Υπέρ ενός συνεδρίου όπως αυτό που έγινε στο Επινέ, για τη συγκρότηση ενός «αυτόνομου» και «νέου ευρωπαϊκού και δημοκρατικού σοσιαλισμού» τάχθηκε ο Γιώργος Φλωρίδης από τον «Κοινωνικό Σύνδεσμο».
Με αυτό το στόχο, πρότεινε τη δημιουργία μιας ομάδας πρωτοβουλίας για την ανασυγκρότηση του χώρου σε εθνικό επίπεδο, η οποία θα οργανώσει ένα συντακτικό συνέδριο για τη νέα Σοσιαλιστική παράταξη.
Οι κινήσεις πολιτών «Κοινωνικός Σύνδεσμος», «Μπροστά», «Νέοι Μεταρρυθμιστές», «Π80», «Πολιτεία 2012» και «Πρωτοβουλία Β», οργάνωσαν στο Αμφιθέατρο του 984, στην Τεχνόπολη στο Γκάζι, δημόσια εκδήλωση προβληματισμού και διαλόγου για μια σύγχρονη προοδευτική σοσιαλδημοκρατία. σε αυτήν συμμετείχαν και εκπρόσωποι του ΠαΣοΚ και της ΔΗΜΑΡ και η συμμετοχή -πάνω από 300 άτομα παρακολούθησαν τους δύο κύκλους συζήτησης έναντι περίπου 100 που ενδιαφέρθηκαν για την εκδήλωση του Ιουνίου – αιφνιδίασε τους διοργανωτές.
Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία του Γ.Φλωρίδη:
Φίλες και φίλοι,
Αφού σας ευχαριστήσω κι εγώ με τη σειρά μου για την παρουσία σας, θα ήθελα να σημειώσω προκαταβολικά το ειδικό βάρος και την εμβληματική σημασία της σημερινής συνάντησης. Νομίζω ότι είναι η πρώτη φορά, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια που ο ευρύτερος δημοκρατικός σοσιαλιστικός χώρος μαζεύεται για να συζητήσει τα προβλήματα και τις προοπτικές της χώρας και του ιδίου. Το γεγονός αυτό, καθοριστικό σημείο ωρίμανσης των καιρώνκαι των συνειδήσεων, θα σημαδέψει αποφασιστικά τη συνέχεια του χώρου στη δύσκολη, ανατρεπτική όσο και ιδρυτική εποχή που διανύουμε.
Η παρέμβασή μου δεν θα επιδιώξει παρά να μεταφέρει μόνο,συμπυκνωμένα, το καταστάλαγμα των σκέψεων του Κοινωνικού Συνδέσμου, ύστερα από 1,5 χρόνο παρεμβάσεων για την πορεία του χώρου. Καταστάλαγμα με δύο κεντρικές ορίζουσες. Πρώτον, ότι αυτά που καταθέτουμε έχουν ως αδιαπραγμάτευτο σημείο αναφοράς το να σταθεί η Ελλάδα όρθια στο φυσικό και θεσμικό της χώρο, την Ευρώπη, ανατασσόμενη πολιτικά και οικονομικά. Και δεύτερον, με πλήρη συνείδηση ότι τόσο εμείς ως κομμάτι αλλά και συνολικά ο χώρος στον οποίο ανήκουμε, αποτελούν μέρος αλλά και αιτία της βαθιάς ιδεολογικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης μέσα από την οποία οφείλει εξίσου επίπονα να αναταχθεί.
Φίλες και φίλοι,
Η βαθιά κρίση του απερχόμενου πολιτικού συστήματος στην πατρίδα μας αφήνει πίσω της έναν μεγάλο ασθενή, όσο κι αν μας στενοχωρεί αυτό: τον ευρωπαϊκό δημοκρατικό σοσιαλιστικόχώρο. Κι εδώ δεν μιλώ μόνο για τις κατά τεκμηριο μεγαλύτερες δυνάμεις του, δηλ. του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, αλλά και για όλες τις οργανωμένες και μη κινήσεις, καθώς και τις μεμονωμένεςπροσωπικότητες. Μιλώ για το σύνολο του χώρου ανεξαιρέτως, στο εσωτερικό του οποίου διαβαθμίζονται διαφορετικά, βεβαίως, ευθύνες και παραλείψεις.
Αυτό δεν προέκυψε διόλου τυχαία. Είναι αυτή η «πολιτική οικογένεια» που έβαλε τη σφραγίδα της, που πρωταγωνίστησε στην Μεταπολίτευση και σήμερα κυρίως αυτή εισπράττει τα επίχειρα της πτωχευτικής κατάληξης της Ελλάδας. Για πολλούς άδικα, για άλλους δίκαια, αυτό δεν πρέπει να κριθεί πρόχειρα. Θα το κρίνει η ιστορία. Σημασία έχει το ότι συμβαίνει. Οι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει, είναι τόσο συγκυριακοί όσο και βαθυτεροι. Συγκυριακοί είναι η πολιτικοεκλογική συρρίκνωση την οποία επέφεραν η κρίση και η διαχείρισή της. Οι βαθύτεροι αφορούν τη φυσιογνωμική μετάλλαξη και την απώλεια στρατηγικής αυτονομίας του χώρου.
Σήμερα λοιπόν, μέσα στην κορύφωση της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, σε ευρωπαϊκό επίπεδο αλλάκαι στη χώρα μας, στην οποία θα σταθώ, έχει ενταθεί ο ολικός αναστοχασμός για την ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική επανεκκίνηση της δημοκρατικής σοσιαλιστικής οικογένειας. Κατά τη γνώμη μας, τα μεγάλα θέματα είναι δύο. Το πρώτο είναι η Στρατηγική για τη Χώρα και η Ταυτότητα του Χώρου. Το δεύτερο είναι η δημιουργία μιας Μεγάλης και Ενωμένης Παράταξης με Συλλογική Ηγεσία.
Ξεκινώ από το πολιτικά μείζον για την εθνική και κοινωνική ανάταξη θέμα: τη Στρατηγική για τη Χώρα. Μετά από τρία χρόνια κρίσης, η πρόκληση πολιτικής υπέρβασης του μνημονιακού-αντιμνημονιακού διαχωρισμού της χώρας παραμένει αναπάντητη. Το μνημόνιο όσο πρέπει να υλοποιείται για να κρατάει τη χώρα όρθια, άλλο τόσο πρέπει να αντιμετωπίζεται στις παρενέργειές του για το αδύναμο κομμάτι της κοινωνίας.
Η επιβίωση και η ανάκαμψη, όμως, της Ελλάδας βρίσκεται πέρα από τους στείρους διαχωρισμούς που έχουν εγκλωβίσει και εκτρέψει τη δημόσια συζήτηση από τη σοβαρή πολιτική επί τρία ολόκληρα χρόνια. Βρίσκεται σε ένα επιτακτικά ζητούμενο Εθνικό Σχέδιο Πολιτικής και Παραγωγικής Αναδιάρθρωσης της χώρας. Ένα σχέδιο ενταγμένο στη συνέχιση της Ευρωπαϊκής Προοπτικής, που θα αντιστοιχηθεί επιτέλους στην ανικανοποίητη μέχρι σήμερα πολιτική και κοινωνική απαίτηση για την ειλικρινή ανάληψη των εγχώριωνπολιτικοκοινωνικώνευθυνών. Με δικαιοσύνη και αποτελεσματικότητα για τη συνεχιζόμενη επώδυνη πορεία. Με διαρκή και ειλικρινή ενημέρωση για τον τρόπο και το χρόνο εξόδου από την οικονομική ύφεση, την κοινωνική κατάθλιψη και την πολιτική μιζέρια.
Γιατί, όμως, ένα τέτοιο σχέδιο καθυστερεί και αναβάλλεται, παρότι καθαγιάζεται όλο και από περισσότερους; Τι συμβαίνει; Να δεχτούμε ότι με το ξέσπασμα της κρίσης το πολιτικό σύστημα αιφνιδιάστηκε και δεν μπορούσε άμεσα να το φτιάξει. Τώρα, τρία χρόνια μετά, γιατί δεν προχωρά στην εκπόνησή του;
Αυτό κατά την άποψης μου συμβαίνει γιατί το Εθνικό Σχέδιο που θα αλλάξει την Ελλάδα δεν είναι ένα τεχνικό κυβερνητικό σχέδιο -παρότι κι αυτό χρειάζεται- αλλά πρωτευόντως ένα πολιτικό σχέδιο που, όταν μειώνει το κράτος, μαζεύει τους φόρους, ανακεφαλαιοποιεί τις τράπεζες,(βλ. τις οιμωγές περί «αφελληνισμού») περιθωριοποιεί τις συντεχνίεςκ.λ.π έρχεται σε έντονες συγκρούσεις με κάθε είδους πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα που κρατάνε τη χώρα πίσω.
Με μια φράση, αυτό το σχέδιο θα σήμαινε -και γι’ αυτό είναι δύσκολο και διαρκώς αναβάλλεται- απόλυτη προτεραιότητα ανατροπών και αυτοκαταργήσεων στο σημερινό πολιτικό σύστημα. Όμως, αυτές οι ανατροπές και αυτοκαταργήσεις είναι η λυδία λίθος, αλλά και ο γόρδιος δεσμός που πρέπει να κοπεί για να σταθούν και να έχουν κοινωνική υποστήριξη οι επώδυνες οικονομικές επιλογές και να δρομολογηθούν οι δύσκολες παραγωγικές αναδιαρθρώσεις.
Το να συγκροτηθεί μια παραγωγική Ελλάδα, όπως όλοι επιζητούμε, είναι ζήτημα βαθιά πολιτικό και δευτερευόντως τεχνοκρατικό. Απαιτεί πολιτική αναδιοργάνωση με όρους βαθύτερης Δημοκρατίας και με πυλώνες τη διαφάνεια, τον αντιπαρασιτισμό και την αντιπροσωπευτικότητα. Κάθε περιοχή του κράτους, της πολιτικής και των κομμάτων χρειάζεται θεσμική και πρακτική αναμόρφωση. Μόνον έτσι θα αντιμετωπιστεί επί της ουσίας και η -κάθε προέλευσης- σημερινή αντιδημοκρατική πολιτική ακρότητα που πλανάται επικίνδυνα στον ορίζοντα.
Να το πούμε κι αλλιώς. Το πρόβλημα της χώρας είναι βαθιά πολιτικό στη βούληση, στις αποφάσεις, στην εκτέλεση. Στην αποκατάσταση της αξιοπιστίας και της εμπιστοσύνης της πολιτικής. Στη δίκαιη πολιτική και κοινωνική διαχείριση μιας δύσκολης και επώδυνης πορείας. Δεν έχουν πλέον νόημα οι άγονες αντιπαραθέσεις δημόσιου–ιδιωτικού, λιτότητας-ανάπτυξης. Είναι διαχωρισμοί μιας απερχόμενης εποχής, για απερχόμενα πολιτικά και οικονομικά μοντέλα.Με την έννοια ότι χρειαζόμαστε έναν παραγωγικό δημόσιο τομέα και ένα παραγωγικό ιδιωτικό τομέα, κι ότι πρέπει να πολεμήσουμε τον παρασιτισμό και την κλεπτοκρατία και στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Με την έννοια, επίσης, ότι χρειαζόμαστε και λιτότητα στην αντιπαραγωγική κατασπατάληση των εθνικών και κοινωνικών πόρων, αλλά και ανάπτυξη για παραγωγική αναδιάρθρωση της οικονομίας.
Μια τέτοια εθνική στρατηγική, με στόχο ένα νέο πολιτικό σύστημα και ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα, είναι απολύτως δεμένη με το νέο ιδεολογικό στίγμα του χώρου. Που πρέπει ν’ αφήσει πίσω του τους απλοϊκούς διαχωρισμούς και να πάει σε πιο σύνθετες αναλύσεις και εφαρμογές. Είναι μέγα θέμα να κάνουμε καταρχάς τον απολογισμό μας, κι έπειτα να επικαιροποιήσουμε αλλά και να υπερβούμε τους μέχρι τώρα περιοριστικούς ορίζοντες του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού στη χώρα μας. Αυτό θα γίνει με την πολύμορφη συμμετοχή όλων των ιστορικών ρευμάτων και συγκροτήσεων του χώρου. Και θα καταγραφεί μέσα από το δημιουργικό ξεπέρασμα εννοιών όπως κεντροαριστερά, εκσυγχρονισμός, σοσιαλαριστερά, σοσιαλφιλελευθερισμός, στο βαθμό και όπου οι έννοιες αυτές παράγουν ετεροπροσδιορισμό και σύγχυση.
Τέλος, είναι σημαντικό να αναθεμελιώσουμε τη δημοκρατική σοσιαλιστική οικογένεια στην Ελλάδα, οριοθετώντας την με σαφήνεια από τις αντίστοιχες οικογένειες του Συντηρητισμού-Φιλελευθερισμού και της Λαϊκιστικής Αριστεράς. Να προχωρήσουμε σε μια θετική όσο και αυτόνομη διαμόρφωση στη χώρα νέου ευρωπαϊκού δημοκρατικού σοσιαλιστικού λόγου και πράξης.
Φίλες και φίλοι,
Προχωρώ, για να τελειώσω, στο δεύτερο μεγάλο θέμα, αυτό της οργάνωσης και ηγεσίας του χώρου. Μετά από μια τριακονταετή περίοδο ιδεολογικής, πολιτικής και κυβερνητικής ηγεμονίας, ο δημοκρατικός σοσιαλιστικός χώρος στην Ελλάδα βρίσκεται στο ναδίρ του. Πέρα από την κρίση ταυτότητας και στρατηγικής, είναι κατακερματισμένος οργανωτικά, λεηλατημένος εκλογικά -κυρίως από τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και από την ΝΔ- και μαστιζόμενος από έναν ακατανόητο αρχηγικό πληθωρισμό, συνδυαζόμενο με πλήθος προσωπικών και αποϊδεολογικοποιημένων στρατηγικών. Όσο είναι βέβαιο ότι ο δημοκρατικός σοσιαλιστικός χώρος έχει ιστορικές πολιτικές και κοινωνικές ρίζες, άλλο τόσο είναι επικίνδυνο, αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, να μείνει μακροχρόνια στο περιθώριο από τις παρατάξεις του συντηρητικού-φιλελευθερισμού και του αριστερού λαϊκισμού, παίζοντας καθαρά συμπληρωματικούς και εξαρτημένους πολιτικούς ρόλους. Γι’ αυτό, αν μη τι άλλο, θα πρέπει να συνεννοηθούμε τουλάχιστον στα βασικά σημεία που θα κάνουν φανερές τις συμπτώσεις ή τις αποκλίσεις των αναγκαίων πολιτικών πρωτοβουλιών που σε κάθε περίπτωση θα αναληφθούν.
Στο οργανωτικό και ηγετικό θέμα, κατά τη γνώμη μας, απαιτείταιμια αξιωματική τοποθέτηση. Επειδή οποιαδήποτε υποκειμενική συγκρότηση του χώρου ούτε θα βγει μέσα από παρθενογένεση αλλά ούτε μπορεί να μεταφέρει τη μέχρι σήμερα στελεχιακή «τοξικότητα», θα πρέπει να προκύψει μέσα από τη συγκέντρωση και ενοποίηση του έμπειρου αλλά άφθαρτου δυναμικού σε συνδυασμό με νέες στελεχιακές δυνάμεις του χώρου. Το δε νέο ηγετικό υπόδειγμα πρέπει να κτιστεί αδιαπραγμάτευτα και θεσμικά πάνω σε συλλογική βάση, αξιοποιώντας και την αντίστοιχη πλούσια ευρωπαϊκή εμπειρία.
Σε ό,τι αφορά την πορεία συγκρότησης του δημοκρατικού σοσιαλιστικού χώρου σε ενιαίο υποκείμενο-φορέα, σε μια Μεγάλη και Ενωμένη Δημοκρατική Σοσιαλιστική Παράταξη, ας μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα. Εδώ, χάριν συντομίας, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν τέσσερις εκδοχές:
1. Η προσχώρηση των υπολοίπων σ’ έναν υπαρκτό, κυρίαρχο πόλο -ή αλλιώς η λογική της κομματικής μονοκρατορίας κατά το πρότυπο του μεταπολιτευτικού ΠΑΣΟΚ
2. Το άθροισμα της συμπαράταξης των υπαρκτών δυνάμεων -ή αλλιώς η λογική μιας ελληνικής «Ελιάς»
3. Η δημιουργία νέου κόμματος γύρω από μια κυρίαρχη πολιτική προσωπικότητα -ή αλλιώς η επανάληψη του πειράματος του Α. Παπανδρέου το 1974
4. Η πολιτική διάθεση των υπαρκτών φορέων και οργανώσεων για συγχώνευση σ’ ένα Νέο, Ενιαίο Φορέα, την Ευρωπαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατική Παράταξη της χώρας -ή αλλιώς η λογική ενός ελληνικού «Επινέ».
Κατά τη γνώμη μας, η εμπειρία της μεταπολιτευτικής περιόδου, οι σημερινές ελληνικές συνθήκες, καθώς και η ειδικότερη πολιτική και υποκειμενική κατάσταση του χώρου κάνουν προσφορότερη αλλά και πιο επιθυμητή την τελευταία περίπτωση, υπέρ της οποίας τοποθετούμαι ξεκάθαρα.
Σίγουρα πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο όσο και απαιτητικό εγχείρημα που δεν πρέπει να κατανοηθεί σαν μια οργανωτική διαδικασία κορυφής, αλλά θα απαιτήσει τον προσανατολισμό, τη στήριξη, τη συμμετοχή και την ένταξη των δυναμικών και παραγωγικών κοινωνικών στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας, τα οποίαθα πρωταγωνιστήσουν στην ανάταξη της χώρας. Που θα δώσει ζωτικό χώρο και ρόλο πρωτοστάτη στην ελληνική νεολαία. Που θα συνθέσει δημιουργικά και υπερβατικά τις κατακερματισμένες υποκειμενικότητες οργανωμένης και ανένταχτης κλίμακας. Και που θα οριοθετηθεί, με ιδεολογική και πολιτική επάρκεια, από τις υπόλοιπες ανταγωνιστικές στρατηγικές και παρατάξεις.
Φίλες και φίλοι
Όλα αυτά, καθώς και ανάλογες ή διαφοροποιημένες σκέψεις που ανέπτυξαν άλλοι συνομιλητές, απαιτούν δέσμη ιδεολογικών, πολιτικών και οργανωτικών πρωτοβουλιών που θα βασίζονται στον επίπονο διάλογο και στην αλληλέγγυα δράση, πάντα με επιδιωκόμενο στόχο την σύνθεση. Δεν αντιμετωπίζονται ούτε επικοινωνιακά ούτε μέσα από πρόχειρους τακτικισμούς και προσωπικές συγκρούσεις. Απαιτούν πολιτική σοβαρότητα και στρατηγικό βάθος.
Ο χώρος διέρχεται κρίση καμπής, η διέξοδος είναι δύσκολη και πολύπλοκη αλλά σίγουρα ήλθε το πλήρωμα του χρόνου για να ξεκινήσει μια πορεία αναδημιουργίας. Κάθε επιμέρους δύναμη, οργανωμένη ή μη, είναι θεμιτό και χρήσιμο να εξελίξει και να φροντίσει για την πολιτική και οργανωτική της αυτονομία, αλλά το σημείο στο οποίο κυρίως θα κριθούμε όλοι είναι η ειλικρινής αυτοδιάθεσή μας και η συμβολή μας στον μεγάλο και ενιαίο στόχο. Η ιστορία δεν θα συγχωρήσει αδράνεια, ακινησία, ολιγωρία και αρνήσεις λόγω διαχείρισης του «ΕΓΩ».
Για να το διατυπώσω με μια φράση του Στέλιου Ράμφου: «Η αδιαφορία και η αναποφασιστικότητα οφείλονται σε μειωμένη αίσθηση της ευθύνης μας να προλάβωμε εγκαίρως το επαπειλούμενο κακό…Όμως, τι να προλάβει κανείς όταν δεν προβλέπει; Και πώς να προβλέψει, πώς να προετοιμαστεί ή να προγραμματίσει όταν δεν μετρά στη συνείδησή του ο χρόνος, αλλά περιμένει να εκπνεύσει για να νοιώσει το βάρος του;»
Γι΄αυτό και η πρότασή μας, που αποτελεί και συγκεκριμένη συμβολή στον εξελισσόμενο διάλογο, είναι να συγκροτηθεί το συντομότερο δυνατό, Ομάδα Πρωτοβουλίας Ανασυγκρότησης σε εθνική αντιπροσωπευτική βάση, με σκοπό να οδηγηθούμε σε μια Συντακτική Συνέλευση μιας Νέας και Ενιαίας Δημοκρατικής Σοσιαλιστικής Παράταξης.