Κραυγαλέος ο τίτλος. Μου κόλλησε όμως, κυρίως για τα υπονοούμενά του. Τα πολιτικά και τα οικονομικά, που ζορίζονται να βγουν από το λούκι σε δόσεις, πηδώντας από τον χειμώνα στην άνοιξη. Τα ημερολογιακά, που τρέχουν δαιμονισμένα στην τροχιά των ογδόντα και βάλε χρόνων και τα ποιητικά, που δεν πρέπει να μείνουν ασυμπλήρωτα. Μεσολάβησε εξάλλου και ο πρόσφατος, οδυνηρός χαμός ενός γενναίου ποιητή της γενιάς του ’70: του Μίμη Σουλιώτη, εγκάρδιου μαθητή και φίλου.
Πιάνω, λοιπόν, το ποιητικό νήμα από εκεί που το άφησα ξεκρέμαστο την περασμένη Κυριακή, μιλώντας για το φάντασμα μιας ποίησης που απογυμνώνει και απογυμνώνεται, καταπώς έγραφα τις προάλλες. Ο λόγος για την τελευταία συλλογή του Τίτου Πατρίκιου, που υπόσχεται ότι Σε βρίσκει η ποίηση, αν όντως θέλεις να τη βρεις κι εσύ.
Αλλιώς σε περιπαίζει. Φτάνει στα πόδια σου καβάλα σε ποδήλατο ή μηχανάκι, μπορεί και σ’ αυτοκίνητο. Το παίζει αναλόγως: αμαζόνα με σπαθί υψωμένο, κουρελού ζητιάνα, πορνοστάρ, διευθύντρια αναμορφωτηρίου, άσπιλη παρθένα που σε παγιδεύει, βάζοντας στο κρεβάτι σου κάποιο θηλυκό με τράβηξη, κι εσύ νομίζεις πως έσμιξες μ’ εκείνη. Αλλοτε πάλι σε προσπερνάει, για να ξεσκονίσει νεκροζώντανους αρχηγούς, ή φουσκώνει τις ουτοπίες σου, όσο να σκάσουν σαν μπαλόνι. Και μόνο αν επιμείνεις στην αφοσίωσή σου, σου φανερώνει τότε κι εκείνη την αλήθεια της, λέγοντας απερίφραστα πως ανήκει στον καθένα, όχι μόνον σ’ εσένα. Δικό σου θέμα αν θέλεις να μπερδέψεις το «καθένας» με το «κανένας», οπότε το πράγμα δυσκολεύει, γυρεύοντας ίσως πιο υποψιασμένο ψάξιμο.
Αυτός είναι σε παράφραση (σχεδόν στο όριο της αντιγραφής) ο προκλητικός ορισμός και προορισμός της ποίησης, όπως απογράφεται στην ένατη ενότητα της συλλογής που συζητώ. Στο μεταξύ ο ποιητής αποφασίζει να αποκαλύψει ο ίδιος τα πεπραγμένα μιας πολύχρονης θητείας, με τη μέθοδο, όπως έλεγα, της αυτοπάθειας, ζευγαρώνοντας το εγώ με το εσύ και το εσύ με το εγώ. Διαπιστώνοντας πως ένα ολόκληρο σύστημα ζωής και φωνής, επιμελώς συντηρημένο, τώρα σαλεύει, βγάζοντας στη φόρα τις αυταπάτες και τις απάτες του, μοιρασμένες μάλιστα σε οκτώ κεφάλαια.
Ετσι στην πρώτη ενότητα της συλλογής ομολογούνται μοιραίες αντιφάσεις στην περιοχή των πραγμάτων. Στη δεύτερη πράξεις αμφίβολες στα κίνητρα και στους στόχους τους. Στην τρίτη σχέσεις διαβλητές με τον άλλο και τους άλλους. Στην τέταρτη το λαίμαργο πάρε δώσε με την αγάπη και τον έρωτα. Στην πέμπτη το στρίμωγμα μπροστά στο δίλημμα αυτοσυντήρησης και αυτοθυσίας. Στην έκτη ο αγοραίος λόγος εις βάρος της μοναχικής σιωπής. Στην έβδομη το πήγαινε έλα από την πρόχειρη ελπίδα στην αυτάρεσκη απελπισία. Στην όγδοη, τέλος, το ξεστράτισμα από τον έντιμο αγώνα στον ανέντιμο ανταγωνισμό μέσα στο ομότεχνο σινάφι.
Η προηγούμενη κατανομή δεν είναι ολότελα ακριβής, στον βαθμό που τα κεφάλαια ελέγχου που εδώ παρατάσσονται, εκεί συντάσσονται και συμπλέκονται. Αφήνοντας ωστόσο να φανεί κάθε φορά η κρίσιμη αιχμή τους, από την οποία εξαρτάται εξάλλου η όψιμη ανταπόκριση της ποίησης. Και μια πρόσθετη διασάφηση: ομολογία στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν σημαίνει εξομολόγηση, με τα παρεπόμενα της θρησκευτικής μετάνοιας. Εδώ όλα παίζονται στο γήπεδο μιας προσωπικής ενδοποιητικής.
Οπου η εύρεση της ποίησης εξελίσσεται σε συνεύρεση, παράγοντας ένα διαθέσιμο κείμενο. Με άλλα λόγια: η ποίηση αποκαλύπτει τους τρεις βασικούς συντελεστές της: τον ποιητή, το ποίημα και τον αναγνώστη. Υπολείπεται ωστόσο το ερώτημα αν συνάμα διεκδικεί και την αυτονομία της. Ή αν ανέχεται τον υποβιβασμό της σε εννοιακή συμπερίληψη των εφαρμογών της.
Στην πρώτη περίπτωση προβάλλεται ως υπόσταση με μεταφυσικό εκτόπισμα, και προσωποποιείται. Εκδοχή που παραπέμπει στην αρχαιοελληνική (και όχι μόνον) παράδοση της επώνυμης Μούσας. Αλλως υποβάλλει την υπεραξία της με τη γραμματική της μόνον κεφαλαιοποίηση: γράφεται δηλαδή, και νοείται, με κεφαλαίο το αρκτικό της γράμμα ως «Ποίηση». Ο Πατρίκιος (ακολουθώντας στο σημείο αυτό τους περισσότερους ομοτέχνους του) παραιτείται από τη μέθοδο της κεφαλαιοποίησης.
Συντηρεί όμως κάτι από την επίνοια της φαντασιακής υπόστασης, ως πηγή της ποιητικής έμπνευσης. Η οποία ρυθμίζει εδώ και συνάμα ελέγχει τις εφαρμογές της, διευρύνοντας συγχρόνως τον ορίζοντα τόσο της παραγωγής της όσο και της πρόσληψής της, προκειμένου να καταστεί η ποίηση κοινό αγαθό.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ