Το κόστος της επιμήκυνσης του χρόνου που πρέπει να λάβει η Ελλάδα για να ανταποκριθεί στους στόχους του Μνημονίου θα είναι μικρότερο από αυτό που θα υπήρχε σε περίπτωση εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη επισημαίνει σε συνέντευξη που παραχώρησε ο Γερμανός Γεργκ Ασμουσεν, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στην ολλανδόφωνη εφημερίδα του Βελγίου «De Tijd».
Ακόμη, ο κ. Ασμουσεν κρίνει απαραίτητη μια συμφωνία που θα καθιστά βιώσιμο το ελληνικό χρέος, η οποία με δεδομένη την άρνηση των εταίρων για νέο κούρεμα, θα μπορούσε να περιλαμβάνει μείωση των επιτοκίων των δανείων που δίνονται στην Ελλάδα ή επαναγορά χρέους ή απαίτηση για επίτευξη υψηλότερου πρωτογενούς πλεονάσματος.
Ειδικότερα, στην ερώτηση «εάν η Ευρώπη θα δώσει το πράσινο φως, για επιμήκυνση δύο ετών όπως ζητάει η Ελλάδα για να φέρει το δημόσιο έλλειμμά της σε επίπεδα κάτω του 3%, με τις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης όμως να είναι επιφυλακτικές διότι η Ελλάδα θα χρειασθεί περισσότερο δανεισμό», ο κ. Ασμουσεν αναφέρει:
«Αυτή τη στιγμή ολοκληρώνουμε την αποτίμηση του ελληνικού προγράμματος. Δεν επιθυμώ να κάνω υποθέσεις για το αίτημα της επιμήκυνσης. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποτελέσει τμήμα ενός συνολικού πακέτου μέτρων.
»Θα ήταν όμως δυνατό εάν οι υπόλοιπες 16 χώρες της ευρωζώνης και το ΔΝΤ δώσουν την συγκατάθεσή τους για να υπάρξει επιπλέον χρηματοδότηση.
»Η ΕΚΤ δεν μπορεί να δώσει παρεπόμενη χρηματοδότηση διότι θα πρόκειται για μια νομισματική χρηματοδότηση. Είναι επιθυμητό η Ελλάδα να παραμείνει στην ευρωζώνη.
»Εάν κάτι τέτοιο απαιτεί επιπλέον βοήθεια για ένα ή δύο χρόνια, το κόστος θα είναι τελικά κατά πολύ χαμηλότερο από το κόστος από μια έξοδο της Ελλάδας ή μια στάση πληρωμών».
Ο κ. Ασμουσεν παραδέχθηκε ότι οι στόχοι για το ύψος του ελληνικού χρέους δεν πρόκειται να επιτευχθούν.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΕΚΤ, σε περίπτωση που η τρέχουσα πολιτική δεν μεταβληθεί, το ελληνικό χρέος θα ισοδυναμεί με κάτι παραπάνω από το 140% του ΑΕΠ το 2020 είπε.
Αφού δε επιβεβαίωσε ότι τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης απορρίπτουν μια νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, είπε ότι η απαραίτητη συμφωνία που θα καταστήσει το χρέος βιώσιμο μπορεί να περιλαμβάνει επαναγορά χρέους ή μείωση των επιτοκίων των δανείων.
Ειδικότερα ερωτηθείς σχετικά με την πορεία του ελληνικού χρέους, που το 2013 προβλέπεται να αυξηθεί στο 189%, ενώ την ίδια ώρα μία δεύτερη αναδιάρθρωσή του φαίνεται αναπόφευκτη, ο κ. Ασμουσεν απάντησε: «πράγματι η κατάσταση του ελληνικού χρέους έχει επιδεινωθεί από την αναδιάρθρωση του Μαρτίου».
Αυτό, εξήγησε, «αποτελεί συνέπεια των χαμηλότερων του αναμενομένου εσόδων από τις ιδιωτικοποιήσεις, της χαμηλότερης από το αναμενόμενο οικονομικής ανάπτυξης και της πιθανής μετάθεσης των δημοσιονομικών στόχων κατά δύο χρόνια.
»Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΕΚΤ, σε περίπτωση που η τρέχουσα πολιτική δεν μεταβληθεί, το ελληνικό χρέος θα ισοδυναμεί με κάτι παραπάνω από το 140% του ΑΕΠ το 2020.
»Τις επόμενες μέρες πρέπει να φτάσουμε σε μια συμφωνία για επιπρόσθετα ελληνικά μέτρα και συμπληρωματική βοήθεια από την πλευρά των άλλων χωρών της ευρωζώνης προκειμένου το ελληνικό χρέος να καταστεί βιώσιμο».
«Τι είδους μέτρα είναι δυνατά;» ήταν η ερώτηση στον κ. Ασμουσεν.
«Η εντύπωση που έχω αποκομίσει είναι ότι η προθυμία των κρατών-μελών για μια νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι εξαιρετικά μικρή. Ως εκ τούτου, πρέπει να εξετάσουμε ένα φάσμα επιλογών, όπως η εθελοντική επαναγορά του χρέους ή η μείωση των επιτοκίων των δανείων. Μπορούμε επίσης να ζητήσουμε από την Ελλάδα να επιδιώξει να πετύχει ένα υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό» είπε ο κ. Ασμουσεν.