«Είμαστε σχεδόν στο ίδιο σημείο» ανέφερε στο «Βήμα» κορυφαίο στέλεχος του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης το απόγευμα της Κυριακής, λίγες ώρες μετά την τηλεδιάσκεψη του Eurogroup – διήρκεσε δυόμιση ώρες – το Σάββατο και την κρίσιμη συνεδρίαση του ίδιου σώματος με αυτοπρόσωπη παρουσία το μεσημέρι της Δευτέρας στις Βρυξέλλες.
Το ίδιο στέλεχος ανέφερε ότι για να υπάρξει λύση πρέπει να υποχωρήσει μια από τις δύο πλευρές, πιο συγκεκριμένα είτε η Καγκελάριος της Γερμανίας κυρία Ανγκελα Μέρκελ είτε η Γενική Διευθύντρια του ΔΝΤ κυρία Κριστίν Λαγκάρντ.
Νωρίτερα, πηγές του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης ανέφεραν ότι η τηλεδιάσκεψη του Σαββάτου «πήγε καλά» καθώς «μπήκαν κάποια πράγματα σε μια σειρά». Στέλεχος του κυβερνητικού επιτελείου που μετείχε στην τηλεδιάσκεψη του Σαββάτου από την πλευρά του Μεγάρου Μαξίμου είπε ότι «αν δεν ήμασταν κοντά σε απόφαση θα υπήρχε σοβαρό πρόβλημα», εκφράζοντας συγκρατημένη αισιοδοξία για τη συνεδρίαση τηςΔευτέρας.
Συνοψίζοντας, η ελληνική πλευρά αναμένει απόφαση για την εκταμίευση των τριών δόσεων ύψους πλέον των 44 δις. ευρώ, την τελική έγκριση της επιμήκυνσης του προγράμματος ως το 2016 και ασφαλώς λύση στο θέμα της βιωσιμότητας του χρέους που αποτελεί προυπόθεση για τα παραπάνω.
Δεν αρκούν όσα συμφωνήθηκαν
Σύμφωνα με ευρωπαικές πηγές, στη χθεσινή τηλεδιάσκεψη του Εurogroup υπήρξε επί της αρχής συμφωνία σε τρία σημεία, μέτρα που ωστόσο δεν φαίνεται προς το παρόννα επαρκούν για τη μείωση του χρέους στο 124% του ΑΕΠ το 2020, σημείο στο οποίο υποχώρησε το ΔΝΤ.
Τα μέτρα αφορούν:
-Μείωση επιτοκίων στα δάνεια του πρωτου πακέτου στήριξης από τις χώρες της ευρωζώνης προς την Ελλάδα (Μνημόνιο 1).
-Αποποίηση μέρους των κερδών για τα ελληνικά ομόλογα που αγόρασαν στη δευτερογενή αγορά από την πλευρά της Ευρωπαικής Κεντρικής Τράπεζας και των Κεντρικών Τραπεζών των χωρών της ευρωζώνης.
-Επαναγορά ελληνικών ομολόγων που βρίσκονται στα χέρια ιδιωτών σε τιμές χαμηλότερες της ονομαστικής αξίας τους με στόχο τη μείωση του ελληνικού χρέους.