Στην Πόλη όλα ξεκινούν από την πλατεία Ταξίμ. Είναι το κέντρο της επιχειρηματικής ανάπτυξης, των τουριστικών επενδύσεων, θύλακος πολυπολιτισμικότητας, αλλά και σημείο έκφρασης της λαϊκής δυσαρέσκειας. Από εδώ ξεκινούν οι μεγάλες διαδηλώσεις, όπως αυτές της Πρωτομαγιάς ή τα ιδιαιτέρως μαζικά στην Τουρκία Gay Pride. Το 2001, όμως, όταν το ΔΝΤ πραγματοποιούσε ακόμη μια επίσκεψη στην Τουρκία, η οποία έμελλε να κρατήσει επτά χρόνια, ελάχιστοι βρέθηκαν εδώ για να διαδηλώσουν.
Ισως είχε να κάνει με την εμπειρία. Το ΔΝΤ κατέπλευσε πρώτη φορά στον Βόσπορο το 1961 και έκτοτε έγινε τακτικός θαμώνας της περιοχής. Την περίοδο από το 1998 ως το 2008 η Τουρκία αναδείχθηκε ο μεγαλύτερος οφειλέτης του Ταμείου, αντλώντας συνολικά ποσά της τάξεως των 47 δισ. δολαρίων. Από αυτά, σήμερα χρωστά μόλις το 1,3 δισ. δολάρια και προγραμματίζει να αποπληρώσει το χρέος της ως τον Απρίλιο του 2013. «Η Τουρκία δεν έχει ανάγκη το ΔΝΤ, αλλά το ΔΝΤ την Τουρκία» φέρεται να είπε η επικεφαλής του Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ, μετά τη συνάντησή της με τον Τούρκο Πρωθυπουργό Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Παράλληλα, όμως, έχει δανειακά χρέη ύψους 100 δισ. δολαρίων σε άλλους διεθνείς οργανισμούς, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, ενώ το ιδιωτικό χρέος ανέρχεται σε περίπου 200 δισ. δολάρια.
Η ζωή με ένα δολάριο την ημέρα
Μία δεκαετία μετά την κρίση του 2001, πολλά έχουν αλλάξει στην Τουρκία. Τα ίχνη της θύελλας που πέρασε δεν είναι ορατά παντού. Αν ρίξεις, όμως, μια ματιά στις παραγκουπόλεις με καλύβες από λαμαρίνα και χαρτί, που πλαισιώνουν τον αστικό ιστό, και στα ογκώδη συγκροτήματα πολυώροφων κλουβιών, τα οποία υψώνονται στον δρόμο προς το αεροδρόμιο, καταλαβαίνεις ότι τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Στην πλατεία Ταξίμ βρίσκεται ο Σερντάρ Αρικάν, στέλεχος μεγάλης επιχείρησης και συγκεκριμένα του ρωσικού τομέα της. Μιλώντας στο ΒΗmagazino εξηγεί: «Η πολιτική οικονομικής λιτότητας που υπαγορεύτηκε από το ΔΝΤ είχε θετικό αποτέλεσμα στην τουρκική οικονομία γενικότερα, αλλά αρνητική επίδραση για τη ζωή των εργαζομένων στην Τουρκία. Το πρόγραμμα αυτό παίρνει από τους φτωχούς για να δώσει στους πλούσιους. Οι στατιστικές δεν αποτυπώνουν την εξαθλιωμένη ζωή των εργαζομένων και των αγροτών. Πράγματι, λοιπόν, το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε στο τριπλάσιο τα τελευταία δέκα χρόνια, αλλά αυτό δείχνει μόνο την τάση των μέσων όρων. Ο αριθμός των απολύτως φτωχών στην Τουρκία, εκείνων που διαβιούν με μόλις 1 δολάριο την ημέρα, τριπλασιάστηκε και η κοινωνική ανισότητα τετραπλασιάστηκε την ίδια χρονική περίοδο».
Υπάρχει και η άλλη άποψη. Ο ιδιοκτήτης του εκδοτικού οίκου Optimist Ζουλφού Ντισλετσί χαρακτηρίζει «επιτυχημένο» το πρόγραμμα του ΔΝΤ στην Τουρκία. Επικεντρώνει στην προσπάθεια του τότε υπουργού Οικονομικών Κεμάλ Ντερβίς, ο οποίος «βοήθησε την Τουρκία να αναστηλώσει το τραπεζικό της σύστημα και να αποκαταστήσει τους οικονομικούς της ισολογισμούς». Η αλήθεια είναι ότι τον Ντερβίς δεν τον επέλεξε η τουρκική κυβέρνηση. Τον επέβαλαν οι πιστωτές της. Η μακροχρόνια οικονομική αρρυθμία της τουρκικής οικονομίας κορυφώθηκε το 2001, με το ΑΕΠ της χώρας να συρρικνώνεται κατά 5,7% και τον πληθωρισμό να αγγίζει το 55%. Το πρόγραμμα που συνήψε η χώρα με το Ταμείο ήταν μεν σκληρό, χωρίς όμως να φτάνει τα επίπεδα του ελληνικού.
Συγκεκριμένα, περιελάμβανε περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, μειώσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος με διεύρυνση της φορολογικής βάσης, αλλά και μείωση των εταιρικών φόρων, παροχή κινήτρων για επενδύσεις και αθρόες ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες έφτασαν τα 30 δισ. δολάρια. Παρ’ όλα αυτά, το πρώτο 18μηνο το πρόγραμμα δεν απέδιδε και αυτό οφειλόταν κυρίως στις δομικές στρεβλώσεις του τραπεζικού συστήματος της χώρας, άμεσα συνδεδεμένου με τα πολιτικά κόμματα. Από τις τράπεζες, οι οποίες συνολικά έφταναν τις 88, για να συγχωνευτούν σε 22 κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι μεν ιδιωτικές εφάρμοζαν την πρακτική του «συνδεδεμένου δανεισμού», δηλαδή παρείχαν δάνεια στους ιδιοκτήτες και στους μετόχους τους, και οι δημόσιες ήταν εκτεθειμένες σε ευθείες πολιτικές παρεμβάσεις. Το 2001 το 29% των δανείων τους ήταν μη εξυπηρετούμενα. Τότε το Ταμείο επέβαλε στη θέση του υπουργού Οικονομικών έναν τεχνοκράτη της εμπιστοσύνης του, τον Κεμάλ Ντερβίς, ο οποίος είχε διατελέσει αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας. Ο Ντερβίς πέτυχε την αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος αποκόπτοντας τους δεσμούς του με το πολιτικό κατεστημένο, με καρότο τα 23 δισ. για την ανακεφαλαιοποίηση και μαστίγιο τις 30.000 απολύσεις εργαζομένων από τις δύο μεγαλύτερες δημόσιες τράπεζες.
«Η Ελλάδα να μάθει από την Τουρκία»
Αυτή τη στιγμή οι αριθμοί πράγματι ευημερούν στην Τουρκία. Οι στατιστικές καταγράφουν ένα σημαντικό οικονομικό επίτευγμα σε βασικά μακροοικονομικά μεγέθη, τέτοιο μάλιστα που το Bloomberg εγκαλεί την Ελλάδα «να μάθει από την αυστηρότητα του ΔΝΤ στην Τουρκία». Το δημόσιο χρέος της χώρας, από το 74% του ΑΕΠ που βρισκόταν το 2002, έπεσε στο 40%, η αύξηση της παραγωγικότητας υπολογίζεται σε 3,5% ανά άτομο, το ΑΕΠ της υπερδιπλασιάστηκε και οι ρυθμοί ανάπτυξης παρουσίασαν εντυπωσιακά νούμερα: 9% το 2010, 8,5% το 2001 και 3,2% το β΄ τρίμηνο του 2012. Η Τουρκία πλέον, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, κατατάσσεται στη 15η θέση των μεγαλύτερων οικονομιών παγκοσμίως και στην αντίστοιχη 6η της Ευρώπης, με διακηρυγμένο στόχο της κυβέρνησης Ερντογάν να μεταπηδήσει στην πρώτη δεκάδα διεθνώς το 2023, στην επέτειο των 100 χρόνων από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Αν φύγεις από την πλατεία Ταξίμ και κατευθυνθείς προς την Ιστικλάλ, τον μεγάλο πεζόδρομο της Πόλης, εκεί που ο «αέρας» των καταστημάτων κοστίζει μέχρι και 1,5 εκατ. δολάρια, δεν καταλαβαίνεις κρίση. Τα καταστήματα μετά την απελευθέρωση του ωραρίου το 2001 μένουν ανοιχτά ως τις 10.00 το βράδυ. Από εδώ διέρχονται 5 εκατομμύρια επισκέπτες το Σαββατοκύριακο και 1 εκατομμύριο τις καθημερινές. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας η μεγάλη οδός είναι γεμάτη κόσμο που ψωνίζει, διασκεδάζει ή απλώς περπατάει, νεολαίες πολιτικών κομμάτων που μοιράζουν φυλλάδια, μικροπωλητές που σκαρφίζονται απίθανες πραμάτειες, αστυνομικούς που παρακολουθούν όλα αυτά σε ένα ηχητικό πανόραμα το οποίο ενσωματώνει τα καλέσματα των μιναρέδων, το σκληρό beat των μπαρ και τους ανατολίτικους ρυθμούς των μουσικών του δρόμου. Ερωτευμένα ζευγαράκια, δυτικότροποι μεσοαστοί, νεόπλουτοι επενδυτές, μποέμ καλλιτέχνες, ανατολίτες χωρικοί, μοντέρνες γυναίκες με μαντίλα ως λάιφσταϊλ, αλλά και αράβισσες τουρίστριες με μπούρκα, γκέι, φανατικοί ισλαμιστές, αλλοδαποί μέτοικοι και λίγοι μειονοτικοί διασταυρώνονται στον τελευταίο προμαχώνα της πολυπολιτισμικότητας της Πόλης.
Η άλλη όψη της Πόλης
Αν, όμως, από την πλατεία Ταξίμ δεν πάρεις τον δρόμο για την Iστικλάλ, αλλά έναν παράλληλό της, τότε αντικρίζεις τη σκοτεινή πλευρά της πόλης, τη συνοικία Ταρλάμπασι. Τι και αν ως τη δεκαετία του ’70 την αποκαλούσαν «Μικρή Ελλάδα» λόγω της πολυπληθούς ελληνικής κοινότητας επιστημόνων, εμπόρων και καλλιτεχνών που έμεναν εδώ; Σήμερα είναι ένα τυπικό γκέτο απόκληρων. Στην Ταρλάμπασι συνωστίζονται περιθωριοποιημένες κοινωνικές κατηγορίες τις οποίες η τουρκική ελίτ κωδικοποίησε με τον χαρακτηρισμό «μαύροι Τούρκοι». Πρόκειται για Κούρδους, Τσιγγάνους, αφρικανούς μετανάστες και τρανσέξουαλ. Τραβώντας τον κατήφορο, βλέπεις παλιά αρχοντικά με αρχιτεκτονική εκλεκτικισμού της μπελ επόκ εγκαταλελειμμένα, βρώμικα, συχνά καταρρέοντα, και στα στενά πολύχρωμες μπουγάδες απλωμένες. Τα περισσότερα αποτελούσαν περιουσίες των Ελλήνων που εγκαταλείφθηκαν μετά τις μαζικές απελάσεις του 1964.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 έφτασαν πρώτοι οι Κούρδοι, σε μια προσπάθεια να ξεφύγουν από τις πολύνεκρες συγκρούσεις που σημειώνονταν στις νοτιανατολικές επαρχίες. Εκτιμάται ότι αποτελούν το 52% του πληθυσμού στην Ταρλάμπασι. Οι περισσότεροι από αυτούς συνιστούν το δείγμα της στατιστικής υπηρεσίας για την καταγραφή της ανεργίας, που έφτασε το 8% το β΄ εξάμηνο, άλλοι είναι πλανόδιοι πωλητές και κάποιοι εμπλέκονται στα δίκτυα του οργανωμένου εγκλήματος. Σε κάποιους τα σημάδια της εξαθλίωσης είναι ορατά: φέρουν ουλές ως απότοκο μιας διαδεδομένης πρακτικής κατά την οποία οι νεαροί Κούρδοι ακούν μουσική, μεθάνε και αυτοτραυματίζονται.
Οι Τσιγγάνοι, από την άλλη, επέλεξαν έναν παράδοξο τρόπο ενσωμάτωσης στην τοπική κοινωνία, εντάχθηκαν μαζικά στις γραμμές του ακροδεξιού Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης, διατηρώντας, όμως, το έθιμο των θορυβωδών μεσημεριάτικων γάμων. Οι αφρικανοί μετανάστες, θύματα του δουλεμπορίου, εγκλωβίζονται περιμένοντας νέους δουλεμπόρους να τους οδηγήσουν στην Ευρώπη. Τέλος, οι περίπου 12.000 τρανσέξουαλ κατά πολλούς φιλελευθέρους Τούρκους αποτελούν τη μειονότητα που μαζί με τους Κούρδους καταπιέζεται πολλαπλώς από το τουρκικό καθεστώς. Εγχώριες και διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν ψέξει πολλάκις τις τουρκικές κυβερνήσεις για τις βίαιες επιθέσεις, ακόμη και δολοφονίες, που δέχονται τα άτομα αυτά στην Τουρκία. Το παζλ συμπληρώνεται με ναρκωτικά και πορνεία.
Η πορνεία στη γείτονα χώρα έχει λάβει τρομακτικές διαστάσεις, αφού, σύμφωνα με υπολογισμούς, 1 στις 350 γυναίκες εκδίδεται με τζίρο που φτάνει τα 4 δισ. δολάρια ετησίως. Στη δημόσια συζήτηση της Τουρκίας το θέμα «Ταρλάμπασι» απωθείται σκοπίμως. Το επαναφέρουν, όμως, τα δελτία των αστυνομικών συμβάντων. Η κυβέρνηση Ερντογάν επαίρεται για την πάταξη της εγκληματικότητας. Οντως, ορισμένες μορφές της, όπως οι βιασμοί ή τα εγκλήματα τιμής, έχουν περιοριστεί. Κατά τα άλλα, όμως, η βία είναι διάχυτη στην πολυπληθέστερη πόλη της Τουρκίας. Σε αυτή τη γωνία της δε, είναι συνώνυμο της καθημερινότητας. Η Μητροπολιτική Δημαρχία επιδιώκει να διαχειριστεί το πρόβλημα με την εκπόνηση ενός σχεδίου ανάπλασης, στο πλαίσιο του οποίου ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα θα εξαφανιστούν, 278 σπίτια θα κατεδαφιστούν και τη θέση τους θα πάρουν συγκροτήματα κατοικιών και εμπορικών κέντρων. Οι σύλλογοι αρχιτεκτόνων και τα κινήματα πόλης αντιδρούν, διαβλέποντας προσπάθειες να ξαναγραφτεί η Ιστορία της πόλης και να εκδιωχθούν οι εξαθλιωμένοι.
Περηφάνια και ανεργία
Η Ταρλάμπασι γειτνιάζει με τα Ταταύλα. Στο κτίριο Narin – οι πολυκατοικίες στην Κωνσταντινούπολη έχουν ονόματα – μένει ο διάσημος τούρκος σκηνοθέτης κουρδικής καταγωγής Χουσεΐν Καραμπέι. Πιστεύει ότι θα αποτύχουν τα σχέδια ανάπλασης: «Η πόλη αυτή αντιστέκεται στις απόπειρες των πολιτικών να αλλάξουν τη μνήμη της. Εχει μια μοναδική μαγεία που τις ακυρώνει» λέει στο ΒΗmagazino και ανακαλεί στη δική του μνήμη τις εμπειρίες από τις περιόδους κρίσης της Τουρκίας: «Η πρώτη μου εμπειρία από την οικονομική κρίση ήταν όταν ήμουν 20 χρόνων. Εχασα τη δουλειά μου τότε. Εχασα ξανά τη δουλειά μου στην κρίση του 1999. Η κρίση επηρεάζει τους ανθρώπους με τρόπο τρομακτικό. Οχι μόνο αντικειμενικά, περισσότερο από όλα συναισθηματικά, ψυχολογικά, η ζωή μοιάζει χωρίς ελπίδα. Η πρώτη φορά για μένα ήταν σοκ. Δυστυχώς, οι άνθρωποι τείνουν να λησμονούν. Στην Τουρκία, πριν από την κρίση, έστω και μία ημέρα να καθυστερούσε ο εργοδότης να πληρώσει τους εργαζομένους, ένιωθε ντροπή. Τώρα, ακόμη και μεγάλες, κερδοφόρες επιχειρήσεις καθυστερούν τρεις μήνες να πληρώσουν μισθούς και κανένας δεν ντρέπεται». Δεν παραλείπει να μεταλαμπαδεύσει την εμπειρία του στους Ελληνες: «Το σημαντικό είναι στη διαδρομή να μη χάνει κανείς την περηφάνια του και τις ουτοπίες του. Ελπίζω οι Ελληνες να μη χάσουν τα ιδανικά τους στην προσπάθεια να ξεπεράσουν την κρίση».
Οι Ελληνες της Πόλης
Λίγο πιο μακριά, στο Πέραν, ο κοσμοπολιτισμός επιστρέφει. Το Πέραν είναι μια πυκνοκατοικημένη περιοχή με ελάχιστους ελεύθερους χώρους και μια υβριδική αρχιτεκτονική η οποία συνθέτει μεγαλοπρεπείς πολυκατοικίες με εντυπωσιακές εισόδους, πολυώροφα appartements παρισινού στυλ, κτίρια με επιδράσεις τοπικής παράδοσης και κάθε είδους νεωτερισμούς του δόγματος του εξευγενισμού. Μετά την καταστροφή της γειτονιάς του Φαναρίου το 1821, το Πέραν έγινε καρδιά του ελληνισμού της Πόλης. Η εύπορη ελληνική κοινότητα εδραιώθηκε και ενισχύθηκε μετά τα Σεπτεμβριανά του 1955, όπου πλέον οι διωχθέντες Ρωμιοί από τα πογκρόμ της αντίπερα όχθης συγκεντρώθηκαν.
Η άλλοτε κραταιά ελληνική ομογένεια σήμερα απαριθμεί περίπου 2.000 ανθρώπους. Κατόρθωσε, όμως, να διατηρήσει ένα σημαντικό ποσοστό της ακίνητης περιουσίας των Ρωμιών, διοικώντας 64 ομογενειακά βακούφια. Πρόσφατα, μάλιστα, το Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου και το Κεντρικό Παρθεναγωγείο, έπειτα από δικαστική διελκυστίνδα με το τουρκικό κράτος, αποδόθηκαν οριστικά στην ομογένεια. Σε ένα κάθετο στενάκι δεσπόζει το νεοκλασικό κτίριο του Ζωγράφειου Λυκείου. Μαζί με το Ζάππειο και τη Μεγάλη του Γένους Σχολή είναι τα τρία ομογενειακά σχολεία από ένα σύνολο 59 που έχουν απομείνει. Το 1967 αποφοίτησαν από το Ζωγράφειο 750 μαθητές. Πέρυσι, μόλις 42. Μας υποδέχεται στην είσοδο ο διευθυντής του σχολείου, Γιάννης Δερμιτζόγλου. «Παλιά, πίστευα σε ένα όνειρο: να έρθουν επιχειρηματίες και νέοι από την Ελλάδα. Τώρα το όνειρο γίνεται αληθινό, αλλά δεν ήθελα να βασίζεται στην οικονομική καταστροφή της Ελλάδας» λέει στο ΒΗmagazino.
Οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Τουρκία το α΄ επτάμηνο του 2012 έφτασαν τα 8,9 δισ. δολάρια, ενώ τη διετία 2006-2008 άγγιξαν τα 119,5 δισ., δημιουργώντας 3,5 εκατ. θέσεις εργασίας. Το 77% προέρχεται από κράτη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η μεγέθυνση των πολυεθνικών έχει μεταβάλει τις συνήθειες των Τούρκων. Ο πρόεδρος της Τουρκικής Καρδιολογικής Εταιρείας, Οκτάι Εργκέν, σε πρόσφατο συνέδριο υποστήριξε ότι η απομάκρυνση από τις αρχές της μεσογειακής διατροφής, το κάπνισμα και η οικονομική κρίση συνετέλεσαν στην αύξηση των καρδιαγγειακών νοσημάτων. Στην Τουρκία, το 40% του συστήματος Υγείας έχει εκχωρηθεί στον ιδιωτικό τομέα. Οι πολίτες έχουν πρόσβαση μέσω της ασφάλισής τους, αλλά τα εισοδήματα του υγειονομικού κλάδου έχουν συρρικνωθεί τα τελευταία χρόνια.
Η φούσκα της Τουρκίας
Οσον αφορά την οικονομική προοπτική της χώρας, ο «Economist» δεν φαίνεται να συμμερίζεται την αισιοδοξία της τουρκικής κυβέρνησης. Με το λογοπαίγνιο «Istanbuls and bears» εντοπίζει τα ευάλωτα σημεία της οικονομικής ανάπτυξης. Η Τουρκία είναι βαθιά εξαρτώμενη από το ζεστό χρήμα, τη στιγμή που ένα τμήμα του ξένου επενδυτικού κεφαλαίου είναι βραχυπρόθεσμο και μπορεί να αποδεσμευτεί εύκολα. Τα μεγαλύτερα αγκάθια παραμένουν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στο 10%, ξεπερνώντας και εκείνο των ΗΠΑ, και ο πληθωρισμός που κινείται σε ανάλογα επίπεδα. Η πιο σοβαρή κριτική που αρθρώνεται σε αυτό το επίπεδο είναι ότι η Κεντρική Τράπεζα εφαρμόζει από τη μία ανορθόδοξες πολιτικές διακύμανσης του επιτοκίου και από την άλλη χάνει τον στόχο του πληθωρισμού και επικεντρώνεται στη χειραγώγηση της λίρας κατ’ επιταγήν του οικονομικού επιτελείου. Οι τουρκικές επιχειρήσεις είναι μικρές και οι πολυεθνικές προτιμούν να εισάγουν πρώτες ύλες και μηχανολογικό εξοπλισμό, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι εξαγωγές και μαζί με αυτές και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Το σοβαρότερο πρόβλημα είναι η απουσία εγχώριων αποταμιεύσεων. Το 60% του πληθυσμού έχει δανειακές υποχρεώσεις σε πιστωτικά ιδρύματα. Εξάλλου, στην Κωνσταντινούπολη οι πιστωτικές κάρτες είναι πανταχού παρούσες, χρησιμοποιούνται ακόμη και στο περίπτερο.
Η Ζοζεφίνα Μαρκαριάν έχει σκηνοθετήσει το τελευταίο μέρος της σπονδυλωτής ταινίας «Η αξέχαστη Πόλη», όπου ο πατέρας της, Πέτρος Μάρκαρης, επιστρέφει έπειτα από 50 χρόνια στο σπίτι όπου μεγάλωσε, στα Ταταύλα, στην πολυκατοικία Narin: «Στην Κωνσταντινούπολη υπάρχουν μεγάλες ανισότητες. Αν δεν έχεις λεφτά, είσαι χαμένος. Η ζωή για τον μέσο Τούρκο είναι πολύ ακριβή. Οι τούρκοι φίλοι μου λένε ότι αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στην Τουρκία είναι μια φούσκα και θα σκάσει». Κάτι γνώριμο ακούγεται εδώ.