Δεκέμβρης… Στο κέντρο της αγαπημένης, τραγικής πόλης, τα φώτα –που ανάβουν τώρα πιο τακτικά– προσπαθούν να δώσουν μια κάποια ψευδαίσθηση γιορτής, να φτιάξουν μια μαγική εικόνα αναβίωσης αλλοτινών, ανυποψίαστων (μα τελικά όχι αθώων) καιρών… Ψυχή της γιορτινής αυταπάτης, η μουσική που ακούγεται από παντού… Ο Dante έγραψε, παρατηρώντας με θλίψη το μαρτύριο της Φραντσέσκας στην Κόλαση, πως δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος από τις μνήμες ευτυχισμένων καιρών σε στιγμές δυστυχίας.

Παραφράζοντάς τον, τίποτα δεν πονάει περισσότερο από το άκουσμα μιας χαρούμενης μουσικής σε καιρούς δίχως αύριο. Και η Κόλαση μπορεί να είναι πολύ πιο κοντά απ’ όσο νομίζουμε… Πηγαίνω πολλά χρόνια πίσω, και καταφεύγω για μια ακόμα φορά στο πρώτο ενικό που τόσο έχετε μισήσει… Όσοι δεν έτυχε να έχουν ζώο στο σπίτι, δεν θα γνωρίζουν πως ο πόνος της απώλειάς του είναι συγκρίσιμος με τον πόνο για το χαμό αγαπημένου προσώπου. Ήταν πριν λίγες μέρες που είχα χάσει ξαφνικά το σκύλο μου.

Σε μια ξένη χώρα και σε μια δύσκολη προσωπική στιγμή, έψαχνα τρόπους να ξεπεράσω την απώλεια. Τότε, ένας φίλος μού πέταξε την ιδέα: «Τι θα ‘λεγες για έναν καινούργιο σκύλο;» Η ιδέα έμοιαζε σωστική! Μετά από σειρά ανεπιτυχών αναζητήσεων σε σπίτια της πόλης, επόμενος σταθμός ήταν το «Animal Shelter», το άσυλο των ζώων της περιοχής. Ένα τεράστιο, καταθλιπτικό κτίριο που πρόσφερε προσωρινή φιλοξενία σε ζώα που στη χώρα μας απλά θα κυκλοφορούσαν αδέσποτα. Αν κάποιο ζώο αποδείχνονταν άρρωστο, ή αν δεν βρισκόταν κανείς να το υιοθετήσει, θα έπρεπε να αδειάσει το κελί του ώστε να δοκιμάσει την τύχη του κάποιο άλλο. Και η «τύχη» του ζώου ήταν στη συνέχεια απόλυτα προδιαγεγραμμένη («put to sleep» ήταν η κομψή έκφραση που χρησιμοποιούσαν οι Αμερικάνοι…).

Αν δεν έτυχε ποτέ να βρεθείτε σε τέτοια ιδρύματα, δεν γνωρίζετε μια πολύ διαπεραστική έκφανση της έννοιας της τραγικότητας. Η ξαφνική παρουσία σου στο διάδρομο ανάβει στα ζώα μια σπίθα ελπίδας για τη σωτηρία τους. Κρεμιούνται στα κάγκελα και, με έκφραση έκδηλης αγωνίας, κυριολεκτικά σε εκλιπαρούν να τα ελευθερώσεις απ’ το κελί τους, γλιτώνοντάς τα απ’ το σκοτεινό πεπρωμένο τους το οποίο προαισθάνονται… Τραγική ειρωνεία η απαλή, ευχάριστη μουσική που ακουγόταν απ’ τα μεγάφωνα. «Για να ηρεμούν τα ζώα», μου εξήγησε ο φύλακας!

Σε ένα κελί, μια μεγαλόσωμη σκύλα με τα νεογέννητα κουτάβια της. Το βλέμμα της ξεψυχισμένο, μίζερο, σαν ήδη να δήλωνε παραίτηση και συνθηκολόγηση με τη μοίρα… Σε ένα άλλο κελί, ένα μαλλιαρό άσπρο θηλυκό κανίς. «Μάλλον άρρωστη», είπε μελαγχολικά ο φύλακας καθώς άνοιγε το κελί να βάλει νερό. Και σε μια στιγμή, σαν τους απελπισμένους του Άουσβιτς που καβαλούσαν τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα για να «γλιτώσουν» απ’ τους θαλάμους των αερίων, μαζεύοντας όση δύναμη της είχε απομείνει, η σκυλίτσα πετάχτηκε έξω απ’ το κελί της τρέχοντας άναρχα στους υποφωτισμένους διαδρόμους του ασύλου.

Χρειάστηκαν οι συντονισμένες προσπάθειες δύο-τριών φυλάκων για να επαναφέρουν στο κελί της μια μελλοθάνατη που το μόνο «έγκλημά» της ήταν ότι υπήρξε… Έφυγα κρατώντας μόνο την τραγική ειρωνεία της μουσικής από το τοπικό FM 100.

Λίγες μέρες μετά, πήρα ένα αξιαγάπητο κουτάβι κόκερ σπάνιελ από ένα καλό σπίτι της πόλης. Σύντομα διαπίστωσα ότι είχε και ταλέντο στο τραγούδι! Η μουσική που αναβλύζει χαρούμενα από τα γιορτινά μεγάφωνα της πόλης μού φέρνει στο νου εκείνη την ευχάριστη, απαλή, εξίσου ειρωνική μουσική στην αίθουσα των μελλοθανάτων του Αμερικάνικου Animal Shelter.

Μόνο που οι σημερινοί μελλοθάνατοι είναι καταδικασμένοι σε ένα θάνατο αργό, βασανιστικό. Είναι οι στρατιές των ανέργων που ολοένα αυξάνουν… Είναι τα παιδιά που θα μεγαλώσουν δίχως όραμα για το αύριο… Είναι οι πολίτες μιας χώρας, που θα πρέπει να συνηθίσουν στην ιδέα πως οι γιορτές δεν θα ‘ναι πια παρά λίγες κόκκινες γραμμές τυπωμένες με ξεθωριασμένο μελάνι στα ημερολόγια του τοίχου. Κάτι σαν τις Κυριακές, που λίγο-λίγο παύουν κι αυτές να είναι Κυριακές… Μας είπε ψέματα, άραγε, η Ιστορία; Ή μήπως εμείς τη διαψεύσαμε; Την απάντηση, φοβάμαι, δεν θα μας την δώσει κανείς: θα πρέπει να τη βρούμε μόνοι μας!

* Το κείμενο αυτό αποτελεί σημαντικά αναθεωρημένη μορφή ενός άρθρου μου που δημοσιεύθηκε στις 29-10-2011 στην «Ελευθεροτυπία». Τότε ίσως και να ‘μασταν ακόμα κάπως αισιόδοξοι…