναμη στο λαό», λέει ο Γκρίμσον.
Φυσικά, όλα αυτά δεν έγιναν ανώδυνα, το αντίθετο. Οι μακροοικονομικές στατιστικές κρύβουν την πραγματικότητα της ζωής του μέσου Ισλανδού. Υψηλότεροι φόροι, περικοπές δαπανών και ένα κύμα ανακτήσεων αγαθών άφησε πολλούς σε πολύ δυσχερή θέση.
Χιλιάδες άτομα που είχαν υποθήκες σε ξένα νομίσματα όταν η ισλανδική κορόνα ήταν ισχυρή, ξαφνικά βρέθηκαν με υποτιμημένες περιουσίες την ώρα που όφειλαν πολύ περισσότερα χρήματα.
Η κατάρρευση των σημαντικότερων τραπεζών της Ισλανδίας το 2008 «γονάτισε» τα δημόσια ταμεία και προκάλεσε την ισχυρότερη οικονομική ρήξη που είχε δει η Ευρώπη μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Η ισλανδική κορόνα έπεσε κατά 50% σε σχέση με όλα τα σημαντικά νομίσματα, η ανεργία που μέχρι τότε ήταν ανήκουστο φαινόμενο έφτασε αστραπιαία το 10% και οι καταθέσεις έκαναν «φτερά» στο εξωτερικό με ανησυχητικούς ρυθμούς.
Όμως η Ισλανδία αποφάσισε να αντιμετωπίσει την κρίση με τον δικό της μοναδικό και κάπως ανορθόδοξο τρόπο.
Επέβαλε ελέγχους κεφαλαίου –απαγορευμένη στην ενιαία αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης –για να σταματήσει την οικονομική αιμορραγία. Εισήγαγε 100 νέους φόρους και περιέκοψε τις δαπάνες. Επίσης, δανείστηκε χρήματα από τους Σκανδιναβούς της γείτονες και το Διεθνές Νομισματικό ταμείο.
Κυρίως όμως, άφησε τις ιδιωτικές της τράπεζες, οι οποίες είχαν προκαλέσει την κρίση, να καταρρεύσουν. Οι επενδυτές έχασαν τα πάντα, γεγονός που σήμανε ότι οι φορολογούμενοι δεν επιβαρύνθηκαν με τα χρέη των τραπεζών. Επίσης, σε μια πιο αμφιλεγόμενη κίνηση, οι Βρετανοί και Ολλανδοί καταθέτες έχασαν όλα τους τα χρήματα (συνολικά 4 δισεκατομμύρια ευρώ) και έπρεπε να αποζημιωθούν από το Λονδίνο και τη Χάγη αντιστοίχως.
Το φάρμακο ήταν σκληρό και η αντίδραση άμεση. Η ανάπτυξη κατέρρευσε, χιλιάδες μετανάστευσαν και η Ισλανδία έγινε ο παρίας της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κοινότητας, με την πιστοληπτική της ικανότητα να έχει πέσει «υπό το μηδέν».
Όμως στα μέσα του χειμώνα του 2010, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν και αυτό όχι μόνο επειδή τα παραγωγικά «μυαλά» της χώρας σταμάτησαν σιγά να εγκαταλείπουν τη χώρα, αλλά και λόγω του ότι η Ισλανδία διαθέτει φτηνή, καθαρή ενέργεια. Το 90% των ενεργειακών αναγκών της χώρας καλύπτονται από υδροηλεκτρικές πηγές ή θερμές πηγές. Επίσης, υπάρχουν σχέδια εξαγωγής αυτής της ανανεώσιμης ενέργειας μέσω τεράστιων υποθαλάσσιων καλωδίων προς τη Δανία ή ακόμη και τη Βρετανία.