Ότι η Ελλάδα δεν είναι για πέταμα φαίνεται να το ξέρουν καλύτερα οι Κινέζοι, οι Ολλανδοί, οι Βρετανοί, οι Άραβες και τόσοι άλλοι που σκέφτονται και δρουν στρατηγικά.
Αυτό άλλωστε μαρτυρά η συνδυασμένη κίνηση της Cosco και της Hewlett Packard, οι οποίες αποφάσισαν να καταστήσουν τον Πειραιά πύλη εισόδου για τα προϊόντα της δεύτερης στην Ευρώπη, χρησιμοποιώντας την ΤΡΑΙΝΟΣΕ, τη θυγατρική του πολύπαθου, χρεοκοπημένου, αλλά συνάμα ανεκτίμητου – λόγω του σιδηροδρομικού δικτύου που διαθέτει – ΟΣΕ για την μεταφορά και διανομή τους στη Γηραιά Ήπειρο.
Αντιστοίχως και η απόφαση της πολυεθνικής Unilever να διευρύνει τις γραμμές παραγωγής της στην Ελλάδα για 110 προϊόντα της, δεν είναι απλή, αλλά αντιθέτως φανερώνει στρατηγικό βάθος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο άγγλο – ολλανδικός όμιλος τα τελευταία τέσσερα χρόνια της μεγάλης κρίσης έχει επενδύσει πάνω από 250 εκατ. ευρώ στη χώρα μας.
Επίσης αξιοσημείωτη είναι η στάση της ολλανδικής Friesland, των γαλακτοκομικών προϊόντων ΝΟΥΝΟΥ, η οποία στην αρχή της κρίσης το 2009 επένδυσε κατασκευάζοντας παραγωγική μονάδα στην Πάτρα.
Όπως επίσης αξιόλογη θεωρείται και η επέκταση των δραστηριοτήτων της βρετανικής MINERVA, η οποία πέρα από το λάδι, επενδύει στη φέτα και σε άλλα ελληνικά τυριά.
Γενικώς φαίνεται πως οι πολυεθνικοί όμιλοι ενεργούν στρατηγικά, έχουν εντοπίσει τα ελληνικά πλεονεκτήματα και δεν διστάζουν ακόμη και σε τούτες τις αβέβαιες συνθήκες να αναλάβουν επιχειρηματικό ρίσκο.
Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν ότι ξένοι όμιλοι βρίσκουν εδώ όχι μόνο κατάλληλο περιβάλλον, αλλά και συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Μπορεί στην περίπτωσή τους να επιβεβαιώνεται η ρήση ότι «το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα», αλλά οφείλουν να γνωρίζουν ότι οι φυγόμαχοι δεν έτυχαν τιμής σε αυτόν τον τόπο.