Επρεπε να αντιμετωπίσουμε την κρίση ως αφήγημα, ως παραβολή, ως παραμύθι για παιδιά. Με απλά λόγια να την διαδίδαμε ώστε να την ακούσουν οι αδιάβαστοι βουλευτές, οι διαμεσολαβητές τους στην ενημέρωση και τα διάφορα τσιράκια των τραπεζιτών. Επρεπε να γνωστοποιήσουμε την ιστορία που έλεγαν οικονομολόγοι οι οποίοι στιγματίστηκαν κατά την τελευταία τριετία ως ονειροπόλοι, ανεπαρκείς και επικίνδυνοι.
Η ιστορία θα είχε ως ήρωες έναν φούρναρη κι έναν οικογενειάρχη που αγοράζει κάθε μέρα μια φρατζόλα. Ο φούρναρης τού προτείνει να αγοράσει κι άλλα προϊόντα κι επειδή ο πελάτης δεν έχει χρήματα, τού προτείνει κρουασανάκια βερεσέ. Όταν το ποσό της οφειλής φουσκώνει, ο φούρναρης προτείνει να τού δανείσει χρήματα για να ξεχρεώσει με την προϋπόθεση ότι εκτός από φρατζόλα και κρουασανάκια, θα αγοράζει κάθε μέρα και τσουρέκι_ κι ας μην το τρώει κανείς στο σπίτι. Στο τέλος του μήνα πάλι υπάρχει δυσκολία αποπληρωμής.
Ο φούρναρης δεν θέλει να χάσει τον καλό του πελάτη ούτε βεβαίως τα λεφτά. Προτείνει λοιπόν να ξαναδανείσει αλλά βάζει έναν επιπλέον όρο. Τόσο το ψωμί, όσο και τα υπόλοιπα θα κοστολογούνται διπλάσια από όσο αγοράζει η γειτονιά. Διαφορετικά απειλεί ότι θα του κόψει εκείνη την πρωταρχική, την απαραίτητη φρατζόλα. Περνάνε οι μήνες, περνάνε τα χρόνια και κάποια στιγμή ο οικογενειάρχης χρωστάει στο αρτοπωλείο περισσότερα από όσα βγάζει όλο το χρόνο. Ο φούρναρης το απειλεί: αν δεν ξεχρεώσει θα τον πάει φυλακή. Εκτός αν συμφωνήσει να του δανείσει τα μισά λεφτά από το χρέος. Για τα υπόλοιπα μισά έχει άλλη ιδέα. Το σπίτι του οικογενειάρχη θα γίνει πρατήριο άρτου και η σύζυγος θα απασχολείται δωρεάν ως πωλήτρια.
Οι υποστηρικτές των Μνημονίων διατείνονταν ότι μια ολόκληρη φαμέλια είχε μπουκωθεί από τσουρέκια και τώρα αρνείται να πληρώσει. Οι υπόλοιποι, οι αρνητές των Μνημονίων που έγιναν αντικείμενο χλευασμού και λοιδορίας, έλεγαν ότι πρέπει να γίνει ξανά υπολογισμός: πόσες είναι συνολικά οι φρατζόλες; Να πληρωθούν στην αρχική τιμή, μαζί με όσα καταναλώθηκαν. Τα υπόλοιπα χρέη πρέπει να διαγραφούν.
Οι υποστηρικτές του Μνημονίου, εκείνοι που ταράχτηκαν από την απροθυμία των ευρωφουρναραίων να βοηθήσουν παρά την απόφαση του οικογενειάρχη να χαρίσει το σπίτι και να ενοικιάσει τη γυναίκα του, επί μια τριετία δεν έβλεπαν αυτό το πολύ απλό, το οποίο καταλαβαίνουν ακόμη και τα νήπια. Αντί να κατανοήσουν τα βασικά, μετατόπιζαν το θέμα: έλεγαν ότι ο οικογενειάρχης απέναντι στα παιδιά του είναι φωνακλάς, ότι οδηγεί συχνά μεθυσμένος και από καιρού εις καιρόν επισκέπτεται πιάτσες με τραβεστί.