Αυτό που χάθηκε, αυτό για το οποίο δεν μίλησε κανείς όλα αυτά τα χρόνια του μνημονίου, είναι πώς αυτή η πολιτική της λιτότητας που έχει οδηγήσει σε πρωτοφανή ύφεση την ελληνική οικονομία και μπορεί να συγκριθεί μόνο με περίοδο πολέμου επιδρά και πού οδηγεί μεγάλα στρώματα της κοινωνίας.
Είναι αυτό που όλοι γνωρίζουν και αποφεύγουν να ομολογήσουν κρύβοντας την επιστημονική αλήθεια πίσω από το επιχείρημα «δεν υπάρχει άλλος δρόμος».
Ολοι γνωρίζουν ότι τα μέτρα που ψήφισε η Ελληνική Βουλή υπηρετούν μόνο τους δημοσιονομικούς στόχους αλλά ταυτόχρονα επιδρούν βίαια και οδηγούν ανεξέλεγκτα σε αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος των φτωχότερων στρωμάτων. Επηρεάζουν τη ζωή όλων των νοικοκυριών και θα καθορίσουν το μέλλον των ελληνικών επιχειρήσεων στον βαθμό που αυτές στρέφονταν αποκλειστικά στον έλληνα καταναλωτή.
Και αυτό γιατί δεν προηγήθηκε ή τουλάχιστον δεν έγινε ταυτόχρονα η αναδιάρθρωση της οικονομίας ώστε στις θέσεις εργασίας που χάνονται να δημιουργούνται νέες.
Και γι’ αυτό μιλούν οι αριθμοί, αυτοί στους οποίους δεν αναφέρεται κανείς όταν συζητεί για το μέλλον.
l Οι άνεργοι αυξήθηκαν τον Αύγουστο κατά 350.000 άτομα και ξεπέρασαν το 1.260.000 ανθρώπους.
l Το 20% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, το οποίο ορίζεται στα 7.170 ευρώ τον χρόνο σε ατομικό επίπεδο και στα 15.070 ευρώ για τετραμελή οικογένεια.
l Το 20% είναι 868.590 νοικοκυριά με περισσότερα από 2,2 εκατ. μέλη.
l Οι φτωχοί και κοινωνικά αποκλεισμένοι είναι πολύ περισσότεροι, πάνω από τρία εκατομμύρια ή το 30% του πληθυσμού αν υπολογιστούν και τα «νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας», δηλαδή όσοι εργάστηκαν το πολύ δύο μήνες κατά τη διάρκεια του χρόνου.
Για να καταλάβουμε τι μας συμβαίνει ας δανειστούμε τα συμπεράσματα της μελέτης του βασικού διαπραγματευτή του νέου μνημονίου, του καθηγητή Πάνου Τσακλόγου, για τη φτώχεια. Οπως έγραφε λοιπόν ο κ. Τσακλόγλου: «Τα αποτελέσματα των ερευνών δείχνουν ότι η πιθανότητα να βγει κάποιος από τη φτώχεια μειώνεται όσο τα χρόνια που έχει βρεθεί σ’αυτή τη δεινή θέση αυξάνονται. Σε όλες τις χώρες η χαμηλότερη πιθανότητα εξόδου παρουσιάζεται στον τρίτο χρόνο και είναι ιδιαίτερα χαμηλή για την Αυστρία, τη Γερμανία, το Λουξεμβούργο και την Ελλάδα. Συνολικά όσο περισσότερο διαρκεί η φτώχεια τόσο πιο δύσκολη φαίνεται να είναι η έξοδος από αυτήν».
Τη δραματική αυτή πραγματικότητα βιώνει τα τελευταία τρία χρόνια η χώρα. Και αν δεν υπήρχαν οι άμυνες της ελληνικής κοινωνίας, οι ισχυροί δεσμοί της οικογένειας, το τεράστιο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα ποσοστό ιδιοκατοίκησης και τα εισοδήματα που παράγονται ακόμη και σήμερα στα χωριά, τότε οι αντοχές θα είχαν εξαντληθεί και η κοινωνία θα είχε εκραγεί.
ztsolis@dolnet.gr
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ