Πάνε 40 χρόνια τώρα που στην Αθήνα της χούντας ο νεαρός φοιτητής από το Ηράκλειο, φέρνοντας μαζί του τους μύθους του τόπου του, τις εικόνες από την εκρηκτική φύση της Κρήτης, το θάμπος για τις γραμμένες σε μια ακατάληπτη γλώσσα πέτρες που βρίσκονταν στους αγρούς, ακόμη και τα σημάδια των παιδικών του χρόνων, αποφάσιζε να εκδώσει την πρώτη ποιητική συλλογή του.
Το τέλος του τοπίου ήταν ο τίτλος της. Με αυτήν ο Χριστόφορος Λιοντάκης θα έμπαινε στον κόσμο της ποίησης με τα δύσβατα και βασανιστικά μονοπάτια. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1976, θα ακολουθούσε η δεύτερη συλλογή, η Μετάθεση, και το 1978 το Υπόγειο γκαράζ. Και οι τρεις εξαντλημένες προ πολλού, έτσι ώστε η συγκεντρωτική επανέκδοσή τους σήμερα με τίτλο Εικόνες που επιμένουν να σηματοδοτεί μια νέα αρχή.
Στο μεταξύ ο Χριστόφορος Λιοντάκης με τον πυκνό, σπαρακτικό λόγο και μια ιερή εμμονή στις λέξεις θα είχε διαμορφώσει το προσωπικό ποιητικό του ιδίωμα, θα είχε τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1999) και το Βραβείο Ποίησης του περιοδικού «Διαβάζω» (2000), θα είχε κάνει εξαιρετικές μεταφράσεις γάλλων ποιητών, ενώ ποιήματά του θα μεταφράζονταν σε πολλές γλώσσες και θα δημοσιεύονταν στο περιοδικό «Harvard Review».
Στις Εικόνες που επιμένουν εκείνο που κυριαρχεί είναι η νεανική αθωότητα. Αυτό ακριβώς που λείπει σήμερα. «Συγκινήθηκα βαθύτατα ξαναδιαβάζοντας τα ποιήματα, γιατί θυμήθηκα τα γεγονότα που αποτέλεσαν το έναυσμα για να γραφτούν. Οι εικόνες αυτές ήταν βαθιά καταχωνιασμένες μέσα μου και ξεχασμένες, αλλά κατά καιρούς επανέρχονταν πάρα πολύ έντονα. Από την άλλη όμως, εξακολουθώ πάντα να αμφιβάλλω γι’ αυτό που κάνω. Γιατί καθώς περνούν τα χρόνια νιώθεις μια βαρύτερη ευθύνη. Δεν υπάρχουν πια ο ενθουσιασμός και η αθωότητα της νιότης» λέει ο ίδιος.
Μπήκατε στον πειρασμό να αλλάξετε κάτι;
«Πώς… Σε πολύ μεγάλο πειρασμό μάλιστα, έτσι άλλαξα πάρα πολλά! Κλάδεψα λαίμαργους βλαστούς, στίχους πολλούς, αφαίρεσα και ορισμένα ποιήματα, γιατί πιστεύω ότι μόνο με την αφαίρεση αποκαλύπτεται η ομορφιά».
Τι σημαίνει να είναι κανείς ποιητής στην Αθήνα του 2012;
«Πιστεύω ότι ο ποιητής είναι μια άγρυπνη συνείδηση. Καταγράφει τα γεγονότα, τα βιώματά του, τις κοινωνικές καταστάσεις με έναν εντελώς ειδικό τρόπο, τα συμπυκνώνει, τα γαλβανίζει και έτσι ο αναγνώστης μπορεί να ταυτιστεί με αυτά και να δραπετεύσει από μια συμβατική σκέψη. Γιατί η καλή ποίηση και η καλή ανάγνωση είναι στην κυριολεξία μια απόδραση. Βγαίνεις από τον καθημερινό ζόφο».
Σε εποχές δύσκολες οι άνθρωποι καλούν τους ποιητές, τους συγγραφείς, σε εγρήγορση…
«Ο ποιητικός λόγος είναι παρηγορητικός. Αντίθετα από τον πολιτικό ή τον λόγο ορισμένων διανοουμένων, που εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις είναι αμετροεπής, πληκτικός και ξύλινος».
Τον Μάη του ’68 το κυρίαρχο σύνθημα ήταν «η φαντασία στην εξουσία». Σήμερα μάλλον δεν το συζητεί πια κανείς. Ζούμε σε μια αντιποιητική εποχή;
«Δεν υπάρχουν ποιητικές και αντιποιητικές εποχές. Αντίθετα, οι δύσκολες εποχές όπως αυτή πυροδοτούν ποιητικά ερεθίσματα. Γιατί υπάρχει στέρηση, υπάρχει ανατροπή του τρόπου ζωής που είχαν συνηθίσει οι περισσότεροι Ελληνες, όταν η πρόοδος είχε ταυτιστεί με την κατανάλωση. Παραφράζοντας όμως το σύνθημα, θα έλεγα ότι σήμερα χρειάζεται η φαντασία στους πολίτες. Να προσπαθήσουν να βρουν τρόπους διαφυγής από αυτούς που τους επιβάλλονται».
Αυτή την εποχή παράγεται πολιτισμός στην Ελλάδα;
«Βεβαίως, σε πάρα πολλούς τομείς. Αυτό που λείπει όμως είναι ο πολιτισμός της καθημερινότητας, ο πολιτισμός της αλληλεγγύης και της συμπεριφοράς προς τον διπλανό μας. Αυτό είναι πραγματικά το μεγάλο κενό. Παλιά ο κόσμος ήταν πιο ήπιος και πιο συνεννοήσιμος. Σήμερα υπάρχει αγριότητα στους ανθρώπους, επικρατεί ένας άκρατος εγωισμός».
Απογοητευθήκατε ποτέ από το γράψιμο;
«Οχι. Απογοητεύθηκα από άλλα πράγματα, από συμπεριφορές συναδέλφων ή άλλων ανθρώπων, αλλά από αυτό καθαυτό το γράψιμο, ποτέ. Οταν έρχονταν οι λέξεις για τις εικόνες που ήθελα να γράψω, τότε ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος. Γιατί δεν γράφω ποτέ στην τύχη. Πάντα έχω ένα συγκεκριμένο θέμα και περιμένω να έρθουν οι λέξεις».
Από αυτά τα 40 χρόνια τι σας έχει μείνει;
«Νιώθω απόλυτη ικανοποίηση όταν μπορώ να εκφράσω αυτό που θέλω. Από την άλλη, είναι μια τυραννία η ποίηση, ένα βασανιστήριο. Ας το καταλάβουν ότι θυσιάζει από την προσωπική του ζωή ο ποιητής. Δεν μετανιώνω όμως. Νομίζω εξάλλου ότι μισό επιλέγεις και μισό σε επιλέγει εκείνη».
Είστε αισιόδοξος για το μέλλον;
«Οπως έχει η σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα, είναι δύσκολο να είσαι αισιόδοξος. Νομίζω ότι θα έρθουν απρόβλεπτες αλλαγές. Θα μπορούσα να περιγράψω την εποχή μας με έναν στίχο του Μήτσου Παπανικολάου: «Γκρίζα η ώρα, γκρίζα η χώρα»».
Η Αθήνα και το σπίτι με τα κεραμίδια
Σε αυτόν τον πεζόδρομο των Εξαρχείων τα παιδιά παίζουν με τα ποδήλατα, οι γυναίκες επιστρέφουν στο σπίτι με τις τσάντες στα χέρια και στην ταβέρνα της γωνίας οι χρωματιστές λάμπες αντιφέγγουν σε ήρεμα πρόσωπα. Ο Χριστόφορος Λιοντάκης δεν θέλησε ποτέ να φύγει από εδώ. Αλλωστε, όπως λέει, η εικόνα των Εξαρχείων που δίνεται προς τα έξω είναι πλαστή.
Σε αυτόν τον πεζόδρομο των Εξαρχείων τα παιδιά παίζουν με τα ποδήλατα, οι γυναίκες επιστρέφουν στο σπίτι με τις τσάντες στα χέρια και στην ταβέρνα της γωνίας οι χρωματιστές λάμπες αντιφέγγουν σε ήρεμα πρόσωπα. Ο Χριστόφορος Λιοντάκης δεν θέλησε ποτέ να φύγει από εδώ. Αλλωστε, όπως λέει, η εικόνα των Εξαρχείων που δίνεται προς τα έξω είναι πλαστή.
Ο ίδιος στην Αθήνα, την οποία ομολογεί ότι λατρεύει, βρίσκει συχνά καταφύγιο στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στη μουσική. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στη νέα έκδοση των ποιητικών συλλογών του συμπεριλαμβάνεται CD με πέντε τραγούδια για φωνή και πιάνο πάνω σε δική του ποίηση, τα οποία μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος και ερμηνεύει ο Κώστας Θωμαΐδης.
«Τον τελευταίο χρόνο με συγκίνησαν ιδιαίτερα ορισμένα καλλιτεχνικά γεγονότα, όπως η παράσταση του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου «Εκκλησιάζουσες» στην Επίδαυρο, η ταινία «Η κόρη» του Θάνου Αναστόπουλου, που νομίζω ότι κάνει μια πολύ σοβαρή προσπάθεια για να συνεχιστεί το ελληνικό σινεμά, επίσης μια μουσική παράσταση από το συγκρότημα Γιάννεις στο Gagarin, όπου έμεινα τρεις ώρες όρθιος χωρίς να νιώσω καθόλου κούραση».
Από τη βεράντα του σπιτιού του, που ευωδιάζει κι ας είναι φθινόπωρο, με τη μικρή ροδιά να γέρνει από το βάρος της και μια ωραία εικόνα του Λυκαβηττού, ο Χριστόφορος Λιοντάκης προτιμά την άλλη, την «πίσω». «Δεν έβαλα επίτηδες κουρτίνες για να βλέπω αυτό το σπίτι με τα κεραμίδια» λέει. Και μου διηγείται την ιστορία μιας γυναίκας στις αρχές του 20ού αιώνα, που διατηρούσε εκεί οίκο ανοχής και έδινε όλες τις εισπράξεις της για να κάνει –εκείνη την εποχή –κινηματογράφο! Είναι η περίπτωση όπου ακόμη και ξηλωμένα κεραμίδια μπορεί να δώσουν έναυσμα για ποίηση.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ