Η λεηλασία πολιτιστικών θησαυρών, η αρχαιοκαπηλία, το παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων είναι παγκόσμια προβλήματα, που δεν γνωρίζουν εποχές ή τόπους, ούτε περιορίζονται σε συγκεκριμένους τύπους αρχαιολογικών θησαυρών. Δεν πρόκειται λοιπόν για κινδυνολογία ή υπερβολή όταν διεθνώς εκφράζονται ανησυχίες για την μάστιγα της λεηλασίας αρχαιοτήτων.

Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε αμερικανική έρευνα που διοργανώθηκε ηλεκτρονικά από την Blythe Bowman Proulx, επίκουρη καθηγήτρια του ποινικού δικαίου στην Σχολή Λ. Ντάγκλας Γουάιλντερ στο Virginia Commonwealth University. Η καθηγήτρια συνέλλεξε πληροφορίες μέσω ενός ερωτηματολογίου που είχε αποσταλεί σε περισσότερους από 14.400 αρχαιολόγους πεδίου σε όλο τον κόσμο. Ο στόχος ήταν να κατατεθεί η προσωπική εμπειρία των αρχαιολόγων όσον αφορά λεηλασίες σε αρχαιολογικούς χώρους, έτσι ώστε να δημιουργηθεί μία όσο το δυνατόν σαφέστερη εικόνα για τη φύση, την γεωγραφική έκταση και τη συχνότητα των λεηλασιών και των καταστροφών σε τοπικό και παγκόσμιο πλαίσιο.

Παρ΄ ότι τελικά οι απαντήσεις ήταν μόνον 2.358, τα συμπεράσματα ήταν άκρως ενδιαφέροντα: Λεηλασία αρχαιοτήτων γίνεται στο 87% των 118 χωρών που συμμετείχαν. Οι περισσότεροι ερωτηθέντες (97,9%) ανέφεραν, ότι η καταστροφή αυτή συμβαίνει στην ευρύτερη περιοχή στην οποία πραγματοποιήθηκε επιτόπια έρευνα ενώ το 78,5% είπε, ότι είχε και προσωπική επιτόπια εμπειρία από λεηλασίες.

«Ο αρχαιολόγοι είναι σε θέση να παρατηρήσουν τις λεηλασίες από πρώτο χέρι γιατί το επίκεντρο της δουλειάς τους είναι αρχαιολογική έρευνα, η ανασκαφή, η μελέτη ή η διατήρηση των θέσεων και η διαχείρισή τους», επισημαίνει η Proulx στην έκθεσή της. Και καταλήγει: «Σύμφωνα με αρχαιολόγους και ιστορικούς η λεηλασία των αρχαιολογικών χώρων δεν είναι σημαντική τόσο για την απώλεια των ίδιων των αντικειμένων όσο για την απώλεια των πληροφοριών σχετικά με τους πολιτισμούς ή οικισμούς που αντιπροσωπεύουν, καθώς η πραγματική αξία των αρχαιοτήτων που λεηλατήθηκαν έχει να κάνει κυρίως με το πλαίσιο ή τον αρχαιολογικό χώρο όπου βρέθηκαν».