Στις 4 Οκτωβρίου του 1936 στο Ανατολικό Λονδίνο, στην οδό Κέιμπλ, έγινε μια μάχη ιστορική, που ακόμη μνημονεύεται.
Ο αρχηγός του εκεί φασιστικού κόμματος Οσβαλντ Μόσιλντ και συγκεκριμένα της Βρετανικής Ένωσης Φασιστών που ο ίδιος είχε ιδρύσει το 1932, κάλεσε τους ομοϊδεάτες του να επιχειρήσουν πορεία στη συγκεκριμένη γειτονιά του Ανατολικού Λονδίνου, όπου κατοικούσαν κυρίως Εβραίοι.
Τα μέλη της Βρετανικής Ένωσης Φασιστών ήταν μελανοχίτωνες, φορούσαν όπως οι Ισπανοί και οι Ιταλοί φασίστες μαύρα πουκάμισα, ήταν επιθετικοί και ήθελαν να επιβάλλουν τα γερμανικά αντιεβραϊκά αισθήματα και στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Όμως απέναντί τους στήθηκαν εκείνη τη μέρα σχεδόν 100.000 Λονδρέζοι αριστεροί, σοσιαλιστές, αναρχικοί, Εβραίοι, Ιρλανδοί και Αφρικανοί μετανάστες, με τις γυναίκες και τα παιδιά τους προκειμένου να αποκρούσουν τα επιθετικά σχέδιά τους.
Η Αστυνομία μπήκε στη μέση, αλλά έγινε σάντουιτς από την ένταση, δεν μπόρεσε να ελέγξει την κατάσταση. Η σύγκρουση ήταν πρωτοφανής και εξελίχθηκε σε μάχη σώμα με σώμα, με ξύλα πέτρες, ακόμη και τα παιδιά πετούσαν μπίλιες στα »μαύρα πουκάμισα» του Μόσιλντ.
Το μπλοκ των αντιφασιστών επικράτησε τελικώς, οι μελανοχίτωνες δεν άντεξαν κάτω από την πίεση του πλήθους που φώναζε το παγκόσμιο τότε σύνθημα «δεν θα περάσουν».
Εκείνη τη μέρα εκρίθη ουσιαστικά η μάχη κατά του φασισμού στη Βρετανία. Και ήταν μια μάχη που κέρδισαν οι πολίτες.
Το κράτος αναγκάσθηκε τότε να απαγορεύσει τις στολές των μελανοχιτώνων και επίσης επέβαλε νόμο που απαγόρευε τις διαδηλώσεις χωρίς την άδεια της Αστυνομίας.
Η Βρετανική Φασιστική Ένωση τέθηκε εκτός νόμου αργότερα, το 1940, μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος με τη Γερμανία.
Οι Βρετανοί μιλούν ακόμη με υπερηφάνεια για τη μάχη της οδού Κέιμπλ, η οποία ανέκοψε την άνοδο του φασισμού στη Βρετανία και ίσως να έπαιξε καθοριστικό ρόλο για τη μετέπειτα στάση του Ηνωμένου Βασιλείου στον πόλεμο κατά του ναζισμού.Και φανερώνει σε μας ότι η αντιμετώπιση του φασισμού δεν είναι μόνο υπόθεση του κράτους και των αρχών, αλλά και της κοινωνίας της ίδιας, του ελληνικού λαού εν προκειμένω.
Με άλλα λόγια οφείλουν όλοι να τοποθετηθούν απέναντι στο φαινόμενο και να αντισταθούν στην επέλαση κυρίως των αναχρονιστικών και απάνθρωπων αντιλήψεων που μεταφέρει. Και δεν αποτελεί δικαιολογία η αντιμνημονιακή ρητορική, ούτε το πέπλο λαϊκισμού που σκεπάζει και κρύβει το πραγματικό πρόσωπο του φασισμού.