Όταν ακούς το όνομα Γεράσιμος Ευαγγελάτος σκέφτεσαι αυτόματα τη Νατάσα Μποφίλιου, μιας και είναι ο στιχουργός των όμορφων τραγουδιών της. Γράφει διεισδυτικά, δεν φοβάται να εκτεθεί συναισθηματικά, «αυτός είναι ο μόνος τρόπος αν θέλεις να κάνεις τον άλλο να σ’ ακούσει» όπως μας είπε. Όπως όλα δείχνουν όμως, τα πάει εξίσου καλά κι εκτός ομοιοκαταληξίας. Όταν δεν γράφει στίχους, γράφει θεατρικά έργα. «Η άλλη αίσθηση» που φιλοξενείται στο Art Factory βασίζεται σε έξι ιστορίες του Γκυ ντε Μωπασάν κι είναι δικό του δημιούργημα. Και το μεγάλο στοίχημα αρχίζει, αφού κάνει πρεμιέρα το διάσημο μιούζικαλ Fame σε σκηνοθεσία της ειδικής και πολύ καλής στο συγκεκριμένο είδος Θέμιδας Μαρσέλλου και τον ίδιο να υπογράφει όλο το κομμάτι της πρόζας.
-Οι περισσότεροι έχουμε στο μυαλό μας την τηλεοπτική εκδοχή του Fame. Τι θα δούμε στην αντίστοιχη θεατρική;
«Το έργο συγκεντρώνει όλη όλη την φιλοδοξία του ανθρώπου που θέλει να πετύχει τα πάντα και το βασικότερο, να τα πετύχει γρήγορα. Αυτό είναι το βασικό θέμα της παράστασης: δεν είναι μόνο η ανάγκη για επιτυχία, είναι η ανάγκη για επιτυχία χωρίς προσπάθεια. Αυτό έχει πολύ ενδιαφέρον στο Fame και το κάνει και διαχρονικό. Περνάει δυνατά μηνύματα, κι ας φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι είναι τρεις λαλούν και δυο χορεύουν. Διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη, με πρωταγωνιστές παιδιά που δεν έχουν την παιδεία να καταλάβουν τι ακριβώς ταλέντο έχουν, θαμπώνονται από σινεμά και τηλεόραση, πηγαίνουν λοιπόν σ’ αυτήν την Ακαδημία Τεχνών με πάρα πολλά όνειρα και πιστεύουν ότι με το χαρτί που θα πάρουν από τη Σχολή θα κατακτήσουν το Μπρόντγουεη, το Χόλιγουντ, τον κόσμο ολόκληρο».
-Τελικά τα καταφέρνουν;
«Δεν το μαθαίνουμε ποτέ. Παρακολουθούμε τις ζωές τους όσο είναι εντός σχολής, λίγο προτού βγουν στην αγορά εργασίας. Συγκρούονται με το τι είναι τέχνη, ενηλικίωση, βλέπουμε ανθρώπους να υποφέρουν από το χορό, άλλωστε υπάρχει και η πικρά αληθινή φράση για το μπαλέτο «αν δεν πονάς, δεν το κάνεις σωστά». Αλλά δεν ξέρουμε τι γίνεται αφού φύγουν από τη σχολή, αν πάτωσαν ή αν έγιναν κάποιοι, αν τα παράτησαν ή αν συνέχισαν. Επίσης είναι πολύ χαρακτηριστική η ατάκα που λέει η αυστηρή διευθύντρια της Σχολής, η κυρία Σέρμαν, την οποία υποδύεται η Αλέκα Κανελλίδου: «μας έρχονται εδώ παιδιά που νομίζουν ότι καριέρα σημαίνει να βγεις και να χορεύεις πάνω στα ταξί ή να τραγουδάς στους δρόμους και στο τέλος να πέφτεις μέσα στο συντριβάνι». Δεν είναι ακριβώς έτσι».
-Στην Ελλάδα συμβαίνει πολύ αυτό, όλοι θέλουν να γίνουν ή ηθοποιοί ή τραγουδιστές…
«Και να μην το περιορίζουμε μόνο στο καλλιτεχνικό. Σ’ αυτή τη χώρα όλοι θέλαμε να γίνουμε κάτι που θα μας εξασφάλιζε χωρίς πολλή προσπάθεια. Για πόσα χρόνια ζούσαμε θεοποιώντας το βόλεμα; Η κεντρική ηρωίδα του έργου είναι η Κάρμεν, κόρη μεταναστών κι έχει κάποια ταλέντα που δεν είναι και πολύ συγκεκριμένα. Λίγο τραγουδάει, λίγο χορεύει, θα μπορούσε να είναι τραγουδίστρια, ηθοποιός, χορεύτρια, δεν έχει ιδιαίτερη προτίμηση, το μόνο που τη νοιάζει είναι να γίνει διάσημη. Σκέψου λοιπόν πόσους Ελληνες ξέρεις, όχι μόνο στον καλλιτεχνικό τομέα, οι οποίοι προσπαθούν να κάνουν τα πάντα προκειμένου να κερδίσουν αναγνωρισιμότητα ή αποδοχή. Είναι η ιστορία της ζωής μας».
–Αραγε τώρα που δεν υπάρχουν στην τηλεόραση talent shows ούτε για δείγμα και αποκαθηλώνονται και όλες οι βασίλισσες της νύχτας, υπάρχει χώρος για «ψώνια»;
«Πάντα θα υπάρχει. Απλώς φαίνονται οι ραφές τους πια. Δεν μπορούν να κρυφτούν, δεν έχουν αρκετή χρυσόσκονη για να σε ξεγελούν ότι είναι ταλεντάρες και ημίθεοι.Το παραμύθι τελείωσε».
-Παρακολουθούσες τα ριάλιτι ταλέντων τότε;
«Οταν ξεκινήσαμε, ήμασταν ακριβώς στην αντίπερα όχθη. Οταν δηλαδή αρχίσαμε μέσα από τη Μικρή Αρκτο, έναν πολύ παλιομοδίτικο εντός εισαγωγικών τρόπο ανάδειξης ταλέντων, ήταν ακριβώς η χρονιά που είχαν αρχίσει και τα πρώτο talent shows. Εμείς προσπαθούσαμε να επικοινωνήσουμε τη δουλειά μας, στέλναμε δελτία τύπου, την ίδια στιγμή που η τηλεόραση είχε γεμίσει με «αστέρια» που μονοπωλούσαν τα περιοδικά, τα κανάλια, το ραδιόφωνο, οπότε το βιώσαμε πολύ έντονα όλο αυτό. Καταλαβαίναμε ότι ήταν ένα πράγμα πολύ μεθοδευμένο που δεν μας αφορούσε, είχε άλλη αισθητική, όμως ποτέ δεν στάθηκα αυστηρός στα παιδιά που πήραν μέρος στα ριάλιτι. Είμαι της άποψης ότι αν θες να κάνεις κάτι, αν σου δοθεί μια ευκαιρία άρπαξέ την, αλλά προσπάθησε τη στιγμή που θα μπορέσεις να τη φέρεις στα μέτρα σου».
-Εμπαινες στον πειρασμό να τα παρακολουθήσεις;
«Και βέβαια! Τα παρακολουθούσαμε ανελλιπώς μαζί με τον συνθέτη, φίλο και συνεργάτη Θέμη Καραμουρατίδη, θέλαμε να δούμε τί ακριβώς κάνουν. Μπορώ να σου πω τους πάντες, όσους πήραν μέρος, τους θυμάμαι όλους!».
-Ηταν δηλαδή κάτι σαν ένοχη απόλαυση…
«Καθόλου ένοχη! Τα βλέπαμε πολύ συνειδητά και τελειώς απενοχοποιημένα!».
-Πώς βλέπεις την αποδόμηση που έχει συμβεί σε πολλές «βασίλισσες της νύχτας»; Για παράδειγμα, η Καίτη Γαρμπή τραγούδησε πρόσφατα σε σινεμά και πήρε και καλές κριτικές…
«Πάντα ψαχνόταν η Γαρμπή, δεν μπορείς να μην της το αναγνωρίσεις αυτό, δεν είναι κάτι που το έκανε μόνο λόγω κρίσης. Δοκίμασε το διαφορετικό και προτού αρχίσει η κάτω βόλτα, έκανε πράγματα που μπορεί να μην είχαν την ανταπόκριση που είχαν οι εμφανίσεις της στα μεγάλα κέντρα, πάντως ψαχνόταν. Αλλά σίγουρα υπάρχουν και τραγουδίστριες που η κρίση της έχει φέρει στα όριά τους. Δεν πειράζει, κι αυτές προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα χωρίς λαμπάκια και κροκόδειλους επί σκηνής. Φαίνεται πλέον πιο καθαρά αυτό που έχεις να δώσεις. Είναι σημαντικό που η Γαρμπή βγαίνει και τραγουδάει σε ένα σινεμά και όλοι ξαφνικά λένε «α τι ωραία φωνή που έχει η Καιτούλα». Μπορεί πλέον να είναι ελεύθερη να τραγουδάει πράγματα πιο κοντά σ’ αυτά που τη συγκινούν. Δεν πιστεύω στις ισόβιες καταδίκες των καλλιτεχνών. Οτι δηλαδή κάποιος που παρασύρθηκε από ένα παιχνίδι δημοσιότητας και ρεπερτορίου δεν έχει δικαίωμα να δοκιμάσει άλλα πράγματα».
-Η έμπνευση σε συναντά ακατάσχετες ώρες ή βάζεις συγκεκριμένο ωράριο όταν γράφεις;
«Εξαρτάται από τί έχω να κάνω. Τώρα που δούλευα το Fame, δεν ήταν απαραίτητο να έχω έμπνευση γιατί πατούσα σε ένα ήδη υπάρχον καλό κείμενο, οπότε το έκανα ουσιαστικά σε ώρες γραφείου, έλεγα «τώρα δουλεύω». Αλλά γενικότερα οι δικές μου ώρες γραφείου, όταν δηλαδή θέλω να φτιάξω κάτι, είναι ώρες που αφήνω κενές και περιφέρομαι στους δρόμους χωρίς πρόγραμμα. Γυρνάω σε παράξενους δρόμους ακούγοντας μουσική, ό,τι μουσική μπορείς να φανταστείς. Συνήθως διαλέγω πιο αστικά, λιγότερο ειδυλλιακά τοπία. Μπορεί να περπατήσω την Πέτρου Ράλλη ή την Πειραιώς κατά μήκος. Με λυτρώνει και με τροφοδοτεί αυτή η διαδικασία. Μου δίνει την πολυτέλεια να είμαι αφηρημένος, χαμένος. Να περπατώ σε μια ευθεία χωρίς να εστιάζω κάπου συγκεκριμένα. Οι φίλοι μου απορούν μαζί μου που διανύω τόσο μεγάλες αποστάσεις, τρώω πολύ δούλεμα. Εχω πάντα ένα μπλοκάκι και σημειώνω συνεχώς. Σκέψεις περισσότερο, δεν γράφω τόσο στίχους στο σημειωματάριο, αλλά και στο κινητό και σε μία χαρτοπετσέτα, παντού. Μόνο με spray στον τοίχο δεν έχω γράψει ακόμη!».
-Το έντεχνο πέρασε και περνάει ακόμη μία σοβαρή «εντεχνίτιδα» σχετικά με δήθεν ψαγμένους, ασυνάρτητους στίχους. Εσύ έχεις θεωρηθεί από πολλούς η εξαίρεση…
«Τα δικά μου τραγούδια δεν τα ονομάζω έντεχνα. Γράφω τρα-γου-δια. Τραγουδένια, τραγουδάκια, να τραγουδιούνται, μπορείς να τα πεις με όσα υποκοριστικά θέλεις, αυτό που με ενδιαφέρει είναι να γίνονται μέρος της καθημερινότητας όποιου ανθρώπου είναι σε επαφή με τη συγκίνησή του. Δεν με ενδιαφέρει να έχει κώδικες εντέχνου, δεν με ενδιαφέρει καν να έχει κουπλέ-ρεφρέν-κουπλέ-ρεφρέν. Με ενδιαφέρει να είναι μικροί μονόλογοι που ένας άνθρωπος θα τους πετύχει στο ραδιόφωνό του ή θα τους βρει στοYou Tubeκαι θα πει «πες τα ρε, ναι αυτό είναι!». Δεν θέλει φτιασίδια το τραγούδι. Σίγουρα έχουν γραφτεί εξαιρετικά ποιητικά τραγούδια, αλλά είναι ένα εντελώς διαφορετικό πράγμα από αυτό που κάνω εγώ».
-Τί τραγούδια σου αρέσει να ακούς;
«Μου αρέσουν πάρα πολύ τα συγκεκριμένα τραγούδια, δηλαδή τα τραγούδια που μπορεί να σου μιλήσουν για ένα φλυτζανάκι κι ακόμη κι αν δεν έχεις τέτοιο φλυτζανάκι, να μοιράζεσαι το ξένο φλυτζανάκι, συγκινούμαι πολύ με όποιον το κάνει αυτό. Γι’ αυτό λάτρεψα τόσο τους στίχους της Μαριανίνας Κριεζή για παράδειγμα. Που σου μίλαγε για έναν Παναγιώτη, εσύ μπορεί να μην ήξερες κανέναν Παναγιώτη, και για τη Σερενάτα τη γάτα της κι έλεγες «οκ, εγώ δεν έχω γάτα που τη λένε Σερενάτα, αλλά την απώλεια έτσι την έχω βιώσει». Αυτό θεωρώ εγώ τραγούδι».
-Πότε γράφεις καλύτερα, όταν είσαι χάλια, ή όταν είσαι καλά;
«Ποτέ δεν είμαι εντελώς καλά, οπότε όταν είμαι έτσι κι έτσι, προς χάλια! Είναι πολύ συγκεκριμένες στιγμές. Είναι μία μεταβατική φάση, γίνομαι άλλος άνθρωπος για κάποιο διάστημα. Βλέπω αλλιώς τον κόσμο, ζω λίγο έξω απ’ αυτόν, δεν ξέρω πότε ακριβώς έρχεται αυτό, αλλά έρχεται και με βρίσκει».
-Ποια είναι η ιστορία που κρύβεται πίσω από το «Εν λευκώ», το πιο επιτυχημένο τραγούδι που έχεις γράψει ως σήμερα και που κλείνει πάντα τα live της Νατάσας Μποφίλιου;
«Είναι από τις πιο μαγικές στιγμές της συνεργασίας μας. Κατ’ αρχήν είναι ένα τραγούδι που είχε μείνει για πολύ καιρό στο συρτάρι. Ολοι έλεγαν «ε, αυτό το τραγούδι δεν πρόκειται να πιάσει ποτέ». Ομως γι’ αυτό ακριβώς δεν υπάρχουν συνταγές: έχει δέκα στροφές, δεν έχει ρεφρέν, λέει πράγματα που είναι παράξενα, μεταφυσικά και πολύ προσωπικά. Για μένα όλα αυτά που αναφέρονται είναι πολύ συγκεκριμένες αναφορές σε πολύ συγκεκριμένα πρόσωπα, δηλαδή εμένα με εξέθετε απόλυτα αυτό το τραγούδι. Βρήκε το δρόμο του λοιπόν με τη μουσική του Θέμη Καραμουρατίδη, ο οποίος ενώ το είχε στα χέρια του για πολύ καιρό, δεν καταπιανόταν μαζί του, του φαινόταν κι εκείνου παράξενο. Οταν όμως χρειάστηκε κι αυτός να βγάλει μια δική του κραυγή, πιάστηκε κι αυτός από το τραγούδι κι έτσι συναντηθήκαμε στο συναίσθημα και φυσικά μετά ήρθε και η Νατάσα που το απογείωσε με την ερμηνεία της κι έκανε την κραυγή κυριολεκτική, κι ενώ αρχικά μας τρόμαξε στην ηχογράφηση, τελικά δεν την κόψαμε. Δεν την είχαμε συζητήσει, της βγήκε εκείνη τη στιγμή στο στούντιο και την κρατήσαμε».
-Δεν φοβήθηκες να εκτεθείς τόσο πολύ μέσα από τους στίχους σου;
«Καθόλου! Ποτέ δεν το φοβάμαι αυτό, δεν γίνεται αλλιώς. Για μένα ήταν εγχείριση ανοιχτής καρδιάς αυτό το τραγούδι, έφυγε πολύ βάρος από πάνω μου, ήταν μια βόλτα στην Πέτρου Ράλλη, 3 η ώρα τη νύχτα, να φανταστείς ακόμη και αδέσποτα σκυλιά με είχαν πάρει από πίσω, αλλά δεν τα άκουγα γιατί φορούσα ακουστικά, το 2002, κάπου τότε πρέπει να γράφτηκε. Με πολλή στενοχώρια, ήταν μία περίοδος από εκείνες που νιώθεις ότι τίποτα δεν πηγαίνει καλά στη ζωή σου κι όλα σε διαψεύδουν με τον πιο κυνικό τρόπο. Μου ήρθε λοιπόν αυτή η ιδέα με στιχάκια-στιχάκια στη σειρά, χωρίς την προοπτική του τραγουδιού κι όταν λοιπόν το έβγαλα από μέσα μου, χωρίς καν να το καταγράψω το θυμόμουνα κι όταν γύρισα σπίτι κάθισα και το έγραψα. Την επόμενη μέρα ήμουν άλλος άνθρωπος. Πολύ πιο ήρεμος, πολύ πιο ήσυχος, έτσι λειτουργούν αυτά».
-Τι πιστεύεις ότι κάνει τη Μποφίλιου τόσο ιδιαίτερη επί σκηνής;
«Θεωρώ ότι όποιος έχει τη χαρά να δει τη Νατάσα στη σκηνή παίρνει ένα δώρο πολύ σπουδαίο. Εισπράττει μία θεατρικότητα που μπορεί κάποια στιγμή να είναι υπερβολική, δεν είναι όμως καθόλου σκηνοθετημένη αν και συχνά της το καταλογίζουν. Την ξέρω τόσα χρόνια, έχει τραγουδήσει μπροστά μου άπειρες φορές, αλλά σε κάθε live της θα χαζέψω. Γι’ αυτό δεν μπορείς να επενδύσεις ποτέ στη Νατάσα, αυτό είναι το υπέροχό της. Το ότι μπορεί αύριο να τα μαζέψει και να φύγει, να πάει σε ένα νησί και να μην ξαναγυρίσει ποτέ. Δεν είναι υπερβολή, μπορεί να το κάνει. Ξέρω δηλαδή ότι είναι ένας άνθρωπος που πολύ σύντομα μπορεί να εξαφανιστεί και να τη χάσουμε όλοι. Γιατί όλα τα ζει στο 100%. Όταν της λέω φύλα τις δυνάμεις σου, δεν γίνεται να κάνουμε παραστάσεις για μία ολόκληρη σεζόν κι εσύ να τα δίνεις όλα κάθε βράδυ, εκείνη αντιδρά: «όταν δεν έχω να δώσω, θα σταματήσω. Τώρα που έχω, θα δίνω».
-Γράφεις πολύ συχνά για τη δυσκολία να έρθουμε κοντά. Γιατί είναι τόσο δύσκολες οι σχέσεις σήμερα;
«Επειδή εμείς οι ίδιοι έχουμε γίνει πάρα πολύ δύσκολοι και θέλουμε να προσδιορίσουμε τους εαυτούς μας μέσα από τις σχέσεις μας. Οταν το λύσουμε αυτό, οι σχέσεις θα είναι υπέροχες! Ομορφες, ήσυχες, μπορεί να μην σου δίνουν τον ουρανό με τ’ άστρα, αλλά μία πολύ ωραία καθημερινότητα. Οταν όμως αρχίζεις και ψάχνεις τον εαυτό σου μέσα στον άλλο άνθρωπο και βλέπεις τα κουσούρια σου μεγενθυμένα απέναντι σου, εκεί τελείωσε, το χεις χάσει το παιχνίδι».
-Εχεις κάνει ποτέ ψυχοθεραπεία;
«Οχι δεν έχω κάνει. Αλλά είναι αστείο όταν οι εραστές μιλάνε μεταξύ τους σαν ψυχοθεραπευτές: «μην κάνεις τις προβολές σου πάνω μου / υποσυνείδητα ήθελες να με πληγώσεις / αυτό ψάξτο, πρέπει να το λύσεις…»». Πρέπει να σταματήσουμε να βλέπουμε τον άλλο σαν καθρέφτη μας. Να καταλάβεις δηλαδή ότι ο άλλος δεν σου ανήκει, δεν σου ανήκουν οι στιγμές που περνάει μακριά από σένα, δεν σου ανήκει το μέλλον του, τα όνειρα και οι προοπτικές του, αλλά είστε μαζί για το εδώ και το τώρα».
-Επίσης γράφεις συχνά και για απαγορευμένους έρωτες. Θεωρείς ότι ο λέρωτας μπορεί να ανθίσει και σε κανονικές συνθήκες, ή πάντα θα έχουμε ανάγκη το δράμα και να νιώθουμε καταραμένοι ποιητές;
«Εννοείται ότι μας αρέσει πολύ το δράμα, εξηγεί πολλά άλυτα θέματα που έχουμε με τον εαυτό μας. Διότι όταν ένας άνθρωπος ξυπνάει το πρωί και πάει σε μια δουλειά που δεν θέλει, πληρώνει έναν λογαριασμό που δεν θέλει, μετακινείται με ένα μέσο που δεν θέλει σε μια πόλη που δεν θέλει, ε είναι ωραίο να ξέρει ότι έχει και μια τραγωδία από πίσω του. Η οποία τραγωδία βέβαια, δεν είναι από αυτές που σε οδηγούν στην καταστροφή, αλλά ανά πάσα στιγμή μπορείς να βγεις από αυτήν με δυο-τρία ποτήρια ουίσκι κι ένα ωραίο τραγούδι στο ραδιόφωνο. Μας αρέσει, μας κάνει να νιώθουμε ζωντανοί όλο αυτό το πράγμα. Και γινόμαστε και λίγο κινηματογραφικοί ήρωες, λη μυθιστορηματικοί, μας αρέσει το παραμύθι, το τραβάει ο οργανισμός μας. Και γεννηθήκαμε για το δράμα, αυτό είναι σίγουρο».
-Κι η κωμωδία τί θέση έχει;
«Την κωμωδία μας την επιβάλλουν οι άλλοι. Εμείς από μόνοι μας δράμα θέλουμε. Είμαστε drama kings and queens. Τουλάχιστον οι πιο ευαίσθητοι άνθρωποι, έχουν μια έφεση στο δράμα. Και ταυτόχρονα έχουν πολύ χιούμορ, μπορούν να κανιβαλλπίσουν τα πάντα ανά πάσα στιγμή».
-Τώρα τελευταία πολλοί καλλιτέχνες και «καλλιτέχνες» τοποθετούνται δημόσια σχετικά με τη Χρυσή Αυγή. Νιώθεις φόβο για όλα αυτά που συμβαίνουν;
«Ο μοναδικός μου φόβος είναι ότι ξαφνικά αρχίζουμε και συνηθίζουμε αυτά που μέχρι πρότινος ήταν αυτονόητα. Αλλά εφόσον πλέον τα αυτονόητα έχουν αρχίσει να αμφισβητούνται, σαφέστατα είναι υποχρέωση του καλλιτέχνη να βγαίνει και να λέει ότι η γη δεν είναι επίπεδη. Η Νατάσα δεν φοβήθηκε να το κάνει. Αν στο twitter για παράδειγμα σε ακολουθεί πολύς κόσμος, οφείλεις να βγαίνεις και να λες ότι ο φασισμός είναι αρρώστια. Οτι ο φασισμός πρέπει να πεθάνει. Τόσο απλά. Θα το λέμε ώσπου να το καταλάβουν. Εγώ πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να επαναλαμβάνεται σε τέτοια θέματα, για το πόσο κακό πράγμα είναι η ανελευθερία και ο φασισμός. Αλλά θα το λέω μέχρι να μου δέσουνε τα χέρια ή να μου κόψουνε τη σύνδεση. Και δεν πειράζει που έχει γίνει μόδα. Μόνοι μας θα το κάνουμε μόδα και θα λέμε συνέχεια γι’ αυτό».
Fame, Το Μιούζικαλ. «Θέατρον», στο Κέντρο Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος». Πειραιώς 254, Ταύρος. Τηλ: 212 2540300. Από 12/12