Σε έναν κόσμο όπου οι περισσότεροι από εμάς ήρθαμε από κάπου αλλού, καμιά φορά ένας άγνωστος μπορεί να σου δείξει από πού ήρθες. Στο κέντρο του Βερολίνου, την άνοιξη του 2012, ανέβηκα στη σκηνή του θεάτρου Babylon και άρχισα να λέω ιστορίες για τη ζωή μου. Ημουν αγχωμένος. Είμαι πιστός μουσουλμάνος και δεν ήξερα πώς θα αντιδρούσε το γερμανικό κοινό απέναντι σε έναν περίεργο, τριχωτό, μαυριδερό τύπο.
Μίλησα για το πώς, ως παιδί, όταν πήγαινα σπίτι έναν έλεγχο με βαθμό 95% ο πατέρας μου ρωτούσε: «Γιατί δεν είναι 100%; Αν δεν τεμπέλιαζες, θα έπαιρνες 100%!». Μια παλαιά ιστορία, ίσως, αλλά βγάζει ακόμη γέλιο.
Συνεχίζει να με τρελαίνει γιατί συνεχίζει να το κάνει.
Εδωσα μια συνέντευξη στην Κριστιάν Αμανπούρ του CNN μετά την πρεμιέρα του ντοκυμαντέρ «30 τζαμιά σε 30 ημέρες», μια καταγραφή των μουσουλμάνων που ένας φίλος κι εγώ συναντήσαμε στα ταξίδια μας και στις 50 Πολιτείες των ΗΠΑ. Ο πατέρας μου μού έστειλε το εξής e-mail μετά την εκπομπή: «Πολύ καλά, είμαι υπερήφανος για σένα. Αλλά γιατί δεν φόρεσες γραβάτα; Το κούρεμά σου σε κάνει να μοιάζεις με έμπορο ναρκωτικών. Tουλάχιστον να μοιάζεις με έμπορο ναρκωτικών που ξέρει να ντύνεται!».
Ο πατέρας μου είναι 67 ετών και άρρωστος, αλλά αρνείται πεισματικά να πάρει σύνταξη, όσο σκληρά και αν προσπαθούμε οι τέσσερις αδελφοί μου και εγώ να τον κάνουμε να χαλαρώσει. Η ιστορία του μοιάζει με εκείνη εκατομμυρίων μεταναστών σε όλον τον κόσμο που ξέφυγαν από τη φτώχεια, δικτατορίες και άλλες φοβερές συνθήκες διαβίωσης για να χαρίσουν μια καλύτερη ζωή στα παιδιά τους.
Η Αμερικανική Στατιστική Υπηρεσία ανέφερε τον Μάιο ότι για πρώτη φορά περισσότερα από τα μισά παιδιά που γεννιούνται στις ΗΠΑ ανήκουν σε κάποια μειονότητα. Τι σημαίνει αυτό; Απλό: όλο και περισσότεροι άνθρωποι έρχονται σ’ αυτή τη χώρα για να εργαστούν σκληρά επειδή αγαπούν την οικογένειά τους, όπως ο πατέρας μου τη δική του. Γιατί, λοιπόν, συνεχίζουμε να χρησιμοποιούμε τον όρο «μειονότητες»;
Οι συντηρητικοί μπορεί να αντιδράσουν σ’ αυτές τις στατιστικές με ξενοφοβικό τρόμο. Μερικοί από αυτούς τους ίδιους ανθρώπους, όταν μιλούν για άλλα ζητήματα, λένε ότι καταρρέει η δομή της παραδοσιακής οικογένειας –τη στιγμή που είναι περιτριγυρισμένοι από μετανάστες που έρχονται σ’ αυτή τη χώρα ακριβώς για να διατηρήσουν την οικογένειά τους.
Οταν ανεβαίνω στη σκηνή διηγούμαι πάντα την ιστορία του πατέρα μου. Ο πόνος που αισθάνομαι για την κλονισμένη υγεία του μετριάζεται από τον απέραντο θαυμασμό που έχω για την ηθική του ως προς την εργασία. Με παρηγορεί το κοινό όταν συνειδητοποιώ ότι δεν είμαι ο μόνος που έχει να διαχειριστεί μια τέτοια ιστορία.
Ο μπαμπάς μου σπούδασε στην Ινδία παίρνοντας πτυχίο πολιτικού μηχανικού γιατί ονειρευόταν να σχεδιάσει γέφυρες και δρόμους. Απέρριψε μια βολική δουλειά σε ηλεκτρική εταιρεία της Ινδίας όταν πήρε το πτυχίο του. Ηθελε να πάει στην Αμερική να βρει καλύτερες ευκαιρίες. Μετακόμισε στο Σικάγο για να συνεχίσει τις σπουδές πολιτικού μηχανικού. Εργάστηκε σε ένα εργοστάσιο όπου συναρμολογούσε μηχανήματα. Πληρωνόταν 240 δολάρια την εβδομάδα. Παρακολουθούσε μαθήματα την ημέρα και εργαζόταν δεκάωρες βάρδιες στο εργοστάσιο τη νύχτα. Αυτό έκανε επί μήνες.
Υστερα ανακάλυψε ότι ο φίλος του που εργαζόταν στα Dunkin Donuts κέρδιζε 250 δολάρια την εβδομάδα. Αυτά τα 10 παραπάνω δολάρια σήμαιναν 10 δολάρια περισσότερα την εβδομάδα για να στέλνει στη μητέρα του και στον αδελφό του στην Ινδία. Παραιτήθηκε από το εργοστάσιο για να δουλέψει στα Dunkin Donuts. Αφού κράτησε ακροβατικές ισορροπίες με τις βάρδιες στα Dunkin Donuts και τα μαθήματα για το μάστερ επί έναν χρόνο, του προσφέρθηκε μια θέση μάνατζερ και η ευκαιρία να γίνει ιδιοκτήτης καταστημάτων ντόνατς. Μόλις παντρεμένος με τη μητέρα μου και με ένα παιδί καθ’ οδόν, παράτησε το πανεπιστήμιο.
Περισσότερα από 40 χρόνια έχουν περάσει από τότε. Ως τη στιγμή μιας πρόσφατης συζήτησής μας ποτέ δεν είχα καταλάβει πόσο τον πονάει αυτή του η απόφαση. «Κάθε φορά που οδηγώ σε έναν αυτοκινητόδρομο ή σε μια γέφυρα στενοχωριέμαι» είπε. «Θα μπορούσα να ήμουν εγώ. Ημουν πολύ καλός στο να σχεδιάζω γέφυρες. Γι’ αυτό σε σπρώχνω να εργάζεσαι τόσο σκληρά. Δεν θέλω να πεις ποτέ στον εαυτό σου: «Θα μπορούσα να ήμουν εγώ»».
Εφέτος έπαιξα κωμικά σκετς στην Αγγλία, στη Δανία, στο Βέλγιο και στη Γερμανία. Αυτή η τελευταία με άγχωνε περισσότερο. Διάβαζα πόσο διαδεδομένο είναι το αντιμουσουλμανικό αίσθημα στην Ευρώπη, ιδίως στη Γερμανία, όπου ο υπουργός Εσωτερικών έχει δηλώσει ότι «το Ισλάμ στη Γερμανία δεν είναι κάτι που υποστηρίζεται από την Ιστορία».
Αντιμουσουλμανικά αισθήματα υπάρχουν βεβαίως και στις ΗΠΑ, δεν πλησιάζουν όμως καν αυτά που έχω διαβάσει για τη Γερμανία. Ετσι λοιπόν βρέθηκα στο Βερολίνο λίγο αγχωμένος στη σκηνή του Babylon. Προς μεγάλη μου έκπληξη και ενθουσιασμό το κοινό πραγματικά με αγκάλιασε. Αλλά η παράσταση δεν έγινε αξέχαστη παρά μόνο αφότου κατέβηκα από τη σκηνή.
Ενας μη μουσουλμάνος Γερμανός με πλησίασε καθώς έδενα το παπούτσι μου. Ηταν ένας ξανθός μοϊκανός με δερμάτινο κολάρο με καρφιά στον λαιμό και τατουάζ που έγραφε «Ντέιβιντ» στα δάχτυλά του. Μου έτεινε το χέρι για να σφίξει το δικό μου.
«Γεια, με λένε Ντέιβιντ» είπε.
«Ετσι άκουσα… ή μάλλον πρέπει να πω διάβασα» είπα γνέφοντας προς τα δάχτυλά του.
«Θέλω απλώς να σου πω ότι… πραγματικά διασκέδασα στην παράστασή σου» είπε λίγο νευρικά.
Σταμάτησε για λίγο και έμοιαζε σαν να δίσταζε να πει αυτό που ήθελε να πει στη συνέχεια. Ανοιγε και έκλεινε το στόμα του και κουνούσε το κεφάλι. Τελικά μίλησε. «Δεν έχω ξανασυναντήσει μουσουλμάνο». Και συνέχισε: «Θα είμαι ειλικρινής μαζί σου. Σας φοβάμαι πραγματικά εσάς. Ακούω όλα αυτά τα πράγματα στις ειδήσεις και η ιδέα ότι μουσουλμάνοι θα ζούσαν εδώ με φόβιζε. Είδα όμως την παράστασή σου και έμαθα ποιος είσαι και συνειδητοποίησα ότι είχα ξεχάσει ότι είμαστε όλοι άνθρωποι. Τώρα ντρέπομαι που φοβόμουν».
Ο Ντέιβιντ μου είπε ότι ο πατέρας του γεννήθηκε στην Πολωνία και μετανάστευσε στη Γερμανία, όπως και ο δικός μου, με όνειρα για μια καλύτερη ζωή για τα παιδιά του. Οπως και ο πατέρας μου, ο πατέρας του Ντέιβιντ ήταν πολύ σκληρός μαζί του όταν ήταν μικρός αναγκάζοντάς τον να πηγαίνει σε ιδιωτικό σχολείο και να πιάσει δουλειά από τα 14. Δεν είχε ποτέ σκεφθεί πραγματικά γιατί ο πατέρας του τού φερόταν έτσι μέχρι που άκουσε την ιστορία μου. «Ποτέ δεν είχα σκεφθεί πόσο πρόθυμοι ήταν οι πατεράδες μας να υποφέρουν ώστε εμείς να μη χάσουμε ποτέ την ικανότητα να χαμογελάμε» είπε. «Με έκανες να θέλω να πάω σπίτι και να αγκαλιάσω τον πατέρα μου».
«Ακούγοντας τη δική σου ιστορία αισθάνομαι ότι θέλω να κάνω κι εγώ το ίδιο» είπα. Αναλογίστηκα πόσο καλά μπορούσα να επικοινωνήσω με τον Ντέιβιντ, με τον οποίο μία ώρα νωρίτερα μάλλον ούτε θα μου είχε περάσει από το μυαλό να μιλήσω. Οι ιστορίες των πατεράδων μας μάς έφεραν κοντά. Ο πατέρας μου ούτε που κατάλαβε ότι είχε σχεδιάσει μια τόσο όμορφη γέφυρα.
Ο κ. Aman Ali είναι αμερικανός stand up κωμικός, συγγραφέας και συνδημιουργός του ντοκυμαντέρ «30 τζαμιά σε 30 ημέρες», το οποίο παρουσιάζει τη ζωή, τα όνειρα και τις ελπίδες δεκάδων μουσουλμανικών κοινοτήτων στις Ηνωμένες Πολιτείες.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ