Δεν είχε σημασία, λοιπόν, που κανείς δεν τη φώναζε Ευγενία. Την ονομαστική εορτή της την τιμούσε. Η κυρία Θεώνη, η μητέρα της, έβαζε όλη της την τέχνη και μαγείρευε τις καλύτερες σπεσιαλιτέ. Κάποτε, μάλιστα, όταν είχε παραθέσει δείπνο σε άτομα από τη γαλλική πρεσβεία, της τηλεφώνησαν και της ζήτησαν να τους δανείσει τον μάγειρά της. Η Τζένη γέλασε και με το γνωστό της χιούμορ αποκάλυψε: «Λυπάμαι δεν μπορώ… Γιατί είναι η μητέρα μου».
Είκοσι χρόνια συμπληρώνονται εφέτος από τη χρονιά που η Τζένη «έφυγε». Η γιορτή δεν θα γίνει. Και όμως, το πνεύμα της μοιάζει να είναι ακόμη εδώ: ένα θέατρο στην οδό Ακαδημίας φέρει το όνομά της, στο φουαγιέ δεσπόζει το γκρίζο φόρεμά της από την παράσταση «Βυσσινόκηπος» και στη μικρή οθόνη αντηχεί ακόμη η βραχνή φωνή της με τον παιχνιδιάρικο τόνο από την ταινία «Δεσποινίς διευθυντής»: «Μπα! Σκοντάψαμε σε γνωστές φυσιογνωμίες»…
Η σχέση με τον πατέρα
«Ημουν μικρούλα τότε για να της πω: «Μάνα, μη με φορτώνεις έτσι. Δεν το θέλω αυτό το φορτίο. Φύγε. Εχεις τη δουλειά σου, έχεις τα νιάτα σου, έχεις την ομορφιά σου. Φύγε. Σταμάτα να ζεις αυτή την απαίσια ζωή. Φύγε. Μη με αφήνεις να τα βλέπω όλα αυτά (…). Ο,τι κι αν συμβεί θα ‘ναι καλύτερο. Φύγε, μάνα. Μάνα μου». Δεν έφυγε. Εμεινε. Εμεινα κι εγώ».
Αυτές είναι οι σκέψεις της Τζένης Καρέζη, όπως τις καταγράφει στο βιβλίο της «Τετράδια ζωής» (εκδ. Καστανιώτη). Γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου του 1934. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Ηταν μοναχοπαίδι. Ο πατέρας της ήταν ένας σκληρός γυμνασιάρχης και η μητέρα της μια τρυφερή δασκάλα. Η μικρή Τζένη, όμως, ύφαινε προσεκτικά τη διαφυγή της. Πήγαινε σινεμά και ύστερα κλεινόταν μέσα στο δωμάτιο, έπιανε τα σίδερα του κρεβατιού, τα έκανε πρόσωπα και άρχιζε να παίζει θέατρο. Και μπορεί ο αυστηρός πατέρας της –άριστη μαθήτρια ούσα –να την προόριζε για ακαδημαϊκές σπουδές, η Τζένη όμως έδωσε εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο με έναν μονόλογο από τον «Ταρτούφο». Πλέον δεν ήταν το μικρό φοβισμένο κοριτσάκι, πήρε τη μητέρα της από το χέρι και έφυγαν.
«Ο πατέρας της ήταν μαθηματικός, γυμνασιάρχης, σκληρός άνθρωπος, πολύ συντηρητικός». Ο Κώστας Καζάκος στο καμαρίνι του μιλάει στο BHmagazino για τη σχέση της Τζένης Καρέζη με τον πατέρα της, μια σχέση που πραγματικά τη σημάδεψε. «Η Τζένη στο Εθνικό πήγαινε κρυφά. Δεν το ήξερε εκείνος. Πήγαινε ήδη στη σχολή όταν το έμαθε. Οπως μου έχει διηγηθεί, έμεναν κάπου στο Χαλάνδρι. Της έδωσε ένα χαστούκι. «Πουτάνα θα γίνεις»… Είχε αυτή τη νοοτροπία. Από εκείνη τη στιγμή πήρε τη μητέρα της και έφυγαν από το σπίτι να ζήσουν οι δυο τους. Κόπηκε κάθε επαφή. Η Τζένη τον είδε ξανά έπειτα από πολλά χρόνια, όταν γεννήθηκε ο γιος μας, ο Κωνσταντίνος. Χτύπησε ξαφνικά το κουδούνι και από το σοκ της, όταν τον αντίκρισε, κρύφτηκε πίσω από την πόρτα. Ευτυχώς που ήμουν εκεί. Εκείνος πήγε στο δωμάτιο του παιδιού, βαρύς, αμίλητος, εμένα ούτε που γύρισε να με κοιτάξει. Σταύρωσε τον Κωνσταντίνο και έβαλε επάνω του κάτι ελβετικά φλουριά. Υστερα του φτιάξαμε καφέ και καθήσαμε στο σαλόνι. Επειτα από τόσα χρόνια, δεν ειπώθηκε τίποτε που να έχει σχέση με τα οικογενειακά τους.
Το τρομερό συμβάν με τον πατέρα της έλαβε χώρα λίγο αργότερα. Υπήρχε κατά βάθος τέτοια αγάπη μεταξύ τους, που είναι να τρομάζει ο άνθρωπος. Μας ειδοποίησαν ότι τον χτύπησε ένα φορτηγό και τον είχαν στο «Λαϊκό», σε κώμα. Δεν συνήλθε ποτέ. Τρέξαμε μέσα στη νύχτα και τον βρήκαμε σε ένα ράντζο. Η Τζένη άρχισε να φωνάζει να φέρουμε γιατρούς από τη Γαλλία, ήταν θέμα ωρών, όμως, της έλεγαν οι γιατροί. Το άλλο βράδυ, μετά την παράσταση, μπαίνουμε στο δωμάτιο όπου πλέον τον είχαν μεταφέρει και μέσα στο μισοσκόταδο πλησιάζουμε στο προσκεφάλι του, από τη μία μεριά η Τζένη, από την άλλη εγώ. Είχε κλειστά τα μάτια του, δεν τα άνοιξε ποτέ, και όταν η Τζένη έσκυψε επάνω του, τον άκουσα να λέει «Ευγενούλα». Μου κόπηκαν τα γόνατα, την έπιασαν τα κλάματα την Τζένη. Δεν ξαναμίλησε εκείνος». Ετσι, ο πατέρας της έφυγε από τη ζωή.
Η πρωταγωνίστρια
Τελείωσε το Εθνικό. Ηταν, μάλιστα, συμμαθήτρια με την Αλίκη. Το 1954 παίζει δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη, στην «Ωραία Ελένη» του Αντρέ Ρουσέν, και έπειτα θα συναντηθεί θεατρικά και με την Κατίνα Παξινού στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα». Το 1955 έρχεται η πρώτη της ταινία, «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο». Το Τζενάκι λάμπει στη μεγάλη οθόνη και στο σανίδι. Αρχικά Εθνικό Θέατρο, μετά ελεύθερο, πρωταγωνίστρια στου Μουσούρη και έπειτα θιασάρχισσα, τόσο, μα τόσο νέα. Το πρωί γυρίσματα στον κινηματογράφο και το απόγευμα θέατρο, με ό,τι αγγίζει να γίνεται επιτυχία: «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Δεσποινίς διευθυντής», «Κόκκινα φανάρια», «Λόλα». «Ο ασυνήθιστος συνδυασμός του αυστηρού ύφους, με το σαγηνευτικό βλέμμα και το κρυφό νάζι έπαιξε κατά τη γνώμη μου ρόλο στην καθιέρωση της εικόνας της» αναφέρει o κριτικός κινηματογράφου του «Βήματος», Γιάννης Ζουμπουλάκης. Και η Τζένη είναι, φυσικά, στρατιώτης. Δουλεύει πολύ, είναι σταρ και την ίδια στιγμή τόσο απλή –μένει με τη μητέρα της και τους θείους της στην Κυψέλη, προτού ακόμη παντρευτεί.
Τζένη και Ζάχος
«»Δεν μου λες, Γρηγόρη, αν παντρευτούμε θα έρθεις να τραγουδήσεις στον γάμο μας; »του είπα. «Παντρέψου, εσύ ρε, και καθαρίζω εγώ» μου λέει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης». Με αυτά τα λόγια ο Ζάχος Χατζηφωτίου περιγράφει στο ΒΗmagazino τον αυθόρμητο τρόπο με τον οποίο έκανε πρόταση γάμου στην Τζένη Καρέζη, ένα βράδυ που είχαν πάει να ακούσουν τον «σερ» του ελληνικού τραγουδιού. Πραγματικά, έπειτα από γνωριμία λίγων μηνών, ο γάμος τελέστηκε στις 7 Μαΐου 1962, στην εκκλησία της Αγίας Φιλοθέης, με πλήθος κόσμου να συρρέει και τους φανατικούς θαυμαστές της Καρέζη να της σκίζουν κομμάτια από το νυφικό. Ηταν ο πρώτος γάμος της Καρέζη.
«Ηταν ευχάριστο κορίτσι η Τζένη Καρέζη» λέει στο ΒΗmagazino o Ζάχος Χατζηφωτίου. Ηταν, όμως, τόσο διαφορετικά τα ωράριά μας. Εκείνη την εποχή εγώ ξεκινούσα τις επιχειρήσεις μου με τα βαπόρια. Επρεπε στις 9.00 το αργότερο να είμαι στο γραφείο μου στον Πειραιά. Η Τζένη είχε δύο παραστάσεις και τελείωνε από το θέατρο στη 1.00 το βράδυ. Δεν γινόταν. Καταλήγαμε κάθε μέρα να φτάνουμε στο σπίτι στις 4.00 το πρωί, γιατί συχνάζαμε μετά στα θεατρικά στέκια. Το χειρότερο όλων, όμως, ήταν τα ταξίδια που ήμουν υποχρεωμένος να κάνω λόγω δουλειάς. Υπήρχαν διάφοροι καλοθελητές Ελληνες που με έβλεπαν στο εξωτερικό και έρχονταν και της έλεγαν τα πλέον παράλογα πράγματα. Τον είδαμε με μια καλλονή εδώ, τον είδαμε με μια άλλη εκεί. Για αυτούς τους λόγους τελικά επήλθε ο χωρισμός».
Απέναντι από το γραφείο του Ζάχου Χατζηφωτίου, ανάμεσα στις πολλές φωτογραφίες που είναι κρεμασμένες στον τοίχο, βρίσκονται και αυτές της Τζένης Καρέζη, καθώς μετά το διαζύγιό τους διατήρησαν εξαιρετικές σχέσεις. «Η Τζένη ήταν πολύ εργατική. Θυμάμαι επρόκειτο να πάει στην Κρήτη να γυρίσει σκηνές και ένα τραγούδι για την ταινία «Το νησί των γενναίων». Ηταν Δευτέρα πρωί, πέταγε λοιπόν σε λίγες ώρες και έπρεπε να περάσει από το σπίτι του Μάνου Χατζιδάκι να πάρει το τραγούδι που της έγραψε για να τραγουδήσει στο φιλμ. Χτυπάμε την πόρτα, απάντηση καμία. Η Τζένη αγχωμένη, να φωνάζει ότι θα μείνει χωρίς τραγούδι. Βγάζω τα κλειδιά μου και αρχίζω με αυτά να χτυπάω την πόρτα. «Τώγα» ακούμε από μέσα να λέει ο Χατζιδάκις. Η Καρέζη ορμάει μέσα και του ζητάει το τραγούδι, ο Μάνος όμως δεν της είχε γράψει ακόμη τίποτε. «Πήγαινε στην κουζίνα, κάνε μου έναν καφέ και εγώ εν τω μεταξύ θα σ’ το φτιάξω» την καθησυχάζει. Κάθεται στο πιάνο και, πραγματικά μέσα σε δέκα λεπτά, έγραψε επάνω σε ένα παλιόχαρτο το θείο τραγούδι «Μην τον ρωτάς τον ουρανό»».
Μια παρτίδα τάβλι που κράτησε 26 χρόνια
Οκτώβριος 1967: Η Τζένη Καρέζη πρωταγωνιστεί με τον Κώστα Καζάκο στην ταινία «Κοντσέρτο για πολυβόλα» και στα γυρίσματα αυτού του φιλμ ερωτεύονται. «Είχαμε συναντηθεί αρκετές φορές σε δουλειές, αλλά πριν από εκείνο το γύρισμα ήταν σαν να μην είχαμε ιδωθεί ποτέ πιο πριν» αναφέρει ο Κώστας Καζάκος. «Ηταν Δευτέρα θυμάμαι. Μου είχαν πει να πάω στα Ισθμια για το γύρισμα. Επαιζα στην ταινία έναν λοχαγό. Είχα βάλει, λοιπόν, τη στολή μου από το στούντιο του Φίνου και πήγα ντυμένος. Εκεί ήταν η Τζένη με τον σκηνοθέτη Ντίνο Δημόπουλο. Περιμέναμε να περάσει ένα πλοίο για να γυρίσουμε τη σκηνή. Καθήσαμε κάτω από μια ελιά και αρχίσαμε να παίζουμε τάβλι. Ηταν μανιακή ταβλαδόρισσα η Τζένη. Τελικά, ήταν μια παρτίδα τάβλι που κράτησε 26 χρόνια».
«Η Τζένη κάνει στροφή γνωρίζοντας τον Κώστα Καζάκο» αναφέρει η πρώτη εξαδέλφη της, Νόρα Ζουμπούλη, με την οποία έμεναν για μεγάλα διαστήματα στο ίδιο σπίτι. «Κατ’ αρχάς πολιτικοποιήθηκε. Ηταν πάντα δημοκρατικός άνθρωπος, ποτέ δεν υπήρξε δεξιά, αλλά δεν ήταν τόσο πολιτικοποιημένο άτομο όσο έγινε μετά με τον Κώστα. Εκανε στροφή και στο ρεπερτόριο που έπαιζε. Εφυγε από το μπουλβάρ και πήγε στα πιο βαριά, στα πιο κλασικά έργα, και καλά έκανε βέβαια, γιατί της πήγαιναν. Ο Κώστας τής έδωσε μια άλλη οπτική γωνία. Ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα. Μάλιστα, το κράτησε κρυφό για ένα διάστημα, το έζησε και μετά το είπε, καθώς η θεία Θεώνη την κυνηγούσε. Ο γάμος τους ήταν πολύ απλός. Με τα πόδια πήγαμε στην εκκλησία από το σπίτι και η Τζένη φορούσε ένα μίνι νυφικό. Μετά φαγητό στο σπίτι, στη βεράντα τους, δεν υπήρχε δεξίωση».
Η Τζένη στην κουζίνα
«Η γέννησή μου αναμενόταν κοντά στην 21η Απριλίου. Τότε, τα παιδιά που γεννιόνταν αυτή την ημέρα τα βάπτιζε ή ο Παπαδόπουλος ή ο Παττακός, και ειδικά το παιδί της Καρέζη και του Καζάκου θα έρχονταν να το βαπτίσουν με τη μία. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να το επιτρέψουν αυτό οι γονείς μου και είχαν καταστρώσει ολόκληρο σχέδιο για αυτή την περίπτωση, να με κρύψουν. Ευτυχώς γεννήθηκα στις 25 του μηνός» θυμάται ο ηθοποιός Κωνσταντίνος Καζάκος χαμογελώντας με αυτή την περίεργη ιστορία γύρω από τη γέννησή του.
Οσοι γνώρισαν την Τζένη Καρέζη μιλούν για τη μεγάλη αδυναμία που είχε στον μοναχογιό της, καθώς η μητρότητα πραγματικά την ολοκλήρωσε. «Η μητέρα μου ήταν λίγο πιο αυστηρή από τον πατέρα μου, αλλά και για τους δύο δεν μπορείς να πεις ότι ήταν άνθρωποι που είχαν σχέση με την αυστηρότητα. Ημουν πολύ τυχερό παιδί. Είχα πάρα πολύ καλή μάνα και πολύ καλό πατέρα. Με αντιμετώπιζαν πάντα ως ισότιμο μέλος της οικογένειας. Θυμάμαι η μπιρίμπα άρεσε πολύ στη μητέρα μου. Εγώ ψιλοβαριόμουν, φαντάζομαι και ο πατέρας μου, αλλά εκείνη είχε μανία. Το αγαπημένο της παιχνίδι, βέβαια, ήταν το τάβλι. Και αυτό, επίσης, που παίζαμε όλοι μαζί ήταν το Stratego, στο οποίο γίνονταν φοβερές μάχες. Εκεί δεν με κέρδιζε κανένας. Οποτε, πάντως, είχαν ελεύθερο χρόνο οι γονείς μου, γιατί δεν είχαν και πολύ, τον περνούσαμε μαζί ποιοτικά. Της μητέρας μου της άρεσε να μαγειρεύει, αλλά και να τρώει. Μπουκώναμε, παχαίναμε και μετά λέγαμε «όπα, κράτει τώρα». Πάντα στις δίαιτες όλοι μαζί. Εφτιαχνε πολλά φαγητά, από απλές ομελέτες, στραπατσάδες, μακαρονάδες μέχρι παστίτσια, μουσακάδες. Εκανε τα πάντα».
Οι διώξεις της δικτατορίας
1973: Η Τζένη Καρέζη με τον Κώστα Καζάκο ανεβάζουν τη θρυλική παράσταση το «Μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Το έργο γίνεται σύνθημα στο στόμα των φοιτητών και η παράσταση, αλληγορικά γραμμένη, καταφέρνει να περάσει αρχικά τις συμπληγάδες της λογοκρισίας, κρύβοντας δεκάδες μηνύματα κατά της δικτατορίας. Ο Νίκος Ξυλούρης συγκλονίζει με τα τραγούδια του Σταύρου Ξαρχάκου και ο Διονύσης Παπαγιανόπουλος είναι αξεπέραστος στον ρόλο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Το θέατρο, φυσικά, είναι κατάμεστο κυρίως από την αγανακτισμένη νεολαία, αλλά και από ασφαλίτες, στρατιώτες, αστυφύλακες που κυκλοφορούν στους διαδρόμους ανάμεσα στο κοινό καταγράφοντας τις φράσεις επάνω στις οποίες ο κόσμος χειροκροτεί. Η σύλληψη του ζεύγους Καζάκου – Καρέζη δεν άργησε να έρθει.
«Το κουδούνι χτύπησε. «Ασφάλεια» μας λένε» αναφέρει ο Κώστας Καζάκος καθώς διηγείται τη σύλληψή τους. «Μας κατέβασαν κάτω. Κρατιόμασταν από το χέρι. Ερχεται ο επικεφαλής, ήταν ο ταγματάρχης Μπάκας, και μας δίνει μία, μας χωρίζει τα χέρια, πετάνε την Τζένη μέσα σε ένα αυτοκίνητο και εξαφανίζονται. Εμεινα στο πεζοδρόμιο. Δεν έχω αισθανθεί ποτέ έτσι στη ζωή μου. Πήραν τη γυναίκα μου και έμεινα στο πεζοδρόμιο σαν ηλίθιος να κοιτάζω. Αρχίζω σαν τρελός να την ψάχνω. Δεν ήξερα πού την είχαν. Τελικά την ανακαλύψαμε με έναν φίλο μου γιατρό που ήταν της αμερικανικής πρεσβείας. Ετσι έμαθα από έναν αμερικανό συνταγματάρχη ότι την είχαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Το βράδυ έπιασαν και μένα. Εναν μήνα και κάτι μείναμε μέσα. Μας άφησαν τα Χριστούγεννα. Δεν μας βασάνισαν σωματικά, αλλά φανταστείτε πως όταν άφησαν την Τζένη και γυρίσει σπίτι, η εξαδέλφη της η Νόρα, με την οποία είχαν μεγαλώσει μαζί, δεν τη γνώρισε. Βάλε με το μυαλό σου εικόνα».
Η Καρέζη και ο Καζάκος, βγαίνοντας από τη φυλακή, είναι αμετανόητοι και περισσότερο πεισμωμένοι να συνεχίσουν το έργο. Οταν η αυλαία πέφτει στην πρώτη παράσταση μετά τη σύλληψη, οι θεατές ραίνουν τους ηθοποιούς με κόκκινα γαρίφαλα υπό την παρουσία δεκάδων όρθιων αστυνομικών και ασφαλιτών. «Ναι, μπορώ να ξανακάνω φυλακή. Αν χρειαστεί, μπορώ να ξαναπάω» ψιθυρίζει η Καρέζη.
Η μεγάλη θεατρίνα
Τη χρονιά 1982-1983 η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος ανεβάζουν την παράσταση «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;», σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν. Με αυτό το έργο για πολλούς σηματοδοτείται η μεγάλη στροφή της Καρέζη προς τους μεγάλους ρόλους. Η ερμηνεία της πράγματι είναι συγκλονιστική. Ο Γρηγόρης Βαλτινός, ο όποιος έπαιξε μαζί της, θυμάται: «Ηταν μαγική η συνεργασία της Τζένης με τον Ζυλ Ντασσέν. Η Τζένη μιλούσε γαλλικά, καταλαβαίνετε, λοιπόν, όταν άρχιζαν να συνομιλούν πώς αισθανόμασταν εμείς οι υπόλοιποι, οι αγράμματοι. Είχε τεράστιο άγχος, τόσο που δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά αν η παράσταση θα κάνει επιτυχία ή όχι. Οταν ήθελε να με πειράξει και να κάνουμε αστειάκια, μου μιλούσε στον πληθυντικό. Είμαστε στη γενική πρόβα, λοιπόν, και μου λέει «δεν πειράζει, κύριε Βαλτινέ, εμείς το μεράκι μας το κάναμε. Αν δεν αρέσει στον κόσμο, να βρούμε κανένα εργάκι να το ανεβάσουμε μετά;». Φοβόταν ότι αυτή η στροφή σε ένα ρεπερτόριο πιο δύσκολο, πιο απαιτητικό, δεν θα της έβγαινε. Τελικά, της βγήκε, γιατί ήταν συγκλονιστική».
Τα «εργάκια», φυσικά, για την Τζένη Καρέζη έπειτα από αυτή την παράσταση τελείωσαν. Συνεχίζει, λοιπόν, με «Εντα Γκάμπλερ» και συγκλονίζει με τη «Μήδεια» σε Ηρώδειο και Επίδαυρο, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Μίνωος Βολανάκη, συνεργάζεται με τον Ολέγκ Εφρέμοφ στο έργο «Πρόσωπο με πρόσωπο», ανεβάζει «Ηλέκτρα» με τον Ρόμπερτ Στούρουα το 1987, παίζει Τσέχωφ («Ο βυσσινόκηπος») και πικραίνεται εξαιτίας του περίφημου τσιγάρου που άναψε η Αννα Μακράκη στην Επίδαυρο, όταν ανέβασε τον «Οιδίποδα Τύραννο», το 1989, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Στούρουα. «Τον παρακαλούσαμε μέχρι την τελευταία στιγμή, πίσω από το σκηνικό στην Επίδαυρο, να κόψει τη σκηνή με το τσιγάρο» θυμάται ο Κώστας Καζάκος. «Με τίποτα εκείνος. «Φεύγω αυτή τη στιγμή» έλεγε και το σεβαστήκαμε, γιατί δεν ήταν τυχαίος άνθρωπος ο Στούρουα. Δεν έγινε μεγάλη φασαρία, απλώς μια παρέα εκνευρίστηκε και φώναξε κάτι, λίγο δυνάμωσε ο θόρυβος, «αίσχος» φώναξαν και κάτι τέτοια. Μετά, μόλις τελείωνε η Μακράκη, έπρεπε να βγει ο Οιδίποδας τυφλωμένος για να παίξει την κορυφαία του σκηνή. Η Τζένη με παρακαλούσε να σταματήσουμε. «Μη βγεις. Πού θα πας σε αυτή τη ζούγκλα; » φώναζε. «Είσαι καλά που δεν θα βγω;» της είπα. Το έλεγε περισσότερο από έγνοια για μένα. Η ίδια ούτε που θα το συζητούσε να μη βγει. Ηταν μια εμπειρία συγκλονιστική. Γιατί υπήρχε μια αναστάτωση και έχω την αίσθηση ότι μετά τις πρώτες ατάκες του θρήνου, ηρέμησε η πλατεία και όχι μόνο δεν με έβαλε από κάτω, αλλά μου έδωσε δύναμη και έβγαλε και χειροκρότημα μετά. Το κερδίσαμε το παιχνίδι.
Η τελευταία της παράσταση, πάντως, το «Διαμάντια και μπλουζ» της Λούλας Αναγνωστάκη, θεωρώ ότι ήταν ο κορυφαίος ρόλος της καριέρας της. Εκανε ένα υποκριτικό άλμα, ξεπέρασε και το έργο και τον ρόλο η Τζένη».
Η Τζένη φεύγει…
Η αρρώστια, ο καρκίνος, εκδηλώνεται τη θεατρική χρονιά 1988-1989, όταν η Τζένη Καρέζη πρωταγωνιστεί στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ. Οι παραστάσεις διακόπτονται και ίδια πετάει για Λονδίνο, ώστε να χειρουργηθεί. «Η Τζένη ήταν παλικάρι, γνώριζε τα πάντα από την αρχή. Οι γιατροί στο εξωτερικό θέλουν τον άρρωστο μπροστά τους, άμεσο συνεργάτη. Του τα λένε όλα. Εκείνη ήταν μια κοπέλα που ποτέ δεν είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου, δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται, ήταν κάτι που ήταν πέρα από το οπτικό της πεδίο. Τον φοβόταν τον θάνατο, λοιπόν, αλλά τελικά, αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα, έφτασε να συμφιλιωθεί με τέτοιο τρόπο, που τις τελευταίες της ημέρες έβγαινε μια περίεργη κατάσταση, σαν ευγνωμοσύνη προς τη ζωή» αναφέρει στο BHmagazino o Κώστας Καζάκος.
Τον Μάιο του 1992, δύο μήνες πριν από το θάνατό της, η Τζένη Καρέζη συγκινεί με την επιστολή που στέλνει προς τον Τύπο, μια κραυγή δίψας για ζωή. «Θέλω να ζω με τους δικούς μου. Θέλω να κάνω τη λατρεμένη μου δουλειά. Θέλω να προσφέρω. Να αγαπώ και να με αγαπούν. Δεν χάνονται αυτά. Δεν πρέπει να χαθούν. Δεν θέλω να χαθούν. Και πάντα θα ελπίζω» γράφει. Εκείνη η ελπίδα έσβησε στις 27 Ιουλίου του 1992.
Ο Κώστας Καζάκος, στο καμαρίνι του, συγκινημένος θα κλείσει την κουβέντα μας απαγγέλλοντας με τη βαθιά φωνή του Κωνσταντίνο Καβάφη: «Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι, πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο, κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχιμε των δειλών τα παρακάλια και παράπονα, ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους, τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου, κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις» «Ετσι γενναία αποχαιρέτησε τη ζωή η Τζένη» λέει ο Κώστας Καζάκος. Και η αυλαία κλείνει με χειροκρότημα.
Τζένη και Αλίκη
«Θεωρούσα πάντα την Τζένη καλύτερη από εμένα. Ηξερε να παίζει υπέροχα την κωμωδία… Καλύτερα από εμένα». Η Αλίκη Βουγιουκλάκη κάνει την παραπάνω δήλωση σε συνέντευξή της το 1993, έναν χρόνο μετά τον θάνατο της Τζένης Καρέζη, γράφοντας ένα ακόμη κεφάλαιο στον μύθο που έχει δημιουργηθεί γύρω από τη σχέση τους.
Δύο γυναίκες τόσο διαφορετικές, μα και τόσο άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους. «Σαν να ήθελαν να παραβγούν και στον θάνατο. Εφυγαν και οι δύο το ίδιο γενναία, το ίδιο πονεμένα» θα μου πει ο Γρηγόρης Βαλτινός.
Ανταγωνίστριες ή φίλες λοιπόν; Ξανθιά γατούλα εναντίον σοφιστικέ μελαχρινής ή απλώς μια κόντρα που καλλιεργήθηκε από τους δημοσιογράφους;
«Υπήρχε ανταγωνισμός» λέει στο ΒΗmagazino ο Ζάχος Χατζηφωτίου. «Οταν και τα δύο θέατρα πήγαιναν καλά, ήταν αχώριστες, αν όχι, σκοτώνονταν. Μόλις γινόταν το πρώτο διάλειμμα στην παράσταση, η Τζένη έβαζε τον Γιώργο Λεμπέση να τηλεφωνεί ώστε να μάθει τι έκανε η Αλίκη. Το ίδιο, βέβαια, έκανε και η Βουγιουκλάκη. Στον γάμο μας η Τζένη δεν την κάλεσε. «Θα μου καταστρέψει τον γάμο» έλεγε».
Ο Κωνσταντίνος Καζάκος, ο γιος της Τζένης Καρέζη, αναφέρει και την άλλη πτυχή: «Αυτά τα περί κόντρας με την Αλίκη ήταν καθαρά θέμα μάρκετινγκ της εποχής. Ούτως ή άλλως, άλλο έκανε η μία, άλλο η άλλη, δεν είχαν καλλιτεχνικές κόντρες μεταξύ τους. Η Αλίκη ερχόταν στο σπίτι και εμείς πηγαίναμε στο δικό της, μιλούσαν στο τηλέφωνο, υπήρχε σχέση».