Τη μεγάλη ροπή των Ρώσων προς την κατανάλωση και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας προσπαθούν να εκμεταλλευθούν οι έλληνες επιχειρηματίες που φτιάχνουν ρούχα, ανοίγοντας καταστήματα ή εξάγοντας ελληνικά προϊόντα στη χώρα των Κοζάκων. Εκτός από αυτούς που ήδη δραστηριοποιούνται στη ρωσική αγορά, ολοένα και περισσότεροι έλληνες επιχειρηματίες και στελέχη ταξιδεύουν στην παγκόσμια έκθεση ρούχων στη Μόσχα για να κλείσουν συμφωνίες με ντόπιους εισαγωγείς και εμπόρους.
Ειδικά μετά την κρίση και ειδικότερα τα τελευταία δύο χρόνια έχουν αυξηθεί οι ελληνικές εταιρείες ένδυσης που στοχεύουν να κερδίσουν μερίδιο από τον τζίρο πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ της ρωσικής αγοράς ρούχων. Μόνο η αξία του τζίρου εξαγωγών ενδυμάτων της ΕΕ στη Ρωσία ανήλθε σε 2,7 δισ. ευρώ το 2011, χωρίς σε αυτό το ποσό να υπολογίζονται οι άλλες χώρες ή ακόμη και οι ντόπιοι επιχειρηματίες.
Αυτή την περίοδο περί τους δέκα έλληνες επιχειρηματίες ένδυσης έχουν συνάψει συμφωνίες με Ρώσους, παραχωρώντας το franchise τους σε ντόπιους επιχειρηματίες για δημιουργία καταστήματος στη Ρωσία ή εξάγοντας τα προϊόντα τους σε διάφορες πόλεις της μακρινής αυτής χώρας. Η παρουσία των ελληνικών ρούχων για παιδιά είναι πιο έντονη στη Ρωσία, όπως οι φίρμες Marasil και Mandarino του ομίλου Φράγκου, αλλά δεν απουσιάζουν και ανδρικές και γυναικείες επωνυμίες ρούχων από Ελλάδα, όπως Man&Manetti, Nina Frances της εταιρείας Leonard’s, Zic Zac κ.ά.
Αρκετοί έλληνες επιχειρηματίες από διάφορους τομείς έχουν κάνει άνοιγμα στη ρωσική αγορά μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Ελληνορωσικού Εμπορικού Επιμελητηρίου κ. Χρήστο Δήμα, «αλλά σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης καθώς και της Τουρκίας, που έχουν κάνει πιο συστηματική δουλειά, είμαστε πίσω. Στον χώρο της ένδυσης γίνονται κάποια δειλά βήματα από έλληνες επιχειρηματίες, και ειδικά στο παιδικό ρούχο, τα τελευταία χρόνια, μετά την κρίση στη χώρα μας».
Συνολικά σε όλους τους τομείς οι εταιρείες ελληνικών συμφερόντων που δραστηριοποιούνται στη ρωσική επικράτεια είναι περίπου 70 και με βάση τις εκτιμήσεις και τα χορηγούμενα στοιχεία των επιχειρήσεων αυτών η αξία των επενδύσεων υπολογίζεται σε 2,5 δισ. ευρώ, σύμφωνα με έκθεση της πρεσβείας της Ελλάδας στη Μόσχα για τη ρωσική οικονομία. Οπως προκύπτει από έρευνα της PwC, σημαντικό ποσοστό (60%) των ελληνικών οικογενειακών επιχειρήσεων σκοπεύει να επεκταθεί στην Ευρώπη και από αυτές το 17% στη Ρωσία.

Τα ελληνορωσικά deals στο ρούχο
Στην παγκόσμια έκθεση στη Μόσχα γίνονται οι γνωριμίες των επιχειρηματιών και κλείνουν οι συμφωνίες

Η κατανάλωση ρούχων στην Ελλάδα έχει πέσει 40% τα τελευταία δύο χρόνια, ενώ αντιθέτως στη Ρωσία σύμφωνα με τους πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς αναμένεται εφέτος να καταγράψει μια ανάπτυξη της τάξεως του 15%, αφού τα εισοδήματα των Ρώσων αυξάνονται, με τις Ρωσίδες να ξοδεύουν σημαντικά χρηματικά ποσά, ειδικά σε ρούχα με ευρωπαϊκή υπογραφή. Γι’ αυτό τα ελληνικά στελέχη εταιρειών ένδυσης ταξιδεύουν σε αυτή τη χώρα για να κλείσουν deals και να καλύψουν τη μείωση πωλήσεων στην Ελλάδα.
Οι συμφωνίες και οι γνωριμίες των ελλήνων επιχειρηματιών του χώρου της ένδυσης με Ρώσους γίνονται συνήθως στην έκθεση CPM Moscow που πραγματοποιείται δύο φορές τον χρόνο στη Μόσχα προκειμένου να εκθέσουν τα προϊόντα τους εταιρείες ένδυσης απ’ όλον τον κόσμο και να προσελκύσουν ρώσους επενδυτές. Σε αυτή την έκθεση και ο κ. Σπύρος Θεοδωρίδης, διευθυντής πωλήσεων και υπεύθυνος ανάπτυξης εξαγωγών της ελληνικής εταιρείας ένδυσης Zic Zac, ήρθε σε επαφή με ντόπιους επιχειρηματίες πριν από 2,5 χρόνια και σήμερα, όπως αναφέρει ο ίδιος, «η εταιρεία μας εξάγει τα ρούχα της σε 15 πόλεις της Ρωσίας, ενώ στους άμεσους στόχους μας είναι η δημιουργία καταστήματος Zic Zac με το σύστημα της δικαιόχρησης». Στην Ελλάδα η εταιρεία παραγωγής και εμπορίας γυναικείας ένδυσης Zic Zac έχει 14 καταστήματα λιανικής και αρκετά σημεία χονδρικής, αλλά σύμφωνα με τον κ. Θεοδωρίδη «ο τζίρος τους έχει μειωθεί, όπως άλλωστε και σε όλες τις εταιρείες ένδυσης, γι’ αυτό και η Ρωσία αποτελεί διέξοδο».
Θετική ήταν η ανταπόκριση των ταξιδιών στη Ρωσία και του γενικού διευθυντή κ. Γιάννη Βοντζαλίδη, του ομίλου παιδικής ένδυσης Φράγκου (Μarasil, Μandarino κ.ά.), ο οποίος και αυτός πριν από 2,5 χρόνια βρήκε ρώσους επενδυτές στην έκθεση της Μόσχας και σήμερα ο ελληνικός όμιλος διαθέτει τρία καταστήματα Marasil με franchise στη Ρωσία. Η στροφή των Ρώσων προς τα ευρωπαϊκά ρούχα, αναφέρει το ίδιο στέλεχος, και οι θετικές προοπτικές ανάπτυξης της Ρωσίας «μας οδήγησαν σε αυτή τη μακρινή αλλά πολλά υποσχόμενη αγορά. Ως το τέλος του 2012 σκοπεύουμε να αποκτήσουμε ακόμη δύο καταστήματα στη Ρωσία και σε τρία χρόνια να φθάσουν τα 20 καταστήματα».
Πάντως η κατάσταση στη Ρωσία δεν είναι απλή και στρωμένη με ροδοπέταλα, προσθέτει ο ίδιος, καθώς «ο ανταγωνισμός είναι έντονος, από Γαλλία, Ιταλία αλλά και ντόπιους που συνεργάζονται με Κινέζους, ενώ οι τελωνειακές διατυπώσεις και η γλώσσα αποτελούν προβλήματα για τους έλληνες επιχειρηματίες». Ο όμιλος Φράγκου έχει 45 καταστήματα παιδικής ένδυσης παγκοσμίως, εκ των οποίων τα 35 βρίσκονται στην Ελλάδα, ενώ το 20% του τζίρου της προέρχεται από τις εξαγωγές.
Ενας ακόμη έλληνας επιχειρηματίας που έχει παρουσία στη Ρωσία είναι ο κ. Μάκης Μπατής, βασικός μέτοχος της ελληνικής εταιρείας γυναικείας ένδυσης Leonard’s, με την επωνυμία Nina Frances. Προς το παρόν, σύμφωνα με τον ίδιο, «οι εξαγωγές μας στη Ρωσία είναι πολύ περιορισμένες, αλλά προσπαθούμε να διεισδύσουμε περισσότερο και να έχουμε παρουσία σε πολλά καταστήματα, διότι η κατάσταση στην Ελλάδα είναι δύσκολη».

Η αγορά ένδυσης στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα ο συνολικός τζίρος της αγοράς ένδυσης ανέρχεται στα 14 δισ. ευρώ περίπου, εκ των οποίων τα 7 δισ. ευρώ αφορούν τη μεσαία κατηγορία ένδυσης, ενώ το βασικό χαρακτηριστικό του κλάδου αποτελεί η συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγής λόγω της κρίσης, του υψηλού ανταγωνισμού από χαμηλού κόστους εισαγόμενα προϊόντα, της έλλειψης πρώτων υλών και του υψηλού εργατικού κόστους. Η πτώση της παραγωγής έχει αποτυπωθεί στο κλείσιμο επιχειρήσεων, στην απόφαση μεταφοράς σε παραγωγικές μονάδες στο εξωτερικό (π.χ. Βαλκάνια, Ασία), καθώς και στη στροφή στις εισαγωγές. Οσες ελληνικές παραγωγικές εταιρείες έχουν επιβιώσει προσπαθούν να ανοιχτούν στο εξωτερικό, με εξαγωγές και δημιουργία καταστημάτων, για να επιβιώσουν.
Οσον αφορά τις εισαγωγικές επιχειρήσεις, αυτές λειτουργούν σε συνθήκες έντονου ανταγωνισμού, σε δύο επίπεδα κυρίως: στη σύναψη συνεργασιών με τους ξένους οίκους για αντιπροσώπευση των προϊόντων τους στην εγχώρια αγορά και στη λιανική προκειμένου να εξασφαλίσουν παραγγελίες κατά τη διάρκεια των δειγματισμών. Ταυτόχρονα, απαιτείται υψηλό κεφάλαιο κίνησης, καθ’ ότι οι εισπράξεις είναι βραδείες σε αντίθεση με την εξόφληση των ξένων οίκων. Σημαντική είναι και η καλή γνώση των αναγκών της αγοράς ώστε να επιλέγονται προϊόντα που εξασφαλίζουν υψηλή ζήτηση. Τόσο στην ένδυση όσο και στην υπόδηση πολλές εισαγωγικές επιχειρήσεις έχουν επεκταθεί και στη λιανική, αναπτύσσοντας αλυσίδες καταστημάτων με τις φίρμες τους. Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Αττικά Πολυκαταστήματα που διαχειρίζεται το Attica κ. Κωνσταντίνο Λαμπρόπουλο, ο κλάδος της ένδυσης υπέστη μεγάλες πληγές το 2011 λόγω της κρίσης, ενώ και το 2012 θα είναι χειρότερο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ