πολιτισμός: Οταν ο Σεφέρης συνάντησε τον Ελιοτ

Τιμώντας τον Σεφέρη με το βραβείο Νομπέλ το 1963 η Σουηδική Ακαδημία, λέει η κοινοτοπία, τιμούσε στο πρόσωπό του τη νεοελληνική λογοτεχνία.

Τιμώντας τον Σεφέρη με το βραβείο Νομπέλ το 1963 η Σουηδική Ακαδημία, λέει η κοινοτοπία, τιμούσε στο πρόσωπό του τη νεοελληνική λογοτεχνία. Πενήντα χρόνια αργότερα, αυτή παραμένει μισή αλήθεια, αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη του πως εκείνη την εποχή το έργο του Καζαντζάκη ήταν πασίγνωστο διεθνώς και του Καβάφη συγκαταλεγόταν από καιρό στα μεγάλα επιτεύγματα της παγκόσμιας ποίησης του 20ού αιώνα. Τι άλλο λοιπόν σηματοδοτούσε τότε –και ίσως περισσότερο σήμερα –η βράβευση αυτή; Πρώτον, την παγκόσμια αναγνώριση του έργου ενός από τους βασικούς ποιητές του μοντερνισμού και, δεύτερον, τη συμβολή του σε ένα κίνημα που σημάδεψε την παγκόσμια λογοτεχνία.
Κατά συνέπεια, είναι παραπειστικός ο ισχυρισμός πως ο Σεφέρης αποτελεί την ελληνική εκδοχή του Τ. Σ. Ελιοτ. Οταν μιλάμε για την επίδραση που είχε το έργο του Ελιοτ στον Σεφέρη δεν πρέπει να ξεχνούμε εκείνο που έλεγε ο τελευταίος: «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας». Και να το προεκτείνουμε επιπλέον, γιατί «παιδιά πολλών ανθρώπων» είναι και τα λόγια του Ελιοτ, στο ποιητικό έργο του οποίου οι ξένοι στίχοι είναι συγκριτικά πολύ περισσότεροι από ό,τι στο αντίστοιχο του Σεφέρη.
Θα έλεγα ακόμη ότι και η μοντερνιστική αρχή «κάν’ το καινούργιο», όπως τη διατύπωσε ένας άλλος κορυφαίος του κινήματος, ο Εζρα Πάουντ, δεν αποδίδει την ουσία του σεφερικού επιτεύγματος, όπου η κίνηση στο παρελθόν και η οικειοποίηση της παράδοσης γίνονται με έναν τρόπο απολύτως φυσικό, σχεδόν όπως αναπνέει κανείς. Ας θυμίσω επιπλέον πως και την αρχή «κάν’ το καινούργιο» τη διατύπωσε πριν από 25 αιώνες ο Κομφούκιος.
Για τις ομοιότητες του Σεφέρη και του Ελιοτ έχουν γραφτεί σελίδες επί σελίδων. Ο επαρκής αναγνώστης, όμως, αν θέλει να ψάξει για ουσιαστικές αναλογίες, θα τις βρει στην αισχυλική Ορέστεια. Η σχέση του Σεφέρη με το αρχαίο δράμα είναι πολύ βαθύτερη από την αντίστοιχη με τους μοντερνιστές –γιατί είναι βιωματική. Ο ποιητής ήταν μοντερνιστής επειδή εξαρχής σχεδόν είχε συνειδητοποιήσει πως έφερε πίσω του ολόκληρη την ελληνική παράδοση, η πληρότητα της οποίας ήταν τέτοια που του επέτρεπε να οικειοποιηθεί όσα συνέβαιναν στον διεθνή χώρο και ήταν συμβατά με το περιεχόμενό της –και βεβαίως με τα προσωπικά του βιώματα.
Δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε άνευ σημασίας το ότι, ενώ λ.χ. ο Ελιοτ μιλούσε για «μυθική μέθοδο», ο Σεφέρης έδινε τον τίτλο Μυθιστόρημα στην τρίτη –και από τις καλύτερες –ποιητική συλλογή του. Η διαφορά είναι σημαντική γιατί είναι διαφορά συνείδησης. Ο Σεφέρης αισθανόταν ότι ανήκε σε μια αφήγηση που, ενώ εκτεινόταν σε τεράστιο βάθος χρόνου, μπορούσε να αποκτήσει συνοχή μόνο μέσω της βιωματικής της μεταστοιχείωσης –κι αυτό είναι το μεγάλο επίτευγμά του.
Η ενότητα του έργου του παραμένει αξιοθαύμαστη. Τα ποιήματα, οι μεταφράσεις, τα δοκίμια και φυσικά τα ημερολόγιά του συνιστούν ένα όλον ενιαίο και συμπαγές –και δεν θα δίσταζε κάποιος να υποστηρίξει πως αντίστοιχο παράδειγμα στη νεοελληνική λογοτεχνία δεν έχουμε. Ακόμη και τα κατά τεκμήριο περιστασιακά κείμενά του ή και τα σατιρικά και τα παιγνιώδη στιχουργήματά του έχουν οργανικό χαρακτήρα και αποτελούν συστατικά της ίδιας αφήγησης. Και να σκεφθεί κανείς ότι κάθε νέα ποιητική συλλογή του είναι διαφορετική από την προηγούμενη.
Μολονότι τα μοτίβα του είναι σταθερά και αναγνωρίσιμα, ο Σεφέρης πουθενά δεν επαναλαμβάνεται χωρίς να μετατοπίσει την οπτική γωνία, δηλαδή να αλλάξει ελαφρώς μεν αλλά καθαρά το πεδίο της μεταφοράς, όπου όμως η προσωπική και η ιστορική μνήμη, το ατομικό και το συλλογικό βίωμα είναι άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους. Είναι ποιητής της φθοράς αλλά μέσα από τη φθορά αυτή αντλεί τη δύναμη που προκαλεί το βαθύ αίσθημα της διάρκειας, το οποίο σφραγίζει την ιστορική στιγμή όπως το απαιτεί η μνήμη των απόντων και η αίσθηση της παρουσίας τους.
Ο Τελευταίος σταθμός, η Σαλαμίνα της Κύπρος ή ο Βασιλιάς της Ασίνης είναι από τα πιο εμβληματικά επιτεύγματα της ευρωπαϊκής ποίησης του 20ού αιώνα, ενώ όλο το Μυθιστόρημα θα μπορούσαμε να το θεωρήσουμε ένα είδος προλεγόμενων για μια από τις πλέον φιλόδοξες ποιητικές συνθέσεις του Μεταπολέμου, τον Ομηρο του νομπελίστα Ντέρεκ Γουόλκοτ, ο οποίος πιο μπροστά, στο ποίημά του Από τόσο μακριά (1980), απευθύνεται στον Σεφέρη ως κατ’ εξοχήν ποιητή μέσω του οποίου συνομιλεί όχι μόνο με την αρχαιότητα αλλά και με το ίδιο το κίνημα του μοντερνισμού. Ο Γουόλκοτ έλεγε ότι ο ρυθμός της Οδύσσειας είναι ο ρυθμός των κουπιών. «Ξαναγυρίσαμε με τα σπασμένα μας κουπιά» γράφει ο Σεφέρης στο Μυθιστόρημα, γι’ αυτό και ο Στάθης Γουργουρής πολύ σωστά υποστηρίζει πως ο Ομηρος είναι ένα υπερμεγεθυσμένο Μυθιστόρημα.
Ο Σεφέρης ήταν προσεκτικός και στην τέχνη και στη ζωή του και, όπως έλεγε ο Γ. Π. Σαββίδης, τίποτε δεν άφηνε στη μέση αυτός ο μάστορας. Τη δήλωσή του εναντίον της δικτατορίας των συνταγματαρχών την έκανε το 1968 μέσα στη χώρα του –και όχι στο Πρίνστον, όπου βρισκόταν λίγους μήνες νωρίτερα. Γι’ αυτό και χιλιάδες Ελληνες τον συνόδευσαν τρία χρόνια αργότερα στην τελευταία του κατοικία αψηφώντας τις δυνάμεις καταστολής που είχε αναπτύξει το καθεστώς κατά μήκος της διαδρομής από την εκκλησία του Σωτήρος στην οδό Κυδαθηναίων ως το Πρώτο Νεκροταφείο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.