Είναι μια μονόπλευρη παρουσίαση. Εδώ και χρόνια τα ελληνικά και ξένα ενημέρωσης περιγράφουν με τα μελανότερα χρώματα την κατάσταση των οικονομικά ασθενέστερων ομάδων της χώρας: μείωση μισθών, ανεργία, εξαθλίωση, κατάθλιψη, αυτοκτονίες.
Κανένα από αυτά δεν δείχνει την παραμικρή συμπόνια με τους αναξιοπαθούντες κατοίκους της αντίπερα όχθης: τις δυο χιλιάδες περίπου πάμπλουτες οικογένειες, που σύμφωνα με τις στατιστικές διαθέτουν περίπου το 80% του ελληνικού πλούτου.
Και μόνο το γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel» τόλμησε τις προάλλες να βάλει το δάκτυλο στον τύπο των ήλων και να αποκαλύψει με πολλά προσωπικά παραδείγματα τα «νέα βάσανα» των πλούσιων: τους φόβους τους ότι θα μπορούσαν να φορολογηθούν, να χρεοκοπήσουν, ή και να απαχθούν από κακοποιούς. Βάζοντας έτσι τα «γυαλιά» στους έλληνες ερευνητικούς δημοσιογράφους.
Είναι γεγονός ότι οι εφιάλτες των πλούσιων διαφέρουν από εκείνους των φτωχών όπως η μέρα με τη νύχτα.
Από την άλλη έχουν όμως και κοινές ρίζες – με πρώτη και κυριότερη τη λεγόμενη σχέση κεφαλαίου στις επιχειρήσεις.
Πρόκειται για άνιση σχέση, που στηρίζεται στην εκμετάλλευση και δη, εφ’ όρου ζωής. Οι εργαζόμενοι δίνουν περισσότερα από εκείνα που αντιστοιχούν στο «δίκαιο» μισθό τους.
Αυτό δεν μένει χωρίς συνέπειες στον ψυχισμό των ανθρώπων: Οι μεν φτωχοί νιώθουν να τους πιάνουν μονίμως κορόιδα, οι δε πλούσιοι, ότι πράττουν οικονομικά σωστά, αλλά ηθικά λάθος.
Η εντύπωση, ότι «κάτι δεν πάει καλά», είναι βέβαια συνήθως ασυνείδητη, αλλά εντελώς αναπόφευκτη. Έτσι το βλέπουν και οι εργοδότες. Ο Καρλ Μαρξ μιλά στο «Κεφάλαιο» για το «έντρομο μάτι του καπιταλιστή» που δεν ησυχάζει ποτέ – ακόμα και όταν τα συνδικάτα είναι μετριοπαθή, το προσωπικό του πειθήνιο, και οι δουλειές του πηγαίνουν πραγματικά ρολόι.
Το αποτέλεσμα είναι μια σειρά από ψυχοσωματικές ασθένειες, έτσι όπως τις περιέγραψε στο Μεσοπόλεμο ο Βίλχελμ Ράιχ, και οι οποίες παίρνουν ενδημικό χαρακτήρα ακόμα και υπό κανονικές συνθήκες.
Νεότερες έρευνες δείχνουν, ότι μεταπολεμικά το κακό παράγινε. Οι ψυχοσωματικές ασθένειες ξεπέρασαν σε αριθμό τις καθαρά σωματικές, κι αυτό ιδιαίτερα μέσα στα πολύ εύπορα στρώματα. Οι επιστήμονες μιλάνε για το «παράδοξο του Easterlin» (σύμφωνα με το όνομα του επινοητή του Richard Easterlin) που συνίσταται στο ότι η συσσώρευση πλούτου δεν μειώνει, αλλά, αντίθετα, αυξάνει την προσωπική δυστυχία. Η απομόνωση σε βαθμό αυτισμού που επιφέρει το πολύ χρήμα γεννά, μαζί με αντικοινωνικές συμπεριφορές, και βαριά κατάθλιψη.
Όλα αυτά βέβαια ισχύουν για το χθες. Ύστερα από τη μετατροπή της Ελλάδας σε οικονομικό προτεκτοράτο, περί το 2010, τα πράγματα άρχισαν να εκτροχιάζονται πλήρως. Η έννομη εκμετάλλευση, που συμπεριλάμβανε και τη νομική προστασία των εργαζομένων, μετατράπηκε, μέσω της καρατόμησης των μισθών και των εργασιακών δικαιωμάτων, σε πλιάτσικο. Και το κράτος του Νίκου Δένδια επέτεινε – με τα πογκρόμ κατά των προσφύγων και μεταναστών, τα καταγγελλόμενα βασανιστήρια ξένων και ντόπιων στα αστυνομικά τμήματα, και τη λογοκρισία στη ΝΕΤ – το αίσθημα ανομίας.
Αντίστοιχα ανεξέλεγκτη έγινε έτσι και η ψυχή του ανθρώπου. Ο αριθμός των ψυχικών νοσημάτων πολλαπλασιάσθηκε. Πολλοί ψυχοθεραπευτές δηλώνουν ότι δεν είχαν ποτέ παλιότερα τόσο πολύ δουλειά, όσο τα τελευταία 2-3 χρόνια. Το επάγγελμά τους είναι ίσως το μοναδικό – δίπλα σε εκείνο των κλειδαράδων – που ανθίζει κυριολεκτικά υπό τις συνθήκες της κρίσης.
Ο φόβος δεν κάνει βέβαια διάκριση ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους. Οι τελευταίοι, που είναι, υλικά, οι μοναδικοί κερδισμένοι από τη γενική αναμπουμπούλα, θα έπρεπε να είναι μάλιστα σήμερα – αν ισχύει όντως το «παράδοξο του Easterlin» – και οι πιο φοβισμένοι.
Αυτό είναι δύσκολο να αποδειχθεί με αριθμούς. Υπάρχουν όμως πολλοί λόγοι που δικαιολογούν και τον πιο απύθμενο φόβο τους: Παράδειγμα, το ενδεχόμενο να βρεθεί το όνομα τους στη λίστα-Λαγκάρντ, ή να ζητήσει η ΣΔΟΕ την εξέταση των προηγούμενων φορολογικών τους δηλώσεων.
Με την ευκαιρία: Γιατί άραγε δεν το έχει κάνει μέχρι τώρα; Τέτοια εξέταση δεν θα αποκαθιστούσε μόνο τη φορολογική δικαιοσύνη, αλλά θα έδινε και την ευκαιρία στους φτωχότερους των Ελλήνων, να εκφράσουν επιτέλους οργανωμένα τα συναισθήματά τους προς τη μικρή ομάδα των πλούσιων συμπολιτών τους, που ζουν σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, στο «κόκκινο».
Οι τελευταίοι πάντως δεν επιχειρούν να το κρύψουν. Ποζάροντας, για παράδειγμα, μπροστά στο φακό της γαλλίδα φωτογράφου Μπετίνα Ρενς. Όμως και εδώ τα πορτρέτα τους, όπως έδειξε έκθεση φωτογραφίας που έγινε πριν λίγο καιρό στο Βερολίνο, είναι μόνο φαινομενικά ήρεμα. Αν τα κοιτάξει κανείς προσεκτικότερα προδίδουν δυσφορία και τρόμο.
Η πιο αισθησιακή φωτογραφία ήταν εκείνη της διάσημης ιταλίδας ηθοποιού Μόνικα Μπελούτσι, που τρώει μια μακαρονάδα, περιχυμένη με μια υπέροχη κόκκινη σάλτσα – τόσο λαίμαργα, που λες και είναι η τελευταία της ζωής της.
Το πρόσωπό της όμως, αντί για απόλαυση, προδίδει το ακριβώς αντίθετο: στρες.
Είναι το στρες εκείνων που φοβούνται, ότι οι φτωχοί είναι ήδη έτοιμοι να τους τα πάρουν όλα. Και ότι μαζί με τα μακαρόνια θα τους φάνε και τη σάλτσα.