ΤΟ ΒΗΜΑ – The New York Times
Πολλοί νοσταλγούν την αθωότητα της δεκαετίας του 1950, η οποία δεν ήταν και τόσο αθώα, αλλά προσφέρει μερικά μαθήματα που ισχύουν στον 21ο αιώνα. Πάνω από όλα, η επιτυχία της μεταπολεμικής αμερικανικής οικονομίας δείχνει ότι, αντίθετα από αυτά που λέει η σημερινή συντηρητική ορθοδοξία, μπορείς να έχεις ευημερία χωρίς να χτυπάς τους εργαζομένους και να χαϊδεύεις τους πλουσίους.
Σκεφθείτε το ζήτημα των φορολογικών συντελεστών για τους πλουσίους. Η σύγχρονη αμερικανική Δεξιά, και μεγάλο μέρος του υποτιθέμενου κέντρου, έχει εμμονή με την ιδέα ότι η χαμηλή φορολογία για την κορυφή είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη.
Και όμως, στη δεκαετία του 1950, το 0,01% των πολύ πλούσιων Αμερικανών πλήρωνε σε ομοσπονδιακούς φόρους περισσότερο από το 70% του εισοδήματός τους, τα διπλά από όσα πληρώνουν σήμερα στην εφορία.
Και οι υψηλοί φόροι δεν ήταν το μόνο βάρος για τους πλούσιους επιχειρηματίες.
Ηταν επίσης αντιμέτωποι με ένα εργατικό δυναμικό με διαπραγματευτική δύναμη που είναι δύσκολο να την φανταστούμε σήμερα.
Το 1955, το ένα τρίτο των Αμερικανών εργατών ήταν μέλη συνδικάτων.
Στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, η διοίκηση και τα συνδικάτα διαπραγματεύονταν σαν ίσοι.
Συμπιεσμένα ανάμεσα σε υψηλή φορολογία και δυναμικούς εργαζομένους, τα στελέχη των επιχειρήσεων ζούσαν με λιγότερα χρήματα σε σχέση με τις προηγούμενες ή τις μελλοντικές γενιές.
Οι επιβλητικές επαύλεις, οι στρατιές των υπηρετών και τα τεράστια γιώτ της δεκαετίας του 1920 δεν υπήρχαν πια. Το 1955 ένα στέλεχος επιχειρήσεων ζούσε σε ένα σπίτι στα προάστια, είχε οικιακή βοήθεια μερικής απασχόλησης και ένα σχετικά μικρό σκάφος.
Σήμερα, φυσικά, οι επαύλεις, οι υπηρέτες και τα γιώτ έχουν επιστρέψει – μεγαλύτερα από ποτέ – και κάθε υπαινιγμός για μια πολιτική που θα μπορούσε να τσαλακώσει τον τρόπο της ζωής των πλουτοκρατών γίνεται δεκτή με κραυγές περί επέλασης του «σοσιαλισμού».
Πράγματι, ολόκληρη η εκστρατεία του Ρόμνεϊ βασίστηκε στην ιδέα ότι η απειλή του προέδρου Ομπάμα να αυξήσει λίγο τους φόρους στα ανώτερα εισοδήματα, και η τόλμη του να υπονοήσει ότι κάποιοι τραπεζίτες δεν είχαν συμπεριφερθεί καλά, έκανε μεγάλη ζημιά στην οικονομία.
Επομένως, το πολύ λιγότερο φιλικό για τους πλουτοκράτες περιβάλλον της δεκαετίας του 1950 θα πρέπει να ήταν μια οικονομική καταστροφή, έτσι δεν είναι;
Το ακριβώς αντίθετο συνέβη: τίποτε πριν ή μετά δεν μπορεί να συγκριθεί με την θεαματική ανάπτυξη εκείνης της εποχής: το μέσο οικογενειακό εισόδημα διπλασιάστηκε ανάμεσα στο 1947 και στο 1973.
Κάτι που μας γυρίζει πίσω στο θέμα της νοσταλγίας.
Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι στην πολιτική ζωή μας που νοσταλγούν τις ημέρες όταν οι μειονότητες και οι γυναίκες ήξεραν τη θέση τους, και οι γκέι έμεναν κλεισμένοι στις ντουλάπες.
Αλλά οι υπόλοιποι είμαστε πολύ χαρούμενοι που εκείνες οι ημέρες έχουν περάσει. Είμαστε, από ηθικής απόψεως, ένα πολύ καλύτερο έθνος από ό,τι ήμασταν. Α, και το φαγητό έχει βελτιωθεί πολύ, επίσης.
Στον δρόμο, όμως, έχουμε ξεχάσει κάτι σημαντικό – ότι η οικονομική δικαιοσύνη και η οικονομική ανάπτυξη δεν είναι ασύμβατες. Η Αμερική στη δεκαετία του 1950 υποχρέωνε τους πλουσίους να πληρώνουν το μερίδιο που τους αναλογούσε, και έδινε στους εργαζομένους την δύναμη να διαπραγματεύονται για αξιοπρεπείς μισθούς και επιδόματα. Και όμως, αντίθετα από την δεξιά προπαγάνδα τότε και τώρα, η Αμερική ευημερούσε. Και μπορούμε να το κάνουμε πάλι.