Ο μέγας λιμός στον οποίο καταδικάστηκε από τις γερμανικές δυνάμεις Κατοχής ο ελληνικός πληθυσμός, ιδιαιτέρως τις χρονιές 1941-1942, όταν επεκράτησε ένας ασυνήθιστος για τα ελληνικά δεδομένα δριμύς χειμώνας, περιγράφεται ανάγλυφα στα μηνιαία δελτία πληροφοριών που συνέτασσε η πρεσβεία μας στην Αγκυρα ως πλησιέστερη Αρχή στην κατεχόμενη Ελλάδα. «Τίθεται ζήτημα μέλλοντος φυλής» έγραφε ο έλληνας πρέσβης Ραφαήλ Ραφαήλ και συμπλήρωνε πως «πάσα παρερχομένη ημέρα πληγώνει βαθύτερον την αιμάσσουσαν Ελλάδα» (Δελτίο υπ’ αρ. 5, Νοέμβριος 1941).
Η εκτίμηση ότι κινδύνευε από αφανισμό «η ελληνική φυλή», όπως αναγράφεται σε ένα από τα Δελτία Πληροφοριών της Αγκυρας, δεν είναι υπερβολική αν ενδιατρίψει κανείς στο πλήθος των στοιχείων που επιπίπτουν καταιγιστικώς στον αναγνώστη. Η εικόνα στο κέντρο της Αθήνας ζοφερή: «Τραυματίες πολέμου περιφέρονται ρακένδυτοι και ανυπόδητοι εις τους δρόμους. Η επωδός των: ανάθεμα εις τους προδότας! Εννοούντες την Κυβέρνησιν Τσολάκογλου. Οι εξ αυτών παραμένοντες κλινήρεις στερούνται και αυτών των στοιχειωδεστέρων περιποιήσεων…» (Α’ Δελτίον –Αύγ. 1941). Ιδια τύχη είχε και ο πληθυσμός, ιδιαίτερα των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων, καθώς «η πλεονεξία των Γερμανών» να αφαρπάσσουν τεράστιες ποσότητες τροφίμων, τις οποίες και εξήγαν στη συνέχεια προς όφελος του γερμανικού λαού στη χώρα τους, καταδίκασε ένα ολόκληρο έθνος, το ελληνικό, σε «θάνατο εξ ασιτίας» (όπ.π.). «Αι λιποθυμίαι εξ ασιτίας είναι καθημερινόν θέαμα εις τας οδούς των Αθηνών, η δε κατάστασις των παιδιών είναι ανεκδιήγητος».
Στην ίδια έκθεση γίνεται λόγος για γονείς που έφθασαν στο σημείο να εγκαταλείπουν τα παιδιά τους γιατί δεν άντεχαν να τα βλέπουν να πεθαίνουν από έλλειψη τροφής, ακόμη και για γυναίκες που κατέφευγαν στην πορνεία «ίνα δυνηθώσιν να διασώσωσι την ζωήν των τέκνων των». Τα δημόσια συσσίτια μέσω 168 κέντρων διανομής δεν ήταν άλλο από «έν πινάκιον ζωμού εξ απλού ύδατος, περιέχοντος μόνον κολοκύνθους». Το γάλα, 50 μόλις δράμια, δινόταν μόνο για μωρά κατόπιν ιατρικής συνταγής, αλλά και αυτό, που οι Ιταλοί «επιθυμούντες να υπογραμμίσωσι την διαφοράν μεταξύ αυτών και των Γερμανών έφερον εσχάτως σε κυτία συμπεπυκνωμένου γάλακτος προς διανομήν μεταξύ των πτωχοτέρων τάξεων», αναφερόταν ότι οι Γερμανοί το επέταξαν «καθ’ ολοκληρίαν δια ιδίας αυτών ανάγκας» (όπ.π.). Η πρόθεση προφανής, μέρος ενός σχεδίου εξοντώσεως του πληθυσμού που συμπληρωνόταν με το χάος που επικρατούσε με εκατοντάδες συσσωρευμένα πτώματα στο κράσπεδο της οδού Μασσαλίας όπου βρισκόταν το νεκροτομείο της πανεπιστημιακής σχολής: «Τελειόφοιτος της Ιατρικής, άρτι αναχωρήσας εξ Αθηνών», έγραφε ο πρεσβευτής Ραφαήλ από την Αγκυρα, «κάνει λόγο για δεκάδες πτώματα παραμένοντα προς εκφόρτωσιν σχηματίζοντα ρυάκια αίματος, εξερχομένων εκ του στόματός των». Την κατάσταση χειροτέρευε ο δριμύς χειμώνας –«ουδέποτε εις τας Αθήνας ο χειμών ήτο τόσο βαρύς» –με τη θερμοκρασία τρεις βαθμούς υπό το μηδέν, να χιονίζει επί σειρά ημερών και τις περικοπές ηλεκτρικού ρεύματος συνεχείς, κατόπιν οδηγιών των ναζί…
Μαυραγορίτες και επαίτες
Μέσα σ’ ένα ζοφερό κλίμα όπως αυτό, η μαύρη αγορά κυριολεκτικώς εμαίνετο. Το κρέας, προς 40 δραχμές η οκά για τις ανάγκες ξένων υπηκόων (δηλαδή των Γερμανών και των Ιταλών που σύχναζαν στα εστιατόρια «Zonar’s», «Κωστής» και «Πάνθεον»), για την εξυπηρέτηση των οποίων λειτουργούσε ειδική κρατική υπηρεσία, μετεπωλείτο προς 400 δρχ.!
Ενδεικτική της διαφοράς στις τιμές ειδών πρώτης ανάγκης, που βεβαίως ο στρατός κατοχής και οι φίλα προσκείμενοι αγόραζαν σε τιμές διατίμησης, ήταν η τιμή σίτου που στον Νομό Πέλλας επωλείτο προς 55 δρχ. η οκά, στη Θεσσαλονίκη 70-80 δρχ. και στην Αθήνα 250-300 δρχ.! Το σαπούνι έφθασε να πωλείται 600 δρχ. την οκά, η ζάχαρη 1.200, ο καφές 800, αντιστοίχως, ενώ ένα δοχείο βενζίνης έφθασε να πωληθεί αντί 8.000 δρχ.!
Το «Ελεύθερον Βήμα» της 2ας Δεκεμβρίου του ιδίου έτους αναφερόταν σε έκδοση αγορανομικής διατάξεως που όριζε ακόμη και το μενού των εστιατορίων αλλά και τον αριθμό μερίδων. Συνοπτικά αναφέρεται ότι κατ’ άτομον διετίθετο, ακόμη και για όσους διέθεταν χρήματα, μόνο μία μερίδα (σούπα ή κρέας με γαρνιτούρα μόνο Σάββατο και Κυριακή), αλλά απαγορευόταν η χρήση γαλακτοκομικών και αβγολέμονου, με εξαίρεση τη σούπα τραχανά.
Οσοι διέθεταν τιμαλφή, ιδίως κοσμήματα, αλλά και έπιπλα, γραφομηχανές, χαλιά, ζωγραφικούς πίνακες κ.ά., τα αντήλλασσαν με τρόφιμα για να επιζήσουν. Οπως σήμερα, έτσι και τότε ανεφύησαν από το πουθενά επιχειρήσεις για την εκποίησή τους με επονομασίες όπως «Μεταπωλητής» ή «Εσωτερική Οργάνωσις Μεταπωλήσεων και Εμπορομεσιτειών» (εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα», φύλλο 26ης Νοεμβρίου 1941).
Το οξύμωρο είναι ότι, ενώ ο στρατός κατοχής ευλογούσε το παρεμπόριο από το οποίο απεκόμιζε κέρδη, κατηγορούσε μέσα από το έντυπό του, τη γερμανική εφημερίδα «Donauzeitung» που εκδιδόταν στην Αθήνα, τους Ελληνες που επιδίδονταν σε αυτό! Εκανε γι’ αυτό αναφορά «σε εχθρούς του λαού», έστηνε δικαστήρια και έφθανε να κατηγορεί ακόμη και φαρμακοποιούς που πουλούσαν «κρυφίως τομάτες, ενώ αι προθήκαι των λαχανοπωλείων παραμένουν κεναί…».
Βεβαίως, την ίδια στιγμή, όπως έγραφε το «Ελεύθερον Βήμα», οι Γερμανοί προχωρούσαν σε δέσμευση ολόκληρης την παραγωγής ελαίου της Μυτιλήνης που προοριζόταν για εξαγωγή στη Γερμανία ή προχωρούσαν σε γκανγκστερικές ενέργειες, όπως εκείνη της 29ης Αυγούστου 1941, όταν «κατά τη στιγμή διανομής γάλακτος για βρέφη στο Παγκράτι, ενεφανίσθη αυτοκίνητον με 5 Γερμανούς στρατιώτας, οι οποίοι ήρπασαν τα κιβώτια και εξηφανίσθησαν» (αρ. Δελτίου 3).
Εν τω μεταξύ, το «Ελεύθερον Βήμα» μιλούσε για επικίνδυνα αυξανόμενο αριθμό επαιτών με χωρική ενδυμασία, ιδία τυφλών. Κατέληγε δε ότι μάλλον επρόκειτο «περί ωργανωμένης επαιτείας εκ μέρους επιτηδείων, οίτινες περισυλλέγοντες εκ πάσης γωνίας ηδικημένους εκ της φύσεως υπάρξεις εμπορεύονται την επαιτείαν των». Αλλως δεν εδικαιολογείτο ο αριθμός εκατοντάδων τυφλών στην πρωτεύουσα…
Πράξεις αντίστασης του λαού
Η αντίσταση του λαού συνεχίστηκε, παρά την πείνα που τον θέριζε, και στον επισιτιστικό τομέα. Ετσι, σύμφωνα με πληροφορίες της πρεσβείας μας στην Αγκυρα, στην Κρήτη «οι κάτοικοι έχυσαν το ελαιόλαδόν των διά να μη περιέλθη εις τους Γερμανούς», ενώ στην Πέλλα οι αγρότες έκαψαν τα σιτηρά τους για τον ίδιο σκοπό. Παρόμοιες ενέργειες έγιναν και αλλού. Μόνη εξαίρεση η Μύκονος. Σύμφωνα με πληροφορίες της πρεσβείας μας, «η νήσος, κατεχομένη υπό των Ιταλών» ενεφάνιζε επάρκεια τροφίμων. «Ευρίσκει τις τα πάντα: κρέας, κριθήν, όσπρια κλπ. ενώ τα ωά διατιμώνται 6 δραχμάς έκαστον».
Και ενώ ο λαός δοκιμαζόταν σκληρά, σχηματίζοντας
«στρατιά πειναλέων, ωχρών και τρεμουσών υπάρξεων γυναικών, γερόντων και παιδιών», ο Τσολάκογλου ευχαριστούσε τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής για την εισαγωγή… τροφίμων από τη Βουλγαρία!
Διάλογος ναζί στο «Zonar’s»
«Θα τους αφήσομε μόνον νερό και αέρα!»Η ιστορική στήλη του Βήματος στο inbox σου
Γίνε μέλος του καθημερινού newsletter που αποκαλύπτει όσα συμβαίνουν στο πολιτικό παρασκήνιο και απόκτησε πρόσβαση σε αποκλειστικό περιεχόμενο. Στο «4ο Δελτίον Πληροφοριών» αναφέρεται ο εξής διάλογος δύο γερμανών αξιωματικών στο ιστορικό ζαχαροπλαστείο «Zonar’s» που ήταν το στέκι υψηλόβαθμων ναζί.
(ο πρώτος) «Οσο βλέπω ότι εξαιτίας του ατίμου ελληνικού λαού κινδυνεύομε να χάσομε το παιχνίδι, μου έρχεται να βγάλω το περίστροφο και να τους καθαρίσω όλους!».
(ο δεύτερος) «Δεν τους βλέπεις πώς κατήντησαν; Θα πεθάνουν μόνοι τους…».
Ετερος Γερμανός φέρεται ειπών επιγραμματικώς:
«Θα τους αφήσομε μόνον νερό και αέρα!». Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι ιστορικός, πρεσβευτής σύμβουλος Α’ στο υπουργείο Εξωτερικών. ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ