Οι ιστορικοί παραλληλισμοί κρύβουν παγίδες επικίνδυνες όταν γίνονται με ευκολία και από ανθρώπους που δεν γνωρίζουν ακριβώς σε τι αναφέρονται, ή, ακόμα χειρότερο, γνωρίζουν αλλά «μετασκευάζουν» εκείνο που γνωρίζουν για να το «αξιοποιήσουν», όπως φαντάζονται, πολιτικά στη συγκυρία. Ετσι, δεν παρείχαν καλή υπηρεσία – κάθε άλλο – στον Αντώνη Σαμαρά οι εμπνευστές των χθεσινών αναφορών του στους καγκελάριους Στρέζεμαν και Αντενάουερ, με τους οποίους εμμέσως πλην σαφώς παρομοίασε χθες τον εαυτό του ο πρωθυπουργός.
Εκείνοι ήταν πράγματι και οι δύο σπουδαίοι Γερμανοί ηγέτες. Όμως, η αναφορά σε αυτούς λησμονεί πολλά, εκ των οποίων τα πιο σημαντικά είναι δύο: ο ναζισμός και ο Πόλεμος. Ο πρώτος υπήρξε ένα από τα πολλά μοιραία, τραγικά πρόσωπα της καταρρέουσας Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ενώ ο δεύτερος εισήλθε στην πολιτική σε πολύ μεγάλη ηλικία επί των κατεχόμενων ερειπίων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Στρέζεμαν αποτυπώνει την τραγωδία μιας Γερμανίας ηττημένης τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά. Μιας Γερμανίας πτωχευμένης και έρμαιης στην προπαγάνδα του ναζισμού που επί των ημερών του φούντωνε όλο και περισσότερο, μέρα με την ημέρα, ακριβώς επειδή η κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να ξεφύγει από τον στραγγαλισμό που επέβαλαν στη χώρα οι μεγάλες νικήτριες δυνάμεις του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Στρέζεμαν δεν τα κατάφερε. Οσο κι αν ο ίδιος ήταν μια σεβαστή προσωπικότητα, ηττήθηκε από την ιστορία. Ο Στρέζεμαν κατέστειλε το χιτλερικό κίνημα του Μονάχου στις αρχές της δεκαετίας του 1920, όμως, κάθε άλλο παρά πέτυχε να καταστείλει τελικά τον Χίτλερ: όταν πέθανε, το 1929, ήταν υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας την ώρα που το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα είχε πλέον απογειωθεί στη χώρα και ο σχιζοφρενής ηγέτης του βρισκόταν πια μόλις μία ανάσα από την εκλογική επικράτηση και την καγκελαρία. Ο Στρέζεμαν ήταν ένας από τους σπουδαίους μα τραγικούς γερμανούς ηγέτες που έβλεπαν την καταστροφή αλλά που δεν κατάφεραν να τη σταματήσουν: και κύριος λόγος γι’ αυτό, ήταν ότι τους το επέτρεψαν οι ξένοι επικυρίαρχοί τους…
Ο Αντενάουερ, ο μεγάλος ηγέτης της γερμανικής χριστιανοδημοκρατίας και της ίδιας της μεταπολεμικής Γερμανίας αναδύθηκε στην κεντρική από την περιφερειακή πολιτική σκηνή της χώρας μετά το τέλος του Πολέμου: η ίδια η ύπαρξη του Αντενάουερ στην πολιτική προϋποθέτει τα ερείπια εκείνα του Πολέμου. Προϋποθέτει επίσης τις δυνάμεις κατοχής στη Γερμανία: εκείνες είναι που τον τοποθέτησαν στη θέση του για να διοικήσουν την ηττημένη, κατεχόμενη χώρα.
Όμως, πέρα από αυτές τις εξόφθαλμες αστοχίες στις εν λόγω αναφορές – εκτός κι αν ο πρωθυπουργός θεωρεί ότι η Ελλάδα βαδίζει τώρα προς τον ολοκληρωτισμό (Στρέζεμαν) ή βρίσκεται υπό ξένη κατοχή (Αντενάουερ) –, υπάρχει κάτι ακόμα πιο ανησυχητικό: η προχειρότητα των αναφορών αποκαλύπτει μία πολύ προβληματική σχέση με την ανάγνωση όχι μόνον της Ιστορίας, αλλά, τελικά, και της πραγματικότητας. Εκτός κι αν ο πρωθυπουργός ξέρει κάτι που δεν ξέρουμε…
Αν πάντως οι εμπνευστές αυτών των αναφορών ήθελαν ντε και καλά να πάνε πίσω στην ιστορία για να δώσουν παραδείγματα, δεν θα έπρεπε να λησμονούν άλλες, πολύ πιο «πραγματικές» αναλογίες και συνθήκες: καλό θα ήταν να μη λησμονούν το τι έγινε στην Ελλάδα, κι όχι στη Γερμανία, όποτε επιχειρήθηκε η γεωπολιτική πρόσδεση της χώρας με το Βερολίνο, όπως το 1915 με τον Κωνσταντίνο, που οδήγησε στον Εθνικό Διχασμό.
Οι αναφορές Σαμαρά πιστοποιούν εκείνο που δείχνει ξεκάθαρα η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης από το καλοκαίρι και μετά: ότι η πρόσδεση της χώρας στη Γερμανία δεν είναι πια απλώς επιλογή «αναγκαιότητας», όπως συνέβη με τις προηγούμενες κυβερνήσεις από το 2009, αλλά προϊόν αναγωγής της «αναγκαιότητας» σε επιλογή.
Η Ελλάδα θέλει, όπως δείχνει με κάθε ευκαιρία, να διαδραματίσει αυτόν τον ρόλο, δηλαδή του γερμανικού δορυφόρου. Τον πιστεύει και τον «διαφημίζει». Τον ιδεολογικοποιεί και τον «νομιμοποιεί» ηθικά και πολιτικά. Εχει ξεχάσει τις εθνικές παρακαταθήκες του Ελευθερίου Βενιζέλου αλλά και του Κωνσταντίνου Καραμανλή και δεν κοιτά πια προς τη «Δύση», αλλά τίθεται με όλες τις δυνάμεις της στο πλευρό των παλιών «Κεντροευρωπαϊκών αυτοκρατοριών», της Γερμανίας, που ο ηγεμονισμός της έχει πλήρως αφυπνιστεί.
Το ερώτημα είναι, απλώς, αν έχει καταλάβει τι κάνει. Και την πραγματική απάντηση την ξέρει μόνον ο πρωθυπουργός – ή, τουλάχιστον, ελπίζει κανείς ότι την ξέρει. Τόσο αυτήν, όσο και το μεγάλο γεωπολιτικό ερώτημα που μια τέτοια απάντηση προϋποθέτει…