«Ανακοινούται ότι ο Γεώργιος Νταράλας του Λουκά και της Σουλτάνας, κάτοικος Αθηνών, οδός Ηρωνος αρ. 11-13, Παγκράτι, εγγεγραμμένος εις τα Μητρώα Αρρένων του Δήμου Πειραιώς (…) και έτος γεννήσεως 1949 διά της από 3.1.1972 αιτήσεώς του (…) ητήσατο διά τους εν αυτή λόγους την αλλαγήν του επωνύμου του από “Νταράλας” εις “Νταλάρας”. Οθεν καλούμεν πάντα αντιτιθέμενον εις την αλλαγήν ταύτην, ίνα εντός δεκαπενθημέρου… Εν Πειραιεί τη 12.1.1972». Η ανακοίνωση της Νομαρχίας Πειραιώς στον Τύπο μοιάζει γραμμένη σε πανηγυρικό τόνο. Το «Νταράλας» πάει, πάπαλα, «πέθανε», ο γόρδιος δεσμός κόπηκε με γιαταγάνι, ζήτω ο νεοβαπτισθείς «Γεώργιος Νταλάρας».
Κάπου 23 χρόνια νωρίτερα, ο Γιώργος Νταράλας γεννιέται στο Αμερικανικό Νοσοκομείο, ένα κοκκινωπό κτίσμα που δεσπόζει ανάμεσα στις προσφυγικές παράγκες της Κοκκινιάς. Πατέρας του, ο Λουκάς Νταράλας, όμορφος άνθρωπος, καλοφτιαγμένος, με λεπτό μουστακάκι, ρεμπέτης μέχρι το μεδούλι. Ερωτεύτηκε τη γυναίκα του, Σουλτάνα (το γένος Χριστοδούλου), μια πληθωρική Σμυρνιά με τσαγανό και βαμμένα χείλη, μες στο νοσοκομείο, εκεί που γυρνούσε με την κομπανία του διασκεδάζοντας τους αρρώστους. Είχε χάσει το ένα πόδι της (την είχε χτυπήσει το τραμ και επί Κατοχής επιλέγουν να τη «θεραπεύσουν» διά του ακρωτηριασμού), αλλά εκεί, στο κρεβάτι του πόνου, βρήκε άνδρα και παντρεύτηκε. Ο Γιώργος (και ο μεγαλύτερος αδελφός του Χρήστος) παρακολουθούν τον πατέρα να παίζει ρεμπέτικα. Αλλά είναι και τα ταξίμια, τα σμυρναίικα και τα λαϊκά, οι μερακλήδες γείτονες που κουρντίζουν τα γραμμόφωνα, τα ραδιόφωνα που έπαιζαν τον ηχητικό «αχταρμά» της εποχής: από Βέμπο μέχρι λατινοαμερικάνικα και Κατερίνα Βαλέντε.
Η οικογένεια Νταράλα ζει μέσα στη φτώχεια. Ανθρωπος από το στενό οικογενειακό περιβάλλον του διηγείται πως ακόμη και σήμερα, στα 63 του, αν ξυπνήσει κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα, εκεί σε αυτό το no man’s land μεταξύ συνειδητότητας και ύπνου, η πρώτη του σκέψη είναι: «Γαμώ το, ξύπνησα και θα κρυώνω πάλι». Διατηρούν φιλικές σχέσεις με την οικογένεια του πολιτικού Γεωργίου Καρτάλη. Ο Γιώργος θυμάται πάντα το «ρεζιλίκι» του, πιτσιρικάς, στην τουαλέτα των Καρτάληδων. Κοιτάζει θαμπωμένος γύρω γύρω, πάει να τραβήξει το καζανάκι και μόλις ακούει τον θόρυβο νομίζει ότι θα πλημμυρίσει το σπίτι και λιποθυμάει. Είναι μόλις δύο ετών όταν θα συμβεί αυτό που θα διαλύσει για πάντα τη ζωή του όπως την ξέρει. Ο πατέρας του, συνεπής στον μύθο του ρεμπέτη που δεν είναι φτιαγμένος για σπίτι, ανοίγει μια μέρα την πόρτα και την «κάνει». Ερχεται κάθε δύο-τρία χρόνια και μετά ξανά φευγάτος. Γερμανία. Βέλγιο, Γαλλία, σπέρνει καινούργιες οικογένειες ανά την Ευρώπη.
Η απουσία του πατέρα θα είναι εκκωφαντική. Λέγεται ότι είναι το ζοφερό ήμισυ της προσωπικότητας Νταλάρα. Αυτό που θα τον «κλειδώσει», θα τον οχυρώσει, θα τον περιχαρακώσει. «Για να τον καταλάβει κανείς τον Γιώργο, πρέπει να ανακαλύψει την “πατρίδα” του και τις αρχετυπικές παραστάσεις του» λέει στο ΒΗmagazino o οικογενειακός φίλος Κώστας Λαλιώτης: «Εχει ως “πατρίδα” του την παιδική και εφηβική ηλικία του με τη σκληρή βιοπάλη, τις στερήσεις και τις αντιξοότητες, με τις βαθιές ρίζες του στις γειτονιές του Πειραιά, με την ορκισμένη πίστη στις κοινωνικές και πολιτικές αναφορές της οικογένειάς του. Η εμμονή του με αυτή την “πατρίδα” είναι συνυφασμένη με τον κώδικα των αρχών και των αξιών του, με τον “μικρόκοσμο” των αγωνιών, των φοβιών και της μοναχικότητάς του. Αυτή η “πατρίδα” τού δίνει αντοχή, δύναμη και δημιουργικότητα, αλλά ταυτόχρονα μπορεί κάθε φορά να τον κάνει ευάλωτο γιατί δεν τον “αφήνει” να κάνει μεγάλες υπερβάσεις του εαυτού του, γιατί δεν του “επιτρέπει” να ζήσει είτε τις επιτυχίες του είτε τις μικρές και μεγάλες χαρές της ζωής χωρίς “ενοχές”».
Μέχρι τον θάνατο του πατέρα του (από κίρρωση του ήπατος), το 1977, τροφοδοτείται η φιλολογία μιας υπόγειας αντιπαλότητας μεταξύ τους. «Πατήρ και υιός Νταλάρας αντιμέτωποι σε δίσκους» είναι ο τίτλος σε δημοσίευμα του 1975, όταν κυκλοφορούν με λίγες ημέρες διαφορά (πρώτα ο υιός) από έναν δίσκο με ρεμπέτικα. «“Θέλησε και εδώ να ’ναι πρώτος” λέει μελαγχολικά ο Νταράλας στους δικούς του» διαβάζουμε στο δημοσίευμα. Σαν ανακλαστικό στις πατρικές καταχρήσεις, ο Γιώργος Νταλάρας θα είναι σχεδόν υπερβολικά «καθαρός». Ούτε ποτό (στις τουρνέ της δεκαετίας του ’80 στις ΗΠΑ τη βγάζει με κόκα-κόλα, άντε και λίγο κρασί με το φαγητό), ούτε τσιγάρα, ούτε ξενύχτια, είναι πάντα τόσο fit όσο και η φωνή του (στην οποία βάζει συχνά “σουρντίνα”, ήτοι μιλάει χαμηλόφωνα για να μην τη σπαταλάει). Συνεργάτης του θυμάται πώς μια φορά στη Θεσσαλονίκη τον «κατάφερε» να πιει ένα ουίσκι και τον είδε για πρώτη φορά να λύνεται… ελαφρώς.
«Τον έχω συγχωρήσει, ναι» θα πει για τον πατέρα του σε μία από τις πολλές μεταγενέστερες, εκ βαθέων εξομολογήσεις του ο ενήλικος Γιώργος Νταλάρας. «Σίγουρα η χαρακιά, το χνάρι, μένει. Σε κυνηγάει σε όλη σου τη ζωή. Αλλά το σημαντικότερο είναι πως τον έχω καταλάβει. Αυτή είναι η νίκη του – και η δική μου». Σε αυτόν τον ανατροφοδοτούμενο ζόφο θα έρθουν πολύ αργότερα να «κατακάτσουν» και τα πλείστα ετεροθαλή αδέλφια που αρχίζουν με τα χρόνια να ξεφυτρώνουν από τα διάφορα σημεία του ορίζοντα. Mόλις το 2010 δίνει συνέντευξη στην «Ελευθεροτυπία» η 49χρονη σήμερα Σόνια Νταράλα, θυγατέρα του Λουκά από τη δεύτερη σύζυγό του, Ζοζέ Ντεπρέ εκ Βελγίου.
Από το σάμαλι στις κιθάρες
Τα παράθυρα του σπιτιού δεν έχουν παντζούρια, αλλά κολλημένες μπλε κόλλες χαρτί, η μάνα ράβει για να τα φέρει βόλτα, τα δύο αγόρια κάνουν δουλειές του ποδαριού. Στο κουρμπέτι ο Γιώργος από τα επτά του: πρώτα παγοπώλης και ύστερα «σάμαλι, παστέλι, κοκ» στους κινηματογράφους, βοηθός καφενείου στο Πρωτοδικείο της Αθήνας, γρασαδόρος σε πλυντήρια αυτοκινήτων, εργάτης σε οικοδομή, οξυγονοκολλητής και δεν συμμαζεύεται. Ζει σαν νομάς, με την οικογένεια να περιοδεύει στις γειτονιές της Αθήνας: Χαϊδάρι, Ηλιούπολη, Βύρωνας, Ανω Δάφνη, Νέα Ελβετία, Καλόγηροι.
Ο αδελφός του Χρήστος (ο μετέπειτα γραφίστας, πέθανε το 2010) είχε πιο καλή τύχη. Στα εννιά του τον βάζουν σε ένα από τα προγράμματα για την αποκατάσταση απόρων παιδιών του πολέμου και φεύγει για την Ελβετία. Είναι να πάει και ο Γιώργος, αλλά η μάνα δεν μπορεί να μείνει μόνη. O μικρός δεν θα ξεχάσει ποτέ την εικόνα του Χρήστου να κατεβαίνει από το αεροπλάνο με ένα κίτρινο πουκάμισο και μια κιθάρα. Ο Χρήστος είναι ο τύπος του γόη, ο τύπος τού «είναι ο ντουνιάς παράλογος χωρίς πιοτό και ζάλη», του αρέσουν τα ξενύχτια, παίρνει την κιθάρα και τα κοριτσόπουλα λωλαίνονται. Ο Γιώργος, που μετά το δημοτικό φοιτά στην τεχνική σχολή «Γαλιλαίος» της Πειραιώς, για να γίνει μηχανικός στα καράβια, θέλει και αυτός να κρατήσει μια κιθάρα. Η μητέρα του δοκιμάζει να τον αποτρέψει, αλλά το DNA παραείναι ισχυρό. Το ίδιο και οι μνήμες. Στα 15 του, ήδη έχει ανεβεί στο πάλκο Στου Στελλάκη, δίπλα στον φίλο του πατέρα του, Βαγγέλη Περπινιάδη.
Καριέρα χτισμένη σε ένα λάθος
Η καριέρα του Γιώργου Νταλάρα θα χτιστεί πάνω σε ένα λάθος. Ο άνθρωπος που το διέπραξε, εν έτει 1967, είναι ο Μάκης Μάτσας, πρόεδρος σήμερα της Minos EMI. «Είχε έρθει η Καίτη Γκρέυ και μου ζήτησε να πάω να δω το πρόγραμμά της στις Χάντρες» λέει σήμερα στο BHmagazino. «Ηθελε να ακούσω δύο καλές φωνές. “Η μία, βέβαια, είναι που αξίζει” μου είπε. Οσο να πάω όμως εγώ, το μαγαζί διαλύθηκε.
Λίγες ημέρες αργότερα έρχεται ο Σπύρος Ζαγοραίος και μου λέει και αυτός: “Ανοίγω ένα μαγαζί στην Πλάκα, παίρνω το συγκρότημα της Γκρέυ. Σε παρακαλώ, έλα, θα έχουμε ωραίο πρόγραμμα, έχουμε και έναν πολύ καλό νέο τραγουδιστή”. Για να μου το λέει και η Γκρέυ και ο Ζαγοραίος, κάτι συμβαίνει… Σπεύδω, μπας και κλείσει και το μαγαζί του Ζαγοραίου και τον χάσω ξανά αυτόν τον σπουδαίο τραγουδιστή. Μάταια προσπαθώ να καταλάβω ποιος είναι ο καινούργιος τραγουδιστής. Βλέπω τον Ζαγοραίο, τη γυναίκα του και έναν ηλικιωμένο. Μόνο στην άκρη άκρη, έτοιμο να πέσει από το πατάρι, είναι ένα παιδάκι με ένα τουίντ σακάκι, που όλο το βράδυ παίζει κιθάρα. Μόλις τραγουδάει ο Ζαγοραίος και κατεβαίνει στο τραπέζι να με χαιρετήσει, τον ρωτάω: “Ρε Σπύρο, ποιος είναι αυτός ο τραγουδιστής που μου ’λεγες;”. “Αυτός! ” λέει και μου δείχνει το παιδάκι. “Τώρα, τώρα θα τραγουδήσει, τον έχουμε για αργά…”. Θα είναι κοντά 2.00 τα ξημερώματα όταν ο Γιώργος Νταλάρας ανοίγει το στόμα του και τραγουδάει “Είμ’ αϊτός χωρίς φτερά”.
Αυτό που άκουσα με έκανε να αισθανθώ μια ανατριχίλα, την οποία σπάνια θα νιώσω τα επόμενα σαράντα χρόνια. Αισθάνθηκα ότι ακούω έναν φρέσκο Μπιθικώτση, όμως μια φωνή που δεν ήταν μόνο Δύση (ο Μπιθικώτσης ήταν Δυτικός, δωρικός), αλλά είχε μέσα της και τα “γυρίσματα” της Ανατολής. Ηταν φωνή ώριμη και ας μην έχει τεχνική. Κατά τα άλλα, ένα παιδί μαζεμένο, δεν σου γέμιζε το μάτι. Η πρώτη αίσθησή μου ήταν 90% λαρύγγι και 10% τα υπόλοιπα. Τον φωνάζω: “Ελα να σε ακούσω στο στούντιο” και μου απαντάει: “Κύριε Μάτσα, τρία χρόνια έχω γυρίσει τώρα όλες τις εταιρείες. Λαμπρόπουλο, Πατσιφά, Ματαράγκα… Και σε εσάς έχω έρθει, περίμενα δύο-τρεις ώρες και έφυγα. Αύριο ξαναπιάνω δουλειά στο συνεργείο”. Είχε ανάγκη από τα λεφτά για εκείνον και τη μάνα του. Του λέω: “Θα σ’ το πληρώσω εγώ το μεροκάματο, έλα να σε ακούσω”».
Την επομένη ο Γιώργος Νταλάρας βρίσκεται στο στούντιο και σε λίγο υπογράφει το παρθενικό του συμβόλαιο, παρουσία βέβαια της μητέρας του, διότι είναι ανήλικος, μόλις 16 ετών! «Λίγο καιρό μετά με παίρνει τηλέφωνο η Γκρέυ», συνεχίζει την εξιστόρηση του «λάθους» ο κ. Μάτσας, «της λέω “Καιτούλα μου, να σε φιλήσω, μου έστειλες τον σπουδαίο αυτόν τραγουδιστή, τον Νταλάρα”. “Ποιον; ” φωνάζει. “Καλά, τον Νταλάρα πήγες και άκουσες; Εγώ σε έστειλα να ακούσεις τον Ντουνιά!”. Οταν έκλεισα το τηλέφωνο ήμουν παγωμένος. Λαμβάνω στη συνέχεια και ένα γράμμα από έναν πολύ σημαντικό παράγοντα της εποχής. Μου γράφει: “Καλά, με την κληρονομιά του πατέρα σου και τη δική σου εμπειρία, στον Νταλάρα ξοδεύεις χρήματα και κόπο;”. Και πάλι κλονίστηκα. Είχα, όμως, πιστέψει σε αυτόν τον άνθρωπο ίσως παραπάνω από όσο πραγματικά έπρεπε…».
Παιδί του λαού και εθνοσωτήρας
Το μεγάλο «μπαμ» του ο Νταλάρας θα το κάνει μεσούσης της χούντας, το 1970, με το «Να ’τανε το ’21» (από τον ομώνυμο δίσκο) του Σταύρου Κουγιουμτζή, ένα τραγούδι πολιτικά αμφίσημο (ο ίδιος αργότερα το απαρνείται για λόγους «ποιότητας»). Από τη μία λέγεται ότι είναι το αγαπημένο σουξεδάκι του Στυλιανού Παττακού, ο οποίος κάθε φορά που έμπαινε σε νυχτερινό μαγαζί έκανε νόημα στους μουσικούς να το παίξουν, («Τι γράψαμε; Τραγούδι χουντικό;» αναρωτιέται ο ίδιος ο Κουγιουμτζής), από την άλλη στέφεται «το πρώτο αντιστασιακό τραγούδι που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα» (η λογοκρισία τού ψαλίδισε τον στίχο με την «τουρκοπούλα», η οποία μεταλλάχθηκε σε «ομορφούλα»).
Τα χρόνια εκείνα το εγχώριο τραγούδι συμπορεύεται με τους λαϊκούς αγώνες και ο Γιώργος Νταλάρας δεν κρύβει τις πολιτικές του ανησυχίες. Το λαϊκό αίσθημα γίνεται η κινητήριος δύναμη της μουσικής και της καριέρας του, το «αστέρι» του ανατέλλει μέσα από το «συμμετοχικό» τραγούδι που, όπως διακηρύσσει ο ίδιος, «δεν γεννιέται μέσα στα σαλόνια». Δεν είναι μόνο ο Σταύρος Κουγιουμτζής. Ολοι οι μεγάλοι συνθέτες τον σφιχταγκαλιάζουν. Ο Απόστολος Καλδάρας τού δίνει, μεταξύ άλλων, τη «Μικρά Ασία» (1972) και τον «Βυζαντινό Εσπερινό» (1973). Ο Μάνος Λοΐζος, που στην αρχή τού είχε κάνει «κόνξες» (με το ζόρι τον αφήνει να πει το τραγούδι «Ητανε οχτώ εννιά» στον δίσκο «Ο σταθμός» του 1968, ενώ κοτσάρει και μια χορωδία για να σκεπάσει τη φωνή του!), θα εναποθέσει στα χέρια του μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια του.
Ο Θεοδωράκης τού εμπιστεύεται τα «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», που ηχογραφούνται κρυφά κατά τη διάρκεια της χούντας και σημειώνουν ρεκόρ πωλήσεων όταν τελικά θα κυκλοφορήσουν στην Ελλάδα το 1974: μέσα σε επτά ημέρες 27.420 δίσκοι και 7.500 χιλιάδες κασέτες. Ποιος άλλος από τον Νταλάρα, τον γκαραζόγατο που μεγάλωσε στις προσφυγικές παράγκες της Κοκκινιάς και που το λέει η καρδιά του, είναι κατάλληλος να τραγουδήσει: «Στην Αθήνα μες στο κέντρο φύτρωσε καινούργιο δέντρο / Εχει κόκκινα τα φύλλα και ολόγλυκα τα μήλα»;
Το 1973, ξεκινά τις εμφανίσεις του (με Πάριο, Αλεξίου, Γαλάνη) στα Νέα Δειλινά. Το πρόγραμμα είναι μάλλον εξαντρίκ για την παραλία, πολλά τα «απαγορευμένα» τραγούδια, η Αστυνομία θα προβεί σε κάμποσες, όχι και τόσο διακριτικές, «συστάσεις». Το φθινόπωρο του ’74, εμφανίζεται στο Θεμέλιο της Πλάκας (μαζί με Αλεξίου, Βίσση και Βαρδή). Το πρόγραμμα αμιγώς «πολιτικό», μπολιάζεται όμως και με ρεμπέτικα, η νεολαία συρρέει. Νεαρός τότε θαμών των μπουάτ θυμάται τον φοιτητόκοσμο να κάνει περαντζάδα. Κοίταζαν τις ταμπέλες (Αρχόντισσα, Θεμέλιο, Ζοοm, Ζυγός) και έψαχναν να δουν πού θα πάνε: «Να πάμε στη Μαρινέλλα; Οχι, ρε, αυτή έχει παρκαρισμένη την Jaguar εδώ απέξω. Στον Πάριο; Οχι, μωρέ, θα πάμε στον δικό μας, τον Γιωργάρα» (αν και οι φήμες λένε ότι και αυτός μέσα στο κατακόκκινο Volkswagen είχε βάλει μηχανή «τούμπανο»).
Το 1976, «Χρονιά Νταλάρα» κατά πολλούς (έχει ήδη βγάλει τους δίσκους «50 χρόνια ρεμπέτικο τραγούδι» και «Στα ψηλά τα παραθύρια»), πηγαίνει με τη Χαρούλα Αλεξίου στη Μακεδονία και ο κόσμος κατεβαίνει από τα χωριά με πούλμαν και τρακτέρ! Οσοι επιλέγουν να είναι «ακομμάτιστοι», νιώθουν έξω από το ορμητικό ρεύμα που, σε μια περίοδο έντονων πολιτικών και κοινωνικών κλυδωνισμών, μοιάζει να σαρώνει τα πάντα. Το 1978, ο Γιάννης Πάριος εκφράζει το παράπονό του: «Ολοι αυτοί οι αριστεροί, όταν βγαίνουν ραντεβού το βράδυ με το κορίτσι τους, έχουν πάντα τυλιγμένο μέσα στην κομματική εφημερίδα και έναν δίσκο του Πάριου».
Λένε ότι θα του στοιχίσει αυτή η πολιτική ετικέτα και η συμβολοποίησή του κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Θα του στοιχίσει εξίσου και ο «συναισθηματικός του πατριωτισμός», αυτή η αγωνία του (ο ίδιος το αρνείται) να αναδειχθεί σε «ντελάλη» της ρωμιοσύνης, κάτι σαν αυτόκλητος «εθνοσωτήρας» (που, όμως, ουδέποτε θα γίνει αρκετά οικείος για να γίνει «εθνικός», ένας «Μίκης» ή ένας «Μάνος»). Ο Γιώργος Νταλάρας χρίζει εαυτόν άοκνο και πανταχού παρόντα εκφραστή των μεγάλων γεγονότων του λαού (κάθε λαού), «πρεσβευτή του ελληνισμού», που αν το θελήσει θα πιάσει κουβέντα με τον Φιντέλ Κάστρο, που έχει βραβευτεί από τον Εντουαρντ Κένεντι, που είναι και Πρεσβευτής Καλής Θέλησης του ΟΗΕ, που συντρώγει με τον Σιμόν Πέρες. «Η ανάγκη του να συμπορευτεί με τα αντίστοιχα πολιτικά γεγονότα των κρίσιμων εποχών, των δεκαετιών του ’60, του ’70 και του ’80», λέει σήμερα στο ΒΗmagazino, με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα, ο Γιώργος Λιάνης, «έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη σταδιοδρομία του. Μπορώ να το πω ξερά και απείρως φιλικά γιατί τον αγαπώ και τον θαυμάζω. Τον μαγάρισαν. Αφησε να τον εκμεταλλευτούν τα κόμματα και οι πολιτικές παρατάξεις εν ονόματι μιας πατριδολατρίας που έχει, αλλά και της ανάγκης του να γίνει εκφραστής του λαού… Πίστευε ότι ήταν άτρωτος. Τους άτρωτους, όμως, τους χαρακτηρίζει κάποια στιγμή η έλλειψη μέτρου».
Οι συναυλίες διαμαρτυρίας, αλληλεγγύης και συμπαράστασης που έχει δώσει σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης (για τον χιλιανό λαό, για την Κύπρο, για τον Μπιθικώτση, για την Ελληνική Εταιρεία Προστασίας και Αποκαταστάσεως Αναπήρων Παίδων, για τα θύματα του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας κ.ο.κ.) θα τον κατατάξουν στους ρέκορντμαν μιας κατηγορίας καλλιτεχνών που επισείουν συχνά τον φθόνο, αλλά και την καχυποψία: αυτή των celebrity philanthropists (διασημότητες-φιλάνθρωποι). Και ενώ ο ξένος μουσικός Τύπος τον έχει αποκαλέσει επανειλημμένως «Ο έλληνας Μπομπ Ντίλαν» και «Ο έλληνας Σπρίνγκστιν», ο ίδιος προτάσσει τη «συγγένειά» του με τον Στινγκ, τον ροκ σταρ που βάλθηκε να σώσει τον Αμαζόνιο («τσεπώνοντας», θα πουν κάποιοι, κάμποσες χιλιάδες στρέμματα προσωπικής περιουσίας): «Μου αρέσει πολύ ο Στινγκ. Για τον ήχο του, αλλά και τη γενικότερη στάση του σε διάφορα κοινωνικά θέματα. Ξέρω, κάτι τέτοια ξεσηκώνουν κύματα επικρίσεων από ορισμένους, αλλά το προτιμώ από το να βολεύεσαι και να χαριεντίζεσαι με το περιβάλλον σου, τρέφοντας τον εγωισμό και τη ματαιοδοξία σου».
Θα κατηγορηθεί πολλάκις και για τον συναγελασμό του με την εξουσία είτε μέσα από πολιτικές φιλίες που ο ίδιος βέβαια αποδίδει στα χρόνια των κοινών αγώνων είτε με την πιο πρόσφατη υφυπουργοποίηση της συζύγου του, Αννας (η οποία τυγχάνει και πρώτη εξαδέλφη του Γιάννη Ραγκούση). Ο Γιώργος Νταλάρας εξακολουθεί να θεωρεί φυσικό του χώρο την Αριστερά, επιμένει ότι το τραγούδι είναι πάνω από όλα πολιτική πράξη, όμως, λένε οι επικριτές του, δυσκολεύεται να αποδεχτεί ότι η εικόνα του 63χρονου καλλιτέχνη των εκατομμυρίων αντιτύπων και ποσοστών, το όνομα του οποίου συνδέθηκε εξ αντικειμένου με την πολιτική του μνημονίου και μια «συμβιβασμένη» κυβέρνηση, πόρρω απέχει από το παλικάρι με το ανάρριχτο σακάκι που τραγουδούσε «του λαού τα ντέρτια λέω κι όταν τραγουδάω κλαίω γιατί είμαι πονεμένος και στη φτώχεια γεννημένος».
Θα κατηγορηθεί και ότι ευνοήθηκε. Οπως καταθέτει άνθρωπος της μουσικής “πιάτσας” που προτιμά να κρατήσει την ανωνυμία του, την εποχή του χρήματος, το ανέκδοτο που κυκλοφορούσε στα γραφεία του ΠαΣοΚ ήταν «Μη χτυπήσει το τηλέφωνο και η Αννα Νταλάρα ζητήσει μία ακόμη επιχορήγηση». Υπάρχει, βέβαια, και ο αντίλογος. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές του, η πραγματικότητα είναι ότι η συμμετοχή του σε προγράμματα επιχορηγήσεων, αν και όποτε υπήρξε, έγινε με διαφάνεια και αφορούσε συγκεκριμένες δράσεις υψηλής ποιότητας. H ίδια, πάντως, η Αννα Νταλάρα διαψεύδει κατηγορηματικά τις όποιες φήμες. «Ο Γιώργος Νταλάρας δεν έχει εισπράξει ποτέ κρατική επιχορήγηση, ούτε ένα ευρώ. Είναι θέμα αρχής για τον Νταλάρα» δήλωσε τον περασμένο Μάρτιο στον BΗΜΑ FM 99,5.
«Εχει γίνει πολλή κουβέντα για τη σχέση του Νταλάρα με τις εκάστοτε πολιτιστικές – και όχι μόνο “εξουσίες”…» λέει ο ειδικός στα της ελληνικής μουσικής δημοσιογράφος Γιώργος Τσάμπρας: «Το ζήτημα δεν είναι αν διευκολύνθηκε ή πληρώθηκε έτσι για τη δουλειά του ή αν πήρε για κάποιον λόγο κρατικά χρήματα, σε μια εποχή που ήταν αλλιώς τα πράγματα. Το ζήτημα είναι τι έκανε με τα μέσα που του διατέθηκαν… Γιατί εγώ σε αυτά τα χρόνια είδα κάποιες μουσικές παραστάσεις που άξιζαν, που τράβηξαν κόσμο, που γνώρισαν στο κοινό κάποια κομμάτια της ιστορίας της μουσικής… Θα μπορούσαμε να κατηγορήσουμε αυτούς που έδιναν χρήματα ότι δεν τα έδωσαν και σε άλλους. Δεν ξέρω, όμως, τι άλλες προτάσεις είχαν και πόση εμπιστοσύνη είχαν σε αυτές τις προτάσεις… Εγώ τον Νταλάρα, στη σκηνή, σε κάτι πρόχειρο ή πολύ περισσότερο σε κάτι που μπορεί να ονομαστεί “αρπαχτή”, δεν τον έχω δει. Εχω δει πολλούς άλλους και μάλιστα κάποιους που τον κατηγόρησαν για αυτό».
Δεν είναι μόνο τα γιαούρτια και οι βίαιες επιθέσεις εν έτει 2012 στο Ιλιον, στη Νίκαια και αλλού. O Γιώργος Νταλάρας γεννά πάθη ήδη από τη Μεταπολίτευση. Ισως γιατί ο συντεχνιακός φθόνος δίνει και παίρνει. Ισως επειδή υπερεκτίθεται και καλλιτεχνικά και ιδεολογικά (ποζάροντας ως ένας ελέω λαού διανοούμενος), ίσως απλώς γιατί μιλάει πολύ και όπως λένε ακόμη και οι φιλικά προσκείμενοι μιλάει «ανεξέλεγκτα», ενώ ο λόγος του είναι συχνά ενοχικός ή απολογητικός (ενδεικτική η δήλωσή του, τον Σεπτέμβριο του 2012, στο περιοδικό «Down Τown» της Κύπρου ότι έχει ενοχές για τα λεφτά που έχει βγάλει).
Τo 1992, το περιοδικό «Ταχυδρόμος» φιλοξενεί μια «τρελή έρευνα» για τους πλέον «ενοχλητικούς» επωνύμους. Ο Γιώργος Νταλάρας καπαρώνει δίχως κόπο το Νο 8: «Εχουμε επιτέλους το ελεύθερο να τα βάλουμε με το ενοχλητικόν αδιαφιλονίκητον του Γιώργου Νταλάρα». Κατηγορείται, μεταξύ άλλων, για άκρατο διδακτισμό (μπορεί να πας να του ζητήσεις αυτόγραφο και να σου κάνει μάθημα). Σε άλλους καλλιτέχνες ο κόσμος συγχωρεί (ακόμη και το «Είμαι παπάς και όπου με βάζουν ψέλνω» του Γρηγόρη Μπιθικώτση το κατάπιε ο σκουπιδοφάγος της Ιστορίας), στο golden boy όμως της Μεταπολίτευσης πάντα τη «φυλάνε». Για τη βίλα στη Σύρο, για το φουσκωτό, για τη φήμη του «καβουράκια» κ.ο.κ. Οπως σχολιάζει στο ΒHmagazino παράγοντας της εγχώριας μουσικής βιομηχανίας, «το προφίλ που ο ίδιος επεδίωξε να χτίσει ήταν ο σοβαρός, ο συνεπής, ο απόλυτα αριστερός σε θέσεις και σε ζωή, ο άφθαρτος. Ηταν ζήτημα χρόνου πότε αυτό θα του γυρνούσε μπούμερανγκ».
Η εκτόξευση από το Στορκ στο ΟΑΚΑ
Ολα γίνονται πολύ νωρίς και πολύ γρήγορα. Σε ηλικία 21 ετών, ο Γιώργος Νταλάρας είναι σταρ πρώτου μεγέθους. Ο ίδιος αντιδρά – συχνά με περισσό στόμφο – σε όσους τον κατηγορούν για βεντετισμό: «Εγώ προσπάθησα να μη γίνω “είδωλο”, ακόμη και την εποχή της δικτατορίας, που η παραγωγή ειδώλων ήταν μέσα στις επιδιώξεις του καθεστώτος και η άρνησή σου να συμμορφωθείς σε αυτό το παιχνίδι σού δημιουργούσε προβλήματα» εξομολογείται στον συνεργάτη και φίλο του, Λευτέρη Παπαδόπουλο (από το βιβλίο του τελευταίου «Εν αρχή ην ο Καζαντζίδης», εκδόσεις Καστανιώτη).
Η grande dame του σουξέ, η Αυτής Μεγαλειότητα η Μαρινέλλα, θα είναι εκείνη που θα αναλάβει να «σουλουπώσει» την εικόνα του όταν θα τον φωνάξει, φαντάρο ακόμη, να τραγουδήσει δίπλα της στο πιο hot νυχτερινό κέντρο της εποχής, το Στορκ στη Φιλελλήνων (1970-71). Ενα αταίριαστο «φιλοσοφικά» καλλιτεχνικό ζευγάρι, που όμως «δένει» και πάνω και κάτω από τη σκηνή. Αυτοί που ξέρουν λένε ότι η Μαρινέλλα τού κληροδοτεί το know-how τού σταρ. Την αποκαλεί «μάνα».
Ο μικρός μεγαλοπιάνεται από την αρχή. Αργότερα ομολογεί ότι δύο πράγματα τον στήριξαν: «Η υπερβολική, εξωστρεφής μου σεμνότητα και η υπερβολική μου εσωστρεφής έπαρση». Στη Μinos, το ξέρουν και οι πέτρες, ο Νταλάρας είναι το πιο δύσκολο, το πιο χρονοβόρο συμβόλαιο. Οσοι ζουν από κοντά τα πρώτα του βήματα μιλούν για ένα εναλλακτικό, κουλτουριάρικο «σταριλίκι» (ίδιον και αυτό της Μεταπολίτευσης), όχι φανφαρώδες (με αυτόγραφα και γκρούπις), αλλά εσωστρεφές, μυστικοπαθές. Ο Γιώργος Νταλάρας δεν θα τραγουδήσει στίχους όποιου και όποιου, δεν θα εμφανιστεί με όποιον και όποιον, δεν θέλει να τραγουδάει δίπλα σε κάποια προϊόντα χαμηλής αισθητικής που παίζει ο Γιώργος Λεφεντάριος στη ραδιοφωνική εκπομπή της Μinos, δεν θα αναλωθεί παρά μόνο σε αυτά που ο ίδιος επιλέγει. Θα το παραδεχτεί άλλωστε (στον Θανάση Λάλα, «Το Βήμα» 6.12.1998): «Εγώ τον εαυτό μου θέλω να ξεπεράσω, δεν θέλω να ξεπεράσω τους άλλους».
Ο Νταλάρας δεν θα είναι ποτέ απλός ερμηνευτής, θέλει να έχει άποψη για την ενορχήστρωση, για τον στίχο, για το τελευταίο ημιτόνιο που θα μπει στον δίσκο του. Ο συνεργάτης του, Λευτέρης Παπαδόπουλος, θυμάται: «Είχαμε γράψει ένα τραγούδι που λέει “Παποράκι του Μπουρνόβα και καρότσα της στεριάς” και το προορίζαμε για τον Νταλάρα. Αυτό ήταν ένα παλιό ρεμπέτικο από το οποίο εγώ και ο Λοΐζος φτιάξαμε ένα άλλο τραγούδι, κρατώντας μόνο το πρώτο τετράστιχο. Ερχεται ο Νταλάρας στο στούντιο του Λοΐζου και, μόλις ακούει το πρώτο τετράστιχο, αρχίζει να το τραγουδάει με τη ρεμπέτικη μουσική, την παλιά. Τον κόψαμε από τον δίσκο και δώσαμε το τραγούδι στον Καλατζή».
O Γιώργος Νταλάρας έχει βγάλει μόνο το δημοτικό, αλλά σε όλη του τη ζωή επιδίδεται, σύμφωνα με τον Κώστα Λαλιώτη, «σε μια πολύμοχθη δημιουργική προσπάθεια αυτομόρφωσης». Παίζει σχεδόν όλα τα έγχορδα, αλλά «δουλεύει» και τη φωνή του σαν όργανο. Οι πολέμιοί του λένε ότι δεν έχει βιωματική σχέση με το τραγούδι, ότι θα τραγουδήσει επειδή θέλει να πετύχει την τέλεια τσαλκάντζα («τσάκισμα» στη φωνή), και όχι επειδή, λόγου χάρη, έχει νταλκά για μια γκόμενα. Ο μύθος λέει πως ακόμη και σε τεκέ να τον βάλεις να τραγουδήσει, θα καταφέρει να στήσει κάτι μεγαλόσχημο. Ενα μπαγλαμαδάκι να του δώσεις, θα σου κοτσάρει δίπλα και τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Ισραήλ ή μελοποιημένα ποιήματα της βυζαντινολόγου Ελένης Γλύκατζη Αρβελέρ. «Μόνο ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν φαίνεται να λείπει από το αεροδυναμικό και υπερπολυτελές μπουζουκομάγαζο» γράφουν «Τα Νέα» για την εμφάνισή του στα Νέα Δειλινά, ήδη από το 1974. «Γιατί, κατά τα άλλα, η ορχήστρα που πλαισιώνει τους καλλιτέχνες μόνο λαϊκή δεν είναι… Οκτώ έγχορδα, πέντε πνευστά, δύο κρουστά, δύο κιθάρες, ένα πιάνο και (επιτέλους) τρία μπουζούκια». Ο «μεγαλοϊδεατισμός» του, βέβαια, αυτός συνάδει πλήρως και με το πάθος του για τον τέλειο ήχο. Γεμίζοντας δύο φορές το ΟΑΚΑ, στο απώγειο της δόξας του τη δεκαετία του ’80, ο Νταλάρας απέδειξε ότι ξέρει να στήνει συναυλίες, όταν οι περισσότεροι δεν ήξεραν ακόμη τι θα πει stage manager. Οσοι έχουν δουλέψει μαζί του σε live το ξέρουν καλά. Οταν έχεις τον Νταλάρα από πάνω, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτε, όλα θα κυλήσουν ρολόι.
Το «γκελ» του στις γυναίκες δεν θα το διαφημίσει ποτέ (Αννα Βίσση, Βέρα Κρούσκα, Χάρις Αλεξίου κ.ά.). Στις 17 Νοεμβρίου 1979 ξεκινά η σχέση του με τη μετέπειτα σύζυγό του, Αννα Ραγκούση (θα γνωριστούν στα γραφεία της Lyra στην Κριεζώτου, όπου εκείνη κάνει τις δημόσιες σχέσεις). Το 1988 γεννιέται η κόρη τους Γεωργιάννα (το προσκλητήριο της βάφτισης είναι ένα χάρτινο δισκάκι 45 στροφών), η οποία εφέτος τον έκανε και παππού. Η Αννα Νταλάρα αναλαμβάνει εξολοκλήρου το μανατζάρισμά του, στοχεύοντας να λειάνει την τραχιά επικοινωνιακά εικόνα του. Οι σύζυγοι και οι μανάδες συνήθως αποτυγχάνουν παταγωδώς σε αυτούς τους ρόλους, η κυρία Νταλάρα, όμως, θα είναι η περίτρανη εξαίρεση.
Λίγοι, βεβαίως, γνωρίζουν ότι η πρώτη απόπειρα διεθνοποίησής του θα γίνει πολλά χρόνια πριν από τον ερχομό της «Αννούλας», όπως τη φωνάζει. Ο Κώστας Καντζόγλου, πρόεδρος της Globe Entertainment με έδρα την Αστόρια της Νέας Υόρκης και (από το 1983) στενός συνεργάτης του Γιώργου Νταλάρα σε όλες τις μεγάλες τουρνέ του στις ΗΠΑ, την περιγράφει ως μάλλον τραυματική: «Ηταν αρχές του ’70. Ενας έλληνας καθηγητής πανεπιστημίου που αγαπούσε πολύ την ελληνική μουσική κατέβηκε στην Ελλάδα και του πρότεινε συναυλίες, τουρνέ κτλ. Οταν, όμως, ήρθε επιτέλους ο Νταλάρας στην Αμερική, τον έβαλαν να παίξει στο μπουζουξίδικο Pavillion, στην Αστόρια! Οταν το πήρε χαμπάρι, τρελάθηκε! Δούλεψε, νομίζω, μόνο το Σαββατοκύριακο και τη Δευτέρα, χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν, πήρε τα μπογαλάκια του και γύρισε στην Ελλάδα. Είχε θυμώσει τόσο πολύ που είπε ότι δεν ήθελε να συνεργαστεί ποτέ ξανά με Ελληνα!». Για τον κ. Καντζόγλου, «Τα νούμερα που έχουμε κάνει με τον Νταλάρα, όλοι οι άλλοι μαζί δεν πρόκειται να τα φτάσουν. Πολλοί έλληνες καλλιτέχνες είχαν αυτόν τον “σκυλάδικο” τρόπο συνεργασίας, αυτό το “Εσύ πόσα μου δίνεις για να έρθω;”. Ο Νταλάρας σεβόταν την παραγωγή, ρωτούσε, μάθαινε».
Η «βεντέτα» της δισκογραφίας
Ο ίδιος αντιτίθεται στον «φασισμό των δισκογραφικών», όμως κάποιοι καλλιτέχνες (και από αυτούς που κάποτε τον στήριζαν) θα τον ταυτίσουν με τους «δισκάδες». Ο Γιώργος ο Νταλάρας είναι, κατ’ αυτούς, ο πολιορκητικός κριός που έχουν στήσει οι εταιρείες για να γκρεμίσουν τα εναπομείναντα τείχη του λαϊκού τραγουδιού. Είναι ο «αφομοιωμένος» από το σύστημα, ο «τζουτζές» των μεγάλων, η «βεντέτα» των στούντιο που εμπορεύονται ανηλεώς το λαϊκό τραγούδι και τους ανθρώπους του.
Ενδεικτικό το απόσπασμα από τη μακροσκελή ανοιχτή επιστολή του κορυφαίου λαϊκού συνθέτη Ακη Πάνου στον Μάκη Μάτσα (όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ντέφι», τ. 2, σελ. 18, στις αρχές του 1982): «Ξέρεις τι ήταν για μένα ο Γιωργάκης ο Νταράλας προτού κάνω δουλειά μαζί του; Ηταν το καλό, σεμνό παιδί του φτωχοδιαβόλου του φίλου μου του Λουκά και της κ. Σουλτάνας. Ενα παιδί που κατέβαζε τα μάτια όταν σου μίλαγε και κοκκίνιζε, ένα παιδί που χαιρόμουν αφάνταστα κάθε φορά που τύχαινε να το συναντήσω. Κι όταν ήρθε να κάνουμε δουλειά μαζί, αυτό το παιδί διαπίστωσα πως δεν υπάρχει πια… Τώρα λέγεται Νταλάρας (εσύ τον βάφτισες;). Τον κάνατε να αισθάνεται ντροπή που είναι γιος του πατέρα του. Τη μητέρα του τη φωνάζει Τάνια. Το όνομα “Σουλτάνα” είναι πολύ μπανάλ για ένα “αστέρι” σαν κι αυτόν. Τώρα είναι ένας “λαϊκός σταρ” με επίχρυση μπαταρία στο μπάνιο. Τώρα είναι ένας ψυχρός “πλασιέ” της εταιρείας σου, μια “ανασφαλής” βεντέτα της χειρότερης μορφής, ένας κακότροπος τραγουδιστής που τα ξέρει όλα και δεν χρειάζεται (ούτε μπορεί) πια να μάθει τίποτε άλλο. Τώρα είναι ένας 35άρης που δίνει παράσταση και πιστεύει πως είναι ο κατάλληλος να κάνει “ιστορία” και να παρουσιάσει “εξήντα χρόνια λαϊκό τραγούδι”, κάτι που δεν αποφάσισε να κάνει ούτε ο Τσιτσάνης. Είναι και αυτό μια πτυχή του πολιτιστικού σας έργου».
Η κόντρα με τον συγκρουσιακό (συχνά ακραίο) Πάνου εγκαινιάζεται στην ηχογράφηση του δίσκου «Θέλω να τα πω» (1982). Γίνονται «μπίλιες» μέσα στο στούντιο της Columbia, ο Πάνου αποχωρεί στη φάση της ηχοληψίας του ομώνυμου τραγουδιού, ο δίσκος τελικά βγαίνει, ατόφιο χρυσάφι και καλλιτεχνικά και εμπορικά, ο μοναδικός μάλιστα χρυσός στη δισκογραφία του Πάνου. Λίγους μήνες αργότερα, η κόντρα αναζωπυρώνεται όταν κυκλοφορεί ένας διπλός live δίσκος του Νταλάρα από τις εμφανίσεις του στον Ορφέα με τίτλο: «Τα τραγούδια μου!». Ο Ακης Πάνου γίνεται πυρ και μανία, γιατί το «Νταλαράκι», όπως τον έλεγε, όχι χαϊδευτικά, είχε συμπεριλάβει, χωρίς να ζητήσει την άδειά του, δύο δικά του εμβληματικά τραγούδια για «κράχτες» του compilation: το «Θέλω να τα πω» και το «Χαροκόπου 1942-1953 (Στις παράγκες)» (πιο γνωστό ως «Εφτά νομά σ’ ένα δωμά»).
Ο Νταλάρας, που στο θέμα Πάνου θα κρατήσει εν γένει αποστάσεις, δεν θα αντέξει να μην απαντήσει, έμπλεος ειρωνείας, στην προαναφερθείσα ανοιχτή επιστολή: «Φίλε μου Ακη, γεια χαρά. Διάβασα το γράμμα σου που με βρίζεις, αλλά δεν θύμωσα καθόλου! Το φχαριστήθηκα και γέλασα πολύ… Να γράφεις συνέχεια εσύ και να γελάω συνέχεια εγώ! Σε χαιρετώ, ο φίλος σου ο Γιωργάκης ο Νταλάρας» (περιοδικό «Ντέφι», τ. 3, σελ. 69, Οκτ. 1982). Οι κακεντρεχείς θα πουν ότι το πάρθιον βέλος θα το εκσφενδονίσει μετά τον θάνατο του Πάνου. Τον Απρίλιο του 2011 «Το Bήμα της Κυριακής» κυκλοφορεί μια επανέκδοση του «Θέλω να τα πω», με νέα ηχητική επεξεργασία και κυρίως με νέες ενορχηστρωτικές αλλαγές και προσθήκες, αλλά και νέες ερμηνείες (!) διά χειρός Γιώργου Νταλάρα. Οπως θα εξηγήσει ο ίδιος στο σημείωμά του: «Ακούγοντας ξανά, έπειτα από 30 χρόνια, τα πολυκάναλα του δίσκου, αισθάνθηκα την ανάγκη να δουλέψω από την αρχή τις μείξεις, να διαλέξω κάποιες διαφορετικές ερμηνείες από τις ηχογραφήσεις εκείνης της εποχής και να αντικαταστήσω όργανα και ήχους που δεν ακούγονταν στ’ αφτιά μου σήμερα όπως θα άξιζε σ’ αυτά τα τόσο σημαντικά λαϊκά τραγούδια». Πόσο θεμιτό είναι να «πειράζει» ένας τραγουδιστής μια πρώτη εκτέλεση, έναν ιστορικό δίσκο; Ανεξάρτητα από το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, τα κόκαλα του «έσχατου ρεμπέτη» Ακη Πάνου μάλλον δεν έχουν πάψει να τρίζουν.
Οσοι τον περιμένουν στη γωνία θα τον επικρίνουν για το «καπέλωμα» που κάνει σε ό,τι τραγουδάει (δεν ακούς, για παράδειγμα, Καλδάρα, ακούς Νταλάρα) αλλά και για τις παρακινδυνευμένες μουσικές του παρεκκλίσεις (βλέπε λάτιν). «Αυτοί που είναι προσκολλημένοι στο λαϊκό τραγούδι, όπως το γνώρισαν μέχρι τώρα, μου απαγορεύουν να “παρεκκλίνω” και να ψάχνω για καινούργια πράγματα. Και αυτοί με τις καινούργιες ιδέες με αντιμετωπίζουν σαν σκουριασμένη χατζάρα του 1821» θα εξομολογηθεί στον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Ενίοτε προβαίνει σε αιφνιδιασμούς. Είναι εκείνος που μέσα στην παντοδυναμία της ιδιωτικής τηλεόρασης θα κάνει «Τα κατά Μάρκον» με τον Σταύρο Ξαρχάκο, ο ίδιος που το 1983 τηλεφώνησε (σε μια εμβρόντητη) Κατερίνα Στανίση και της είπε: «Σε άκουσα και θέλω να τραγουδήσουμε μαζί».
Είναι και άλλοι που τον αντιμετωπίζουν σαν το ναρκοβόλο της μουσικής βιομηχανίας. Εκείνοι που επιμένουν, ενδεχομένως με μια δόση υπερβολής, ότι «βύθισε κάμποσες καριέρες» και «πήρε τραγούδια από το στόμα συναδέλφων του». Οσοι υποστηρίζουν τα παραπάνω αναφέρουν την περίπτωση του Κώστα Σμοκοβίτη. Ο Κώστας Σμοκοβίτης (γνωστός από το «Καλημέρα ήλιε» που έγραψε ο Μάνος Λοΐζος και θα γινόταν γρήγορα το αγαπημένο μουσικό θέμα του ΠαΣοΚ) είναι εκεί, γύρω στο 1973-74, ένας ανερχόμενος λαϊκός τραγουδιστής, κάποιοι θα πουν, «ο νέος Νταλάρας», μάλλον επειδή η φωνή του βρίσκεται «στα ίδια πατήματα».
Ο ίδιος, σε πλείστες εκμυστηρεύσεις του προς τον μουσικό Τύπο, θα ισχυριστεί ότι η συνύπαρξή του με τον Νταλάρα στην ίδια εταιρεία θα γίνει η καλλιτεχνική επιτάφια πλάκα του. Μεταξύ άλλων, θα καταθέσει ότι χρησιμοποιήθηκε πολλάκις από τη Μinos ως «φόβητρο» του αναρριχούμενου Νταλάρα, ήτοι για να μην κάνει πολλά τσαλίμια στα καινούργια συμβόλαια. Για τον Κώστα Σμοκοβίτη, που τελικά έγινε υπάλληλος του ΟΤΕ, ο Νταλάρας δεν αφήνει κανέναν άλλο να σηκώσει κεφάλι: Οπως θα γράψει στο περιοδικό «Nτέφι» (τ. 5, 1983, σελ. 43): «Το Νοέμβρη του 1973 έπειτα από υπόδειξη της εταιρείας… πάω να δουλέψω στα Νέα Δειλινά μαζί με τον Νταλάρα. Καλλιτεχνικός διευθυντής ήταν ο Νίκος Λαβράνος, αλλά στην ουσία για όλα αποφάσιζε ο Νταλάρας. Εκείνη την εποχή με φωνάζει ο Κουγιουμτζής και μου λέει να πω στον καινούργιο δίσκο που ετοίμαζε το “Πουκάμισο το θαλασσί” και τα άλλα που είχε γράψει τότε. Από αφέλεια ζήτησα άδεια από τον Νταλάρα να φύγω από την πρόβα. “Τι έχεις, ρε; ” με ρώτησε. Κι εγώ του είπα ότι είχα πρόβα με τον Κουγιουμτζή να πω κάτι τραγούδια. Μετά από αυτό περιμένω να μου ξανατηλεφωνήσει ο Κουγιουμτζής, περιμένω, τίποτα. Παίρνω τον Θεοφίλου και αυτός μου λέει “Κώστα, χάλασε η δουλειά”! Δεν αργεί να βγει ο δίσκος με τα ίδια τραγούδια τραγουδισμένα από τον Νταλάρα».
Υπάρχουν, βέβαια, και αρκετοί που θα εξαργυρώσουν προς όφελός τους το καλλιτεχνικό αλισβερίσι με τον «θείο» (παρατσούκλι που του βγάζουν οι Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας). Μιλώντας στο BHmagazino, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας αναγνωρίζει ότι o ίδιος και οι Τερμίτες τού οφείλουν το μισό της ύπαρξής τους. «Αν δεν είχε βρεθεί ο Γιώργος ο Νταλάρας να κάνουμε το “Διδυμότειχο Βlues”, πιθανότατα σήμερα να μην έκανα αυτή τη δουλειά».
Ο πολιτικά ορθός «χρυσολαρυγγάς»
Τελικά ποιος είναι ο Γιώργος Νταλάρας; Αν μη τι άλλο, ένας από τους «χρυσολαρυγγάδες» (όπως αποκαλούσε ο Δημήτρης Ψαθάς τα είδωλα της μουσικής σκηνής με τα απίθανα μεροκάματα) που κατά τον Μάκη Μάτσα είχαν «και λαρύγγι και μυαλό». Οπως καταθέτει σήμερα ο πρόεδρος της Minos-Emi, τα θετικά στοιχεία του Νταλάρα είναι εκείνα ακριβώς που του αναγνωρίζουν και οι πλέον ορκισμένοι «εχθροί» του στη μουσική πιάτσα (και είναι κάμποσοι): «Σπουδαία φωνή, αυτό είναι το νούμερο ένα. Εργατικός εις το έπακρον. Πάντα ανήσυχος. Συνεπής μέχρι υπερβολής. Στο στούντιο τσακωνόμασταν συνέχεια, διότι συχνά η υπερβολική τελειομανία του τού αποστείρωνε το συναίσθημα. Ενώ το τραγούδι ήταν άψογο, στο τέλος με τις πολλές επαναλήψεις έχανε την ψυχή του. Του έλεγα “Γιώργο, μπορεί σε διαγωνισμό ορθοφωνίας και τονικής ορθότητας να πάρεις δέκα, αλλά από ψυχή θα πάρεις μηδέν”».
Τα μειονεκτήματά του, επίσης κοινό μυστικό: «Το πρώτο είναι η υπερβολική του αγάπη για καθετί καινούργιο που εμφανιζόταν στον ορίζοντα (είτε αυτός ήταν συνθέτης είτε στιχουργός κτλ.), κάτι που τον παρέσυρε σε υπερβολικές συμμετοχές στα πάντα και σε ένα ξόδεμα του κεφαλαίου που λέγεται “Γιώργος Νταλάρας”. Εξού και αυτό που είπαν κάποτε “Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας”. Το δεύτερο είναι η απόλυτη εισαγγελικότητα και οι αγκυλώσεις του, που τον αδίκησαν πραγματικά. Βέβαια αυτή την αυστηρότητα και τη σκληρότητά του τις εφάρμοζε πρώτα στον εαυτό του και στην οικογένειά του και μετά σε όλους τους άλλους. Ομως δεν είναι εύκολο για τον κάθε συνεργάτη που δίνει την ψυχή του για αυτόν να δεχθεί μια συμπεριφορά που έφτανε πολλές φορές στην αδικία».
Ο ίδιος έχει παραδεχτεί το στριφνόν του χαρακτήρα του. Το ευόργητον είναι επίσης γνωστό, κυρίως από τις θρυλικές συγκρούσεις του που πήραν τον δρόμο της Δικαιοσύνης. Ανάμεσά τους o «τσαμπουκάς» εις βάρος του στιχουργού Μανώλη Ρασούλη στις 19 Σεπτεμβρίου 1983 κατά τη διάρκεια συναυλίας του Διονύση Σαββόπουλου (τελικώς αθωώνεται από τις κατηγορίες της απλής σωματικής βλάβης, της εξύβρισης και της συκοφαντικής δυσφήμησης) αλλά και η επτάχρονη δικαστική διαμάχη με τον βιτριολικό Τζίμη Πανούση. Οι δημοσιογράφοι καταβάλουν προσπάθειες να μην τον εκνευρίσουν στη διάρκεια μιας συνέντευξης, οι παλιοί ήξεραν καλά πως αν τον εξαγρίωνες με ένα «άδικο» κείμενο δεν το είχε σε τίποτα να έρθει να σου ζητήσει τα ρέστα έξω από το γραφείο σου.
Λίαν ενδεικτική και η ιστορία που καταθέτει σήμερα στο ΒΗmagazino 29χρονος δημοσιογράφος που προτιμά να κρατήσει την ανωνυμία του: «Είμαστε μια παρέα 18χρονων και έχουμε αράξει μπροστά από το Γλυκύ στην Πλάκα. Είναι το 2001, που ο Νταλάρας εμφανίζεται ξανά στον Ζυγό. Ξαφνικά περνάει από μπροστά μας και κάποιος από την παρέα φωνάζει κοροϊδευτικά “Νταλάρας!”, εκείνος γυρνάει εκνευρισμένος, πάνε να πιαστούν στα χέρια. Εμείς φωνάζουμε στον δικό μας να κουλάρει, τελικά τους χωρίζουμε. Λίγο καιρό αργότερα εμείς, πάλι έξω από το Γλυκύ. Σκάει μύτη ο Νταλάρας με ένα μακρύ μαύρο παλτό και μια τσάντα περασμένη στον ώμο. Μου λέει εμένα: “Εσύ ήσουν ήρεμος, προσπάθησες να κατευνάσεις τα πνεύματα. Ελα μαζί μου”. Μας πηγαίνει (εμένα και έναν ακόμη της παρέας) στον Ζυγό. “Σήμερα ή αύριο”, λέει στον μετρ, “τα παιδιά θα έχουν τραπέζι κερασμένο από μένα. Πείτε πόσοι θα είστε”».
Τον περιγράφουν ως μοναχικό και απόμακρο («Μικρός ήμουν πολύ πιο ανοιχτός, αλλά οι μαχαιριές πισώπλατα ξεκίνησαν από νωρίς»), εργασιομανή (στα όρια του… ασκητισμού) καθώς ξενυχτάει μόνο για δουλειά και ανακοινώνει «αύριο θα είμαι πολύ κρυωμένος» όταν θέλει να αποφύγει μια κοσμική εκδήλωση. Ο Γιώργος Νταλάρας τα παίρνει όλα τοις μετρητοίς και ο αυτοσαρκασμός δεν είναι το πιο δυνατό του σημείο. Δεν παίζει ποτέ μουσική σε παρέες, ποτέ δεν βάζει μουσική στο σπίτι έτσι για να παίζει, έχει ένα απόλυτο αίσθημα καθήκοντος για τον εαυτό του. Δεν θα πει ποτέ «βαριέμαι» και θεωρεί προσόν του το ότι είναι για κάποιους πολύ βαρετός. Οι οικείοι του λένε ότι είναι διαρκώς alert. Ακόμη και όταν βλέπει τηλεόραση (συνήθως ντοκυμαντέρ του Discovery ή του History Channel) βρίσκεται σε εγρήγορση, δεν «χύνεται» ποτέ πάνω στον καναπέ. Εχει εμμονές. Τη θάλασσα, τις συλλογές (όπλα, σπαθιά, νομίσματα, πέτρες κ.ο.κ.), τα μαστορέματα (στη Νέα Υόρκη περνάει ώρες ολόκληρες στο κατάστημα Ηome Depot, σκαλίζοντας παξιμάδια και βίδες) και βέβαια την ταχύτητα (ο Λευτέρης Παπαδόπουλος δεν θέλει να θυμάται το “τετακέ” που του έκανε με το αυτοκίνητο ο Νταλάρας το 1970 στη Θεσσαλονίκη): «Εφαγε μεγάλο βρισίδι. Το 1992 πάλι που έπαθα ένα έμφραγμα, ταράχτηκε, καβάλησε τη μηχανή και έτρεχε σαν τρελός να έρθει να με δει στο νοσοκομείο. Σε κάτι λάδια ντελαπάρισε και τον πέταξε 100 μέτρα μακριά. Ηρθε να με δει έτσι όπως ήταν, γδαρμένος και καμένος από το σούρσιμο στο οδόστρωμα».
Ποιος από όλους τους Νταλάρες;
Στην ερώτηση ποιο είναι «για σας το άκρον άωτον της δυστυχίας;», ο «πάπας» της γαλλικής λογοτεχνίας Ζαν Πολάν είχε απαντήσει «Να είναι κανείς ευανάγνωστος». Υπό αυτό το πρίσμα, ο Γιώργος Νταλάρας, έπειτα από 45 χρόνια αδιάλειπτης έκθεσης, πάνω από 70 προσωπικούς δίσκους (το 2012 κυκλοφόρησε έναν ακόμη με τίτλο «Τι θα πει έτσι είναι») και πάνω από 14 εκατομμύρια πωλήσεις, μπορεί άνετα να θεωρεί εαυτόν πλέοντα σε πελάγη ευτυχίας. Ακόμη και αυτοί που τον γνωρίζουν καλά επιμένουν ότι σπάνια μπορείς να διαπεράσεις την επιφάνεια και να ψηλαφήσεις τα πιο κάτω στρώματα, πόσω μάλλον να βρεις ρωγμές. «Ενώ τον πλησιάζεις εύκολα, μόλις χωρίσεις από εκείνον έχεις την εντύπωση ότι μιλούσες με κάποιον άλλον» είχε πει κάποτε ο στιχουργός Μάνος Ελευθερίου.
Ισως κάτω από τη μεσαιωνική πανοπλία της άφθαρτης φωνής και εικόνας να κρύβεται η αλήθεια. Αν αφαιρέσεις τον θώρακα και τις περικνημίδες μπορεί να βρεις έναν «συστημικό» καλλιτέχνη-πρωταθλητή που βγήκε στο «μεϊντάνι» για να τα σαρώσει όλα. Αν, πάλι, πετάξεις και την περικεφαλαία, μπορεί να βρεις από κάτω έναν μικρό Νταράλα να παλεύει σκυλίσια να σταθεί πολύ ψηλότερα από όσο τού επέτρεψαν ποτέ η τάξη, η μόρφωση και η οικογένειά του. Και οι δύο, πάντως, κάποια βράδια ξυπνάνε μέσα σε ένα παγωμένο δωμάτιο.