Τα οικονομικά μοντέλα δεν είναι πάντοτε σωστά

Στα τέλη του 2008, κατά τη διάρκεια επίσκεψής της στη London School of Economics, η βασίλισσα Ελισάβετ απηύθυνε στους οικονομολόγους την εξής ερώτηση: γιατί δεν είδε κανείς την κρίση να έρχεται;

Στα τέλη του 2008, κατά τη διάρκεια επίσκεψής της στη London School of Economics, η βασίλισσα Ελισάβετ απηύθυνε στους οικονομολόγους την εξής ερώτηση: γιατί δεν είδε κανείς την κρίση να έρχεται; Τέσσερα χρόνια αργότερα, η επανειλημμένη αποτυχία των οικονομικών αναλυτών να προβλέψουν το βάθος και τη διάρκεια της ύφεσης θα μπορούσε να προκαλέσει μια παρόμοια απορία της βασίλισσας: γιατί υπερεκτιμήθηκε η προοπτική ανάκαμψης;
Οι προβλέψεις είναι αναπόφευκτα ανακριβείς: πάρα πολλά πράγματα συνέβησαν ώστε να είναι σε θέση κανείς να τα προβλέψει όλα. Ετσι οι προσωπικές κρίσεις και οι εικασίες αποτελούσαν ένα αναπόφευκτο μέρος των «επιστημονικών» οικονομικών προβλέψεων.
Είναι όμως άλλο πράγμα η ανακρίβεια και άλλο η συστηματική υπερεκτίμηση της οικονομικής ανάκαμψης στην Ευρώπη. Πράγματι, τα στοιχεία έχουν αναθεωρηθεί επανειλημμένως, ακόμη και σε σύντομο χρονικό διάστημα, δημιουργώντας ισχυρές αμφιβολίες για την εγκυρότητα των οικονομικών μοντέλων που χρησιμοποιούνται. Τα μοντέλα αυτά αλλά και τα θεσμικά όργανα που τα χρησιμοποιούν βασίζονται σε μια ολοκληρωμένη θεωρία της οικονομίας που τους δίνει τη δυνατότητα να «υποθέτουν» ορισμένες σχέσεις. Σε αυτές τις υποθέσεις πρέπει να αναζητηθεί η πηγή των σφαλμάτων.
Μπορούμε να ξεχωρίσουμε δύο βασικά λάθη. Πρώτον, τα μοντέλα που χρησιμοποιούνται απ’ όλους τους οργανισμούς υποτίμησαν δραματικά τον δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή: την επίδραση των μεταβολών των δημοσίων δαπανών στην παραγωγή. Δεύτερον, υπερεκτίμησαν το κατά πόσον η ποσοτική χαλάρωση (quantitative easing), δηλαδή η εκτύπωση χρήματος, θα μπορούσε να αντισταθμίσει τη δημοσιονομική συρρίκνωση.
Ως πρόσφατα το ΔΝΤ βασιζόταν στον δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή του 0,6: για κάθε 1 ευρώ περικοπής των κρατικών δαπανών η συρρίκνωση του ΑΕΠ υπολογίζεται σε 60 λεπτά. Αυτή η παραδοχή προϋποθέτει τη «ρικαρδιανή ισοδυναμία»: οι δημόσιες δαπάνες χρηματοδοτούμενες από το δημόσιο χρέος υποσκελίζουν εν μέρει τις ιδιωτικές δαπάνες, καθώς αδυνατίζουν τις προσδοκίες και την εμπιστοσύνη των οικονομικών παραγόντων.
Αν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις προβλέπουν αύξηση των φόρων στο μέλλον, ως αποτέλεσμα του κρατικού δανεισμού σήμερα, θα μειώσουν την κατανάλωση και τις επενδύσεις τους αναλόγως. Από την οπτική αυτή, αν η δημοσιονομική πολιτική ανακουφίζει τα νοικοκυριά από το βάρος των μελλοντικών φορολογικών αυξήσεων, τότε αυτά θα αυξήσουν τις δαπάνες τους.
Αυτό μπορεί να επαληθευθεί σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Οταν όμως υπάρχει πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα της οικονομίας, οι πόροι που «ελευθερώνονται» από τη λιτότητα του δημοσίου τομέα μπορεί απλά να πάνε χαμένοι. Τελικά οι διεθνείς οργανισμοί, όπως το ΔΝΤ, παραδέχθηκαν ότι υποτίμησαν τον δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή.
Η διπλή αστοχία είχε πολλαπλασιαστική επίδραση. Αν οι αρνητικές συνέπειες της λιτότητας στην οικονομική ανάπτυξη είναι μεγαλύτερες απ’ ό,τι είχε υπολογιστεί αρχικά και η θετική επίδραση της ποσοτικής χαλάρωσης είναι πιο αδύναμη, τότε το μείγμα τακτικής που ευνοήθηκε από σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ήταν εξαιρετικά λανθασμένο. Υπάρχουν πολύ μεγαλύτερα περιθώρια για δημοσιονομική ώθηση ώστε να τονωθεί η ανάπτυξη και πολύ μικρότερα περιθώρια για νομισματική ώθηση.
Ολα αυτά φαντάζουν αρκετά τεχνικά, αλλά έχουν μεγάλη σημασία για την ευημερία του πληθυσμού. Ολα αυτά τα μοντέλα υποθέτουν τα αποτελέσματα των εφαρμοζόμενων πολιτικών. Η επίμονη υπεραισιοδοξία σχετικά με τις επιπτώσεις αυτών των πολιτικών στην οικονομική ανάπτυξη δίνει το περιθώριο στις κυβερνήσεις να υποστηρίζουν ότι οι λύσεις τους λειτουργούν, ακόμη και όταν είναι σαφές ότι δεν συμβαίνει αυτό. Πρόκειται για μια επώδυνη εξαπάτηση. Oι αναλυτές θα πρέπει επιτέλους να αναρωτηθούν αν οι θεωρίες της οικονομίας πάνω στις οποίες στηρίζονται τα μοντέλα τους παραμένουν σωστές.
O κ. Robert Skidelsky είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Warwick.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.