Η κρίση άγγιξε και την καρδιά της ευρωζώνης

Η ευρωπαϊκή κρίση έχει πάψει από καιρό να θεωρείται ζήτημα των «υπερχρεωμένων χωρών του Νότου», καθώς μάλιστα έχει γίνει σαφές ότι δεν συνιστά απλώς μια «κρίση χρέους», αλλά τη συνισταμένη ενδογενών αντιφάσεων της νομισματικής ένωσης και των επιμέρους προβλημάτων που καλούνται να αντιμετωπίσουν ακόμη και οι πιο ισχυρές οικονομίες της ηπείρου.

Η ευρωπαϊκή κρίση έχει πάψει από καιρό να θεωρείται ζήτημα των «υπερχρεωμένων χωρών του Νότου», καθώς μάλιστα έχει γίνει σαφές ότι δεν συνιστά απλώς μια «κρίση χρέους», αλλά τη συνισταμένη ενδογενών αντιφάσεων της νομισματικής ένωσης και των επιμέρους προβλημάτων που καλούνται να αντιμετωπίσουν ακόμη και οι πιο ισχυρές οικονομίες της ηπείρου. Υπό το φως των ανησυχητικών προβλέψεων για την οικονομική συγκυρία, η Γερμανία ψήφισε τις προηγούμενες ημέρες την πρώτη δέσμη μέτρων ενός μεγαλύτερου πακέτου τόνωσης της οικονομίας που θα ανέλθει στα 15 δισ. ευρώ. Την ίδια στιγμή ακόμη και οι μέχρι πρότινος ανέγγιχτες από την κρίση χώρες επισπεύδουν τη λήψη μέτρων δημοσιονομικού χαρακτήρα. Στην Ολλανδία η νέα κυβέρνηση συνασπισμού της Κεντροδεξιάς με τους Κεντροαριστερούς του Εργατικού Κόμματος συμφώνησε σε περικοπές 16 δισ. ευρώ για την επόμενη πενταετία. Το Βέλγιο απέφυγε τεχνικά την ύφεση, καθώς το ΑΕΠ παρέμεινε στάσιμο (0%) το τρίτο τρίμηνο σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο που είχε καταγραφεί πτώση 0,5%. Ομως η κεντρική τράπεζα της χώρας επισημαίνει ότι θα πρέπει να ληφθούν επιπλέον μέτρα για τον εξορθολογισμό του προϋπολογισμού. Στον φαύλο κύκλο του στασιμοπληθωρισμού βυθίζονται όλο και περισσότερο Ιταλία και Ισπανία, την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση Κοέλιο στην Πορτογαλία εφαρμόζει την πιο σκληρή λιτότητα των τελευταίων 30 ετών εν μέσω δυσμενών προοπτικών για την οικονομία.

Η ανακοίνωση του Εθνικού Ινστιτούτου Στατιστικής της Ισπανίας και οι προειδοποιήσεις της Κεντρικής Τράπεζας της Ιταλίας για τον «φαύλο κύκλο» ύφεσης και ανεργίας που απειλεί τη χώρα δεν προκάλεσαν καμία έκπληξη στους ευρωπαίους εταίρους και στις Βρυξέλλες. Διότι ούτε η Μαδρίτη ούτε η Ρώμη έχουν πλέον τη θλιβερή αποκλειστικότητα να μονοπωλούν το ενδιαφέρον της πολιτικής ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των οικονομικών αναλυτών. Τα συμπτώματα που παρουσίαζαν μέχρι πριν από έναν χρόνο η Ελλάδα και η Πορτογαλία, και αργότερα η Ισπανία και η Ιταλία, εμφανίζονται πλέον, έστω και σε πιο ήπια μορφή, στον πυρήνα της ευρωζώνης και σε χώρες που φάνταζαν ως «μοντέλα» ισορροπημένης δημοσιονομικής διαχείρισης και βιώσιμης ανάπτυξης.

Στη Γερμανία καταγράφηκε άνοδος του δείκτη ανεργίας τον Οκτώβριο, με τον αριθμό των νέων ανέργων να εμφανίζει διπλάσια αύξηση από εκείνη που ανέμεναν οι αναλυτές και να διαμορφώνεται στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριών ετών. Σε μια ένδειξη ότι η κρίση χρέους της ευρωζώνης επηρεάζει αναπόφευκτα ανάπτυξη και επενδύσεις, ο αριθμός των ανέργων αυξήθηκε κατά 20.000 σε σχέση με τον Σεπτέμβριο, στα 2,94 εκατομμύρια άτομα, κινούμενος ανοδικά για πέμπτο συνεχή μήνα. Οι περισσότεροι αναλυτές, οι οποίοι προέβλεπαν αύξηση κατά 10.000 άτομα, διαψεύστηκαν. Σύμφωνα με αναλυτές, τα στοιχεία της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Εργασίας «είναι άλλη μία ένδειξη οικονομικής εξασθένησης ακόμα και των χωρών που βρίσκονται στην καρδιά της ευρωζώνης». Οι προβλέψεις της ομοσπονδιακής τράπεζας συγκλίνουν άλλωστε προς αυτή την κατεύθυνση. Η Bundesbank ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα τις εκτιμήσεις της βάσει των οποίων η γερμανική οικονομία θα συρρικνωθεί το τέταρτο τρίμηνο, καθώς η ευρωπαϊκή κρίση χρέους δεν έχει αφήσει αλώβητες τις εξαγωγές προϊόντων «made in Germany». Επιπλέον η κυβέρνηση αναθεώρησε τις προβλέψεις για τον ρυθμό ανάπτυξης κάτω από το 1% (αντί της προηγούμενης πρόβλεψης του 1,6%) για το επόμενο έτος.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ η γερμανική οικονομία θα αναπτυχθεί εφέτος κατά 0,9%, έναντι συρρίκνωσης 0,4% για την ευρωζώνη. Ο δείκτης καταναλωτικού και επιχειρηματικού κλίματος μειώθηκε τον Οκτώβριο στις 84,5 μονάδες, για πρώτη φορά μετά τον Αύγουστο του 2009, έναντι 85,2 μονάδων τον Σεπτέμβριο, ενώ ορισμένες επιχειρήσεις προετοιμάζονται για τα χειρότερα, με περικοπές κόστους και ενδεχομένως και προσωπικού. Σύμφωνα με αναλυτές του πρακτορείου Bloomberg οι ενδείξεις αυτές «προϊδεάζουν για πολύ δραστική τριμηνιαία πτώση του ΑΕΠ τα επόμενα τρίμηνα και συνάδουν προς πολύ απαισιόδοξες προβλέψεις για συρρίκνωση του ΑΕΠ το 2013».
Βόμβα Λαγκάρντ στο Βέλγιο
Την ώρα που η κυβέρνηση συνεργασίας του Ελιο ντι Ρούπο προσπαθεί να κλείσει τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους, οι δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ προκάλεσαν ακόμη μεγαλύτερη αναταραχή στους κόλπους του πολυκομματικού σχηματισμού. Η επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δήλωσε ότι «αυτό που προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία είναι η ανελαστικότητα της αγοράς εργασίας», συστήνοντας στο Βέλγιο να προχωρήσει σε (γνώριμες πλέον στη χώρα μας) προσαρμογές που θα αφορούν «την ευελιξία και την ανταγωνιστικότητα». Η συγκυρία που διάλεξε η πρόεδρος του ΔΝΤ για να «προτείνει» διαρθρωτικές αλλαγές ασφαλώς δεν ήταν τυχαία. Τις ημέρες αυτές συζητούνται μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων τα μέτρα που θα ενταχθούν στον προϋπολογισμό του 2013. Αλλωστε την ίδια συγκυρία επέλεξε και ο κεντρικός τραπεζίτης της χώρας Λικ Κεν για να επισημάνει ότι τα μέτρα ύψους 11,5 δισ. ευρώ τα οποία έχουν συμφωνηθεί «δεν φτάνουν» και ότι θα πρέπει να εφαρμοστούν επιπλέον περικοπές 2,3 δισ. ευρώ για να επιτευχθεί ο στόχος μείωσης του ελλείμματος κάτω από το 3% του ΑΕΠ. Αυτές όμως ακριβώς οι συστάσεις απειλούν να ρίξουν την οικονομία της χώρας στη «μαύρη τρύπα» της ανατροφοδοτούμενης ύφεσης. Διότι την περασμένη χρονιά η κεντρική τράπεζα ζητούσε και πάλι από την κυβέρνηση αυστηρά δημοσιονομικά μέτρα προβλέποντας ανάπτυξη κοντά στο 2,5% για το τρέχον έτος. Οι περικοπές εφαρμόστηκαν, όμως, η βελγική οικονομία βρίσκεται πλέον καθηλωμένη σε μηδενικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά του Ινστιτούτου Εθνικών Λογαριασμών «η πτώση του παραγόμενου προϊόντος επηρέασε αρνητικά όλους τους επιμέρους κλάδους της οικονομίας». Ο δείκτης βιομηχανικής δραστηριότητας υποχώρησε το τελευταίο τρίμηνο κατά 1,8%, ενώ οι εξαγωγές συρρικνώθηκαν κατά 0,6%.
Λιτότητα και στην Ολλανδία
Σε παράλληλους δρόμους βαδίζει και η γειτονική Ολλανδία μετά τη συγκρότηση κυβέρνησης από τους Κεντροδεξιούς Φιλελεύθερους και τους Κεντροαριστερούς Εργατικούς. Ο νέος συνασπισμός, στον οποίο θα ηγείται ο μέχρι σήμερα πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε, έχει ταχθεί ξεκάθαρα υπέρ της συνέχισης της λιτότητας και έχει ήδη συμφωνήσει σε συγκεκριμένα μέτρα. Μεταξύ αυτών προβλέπονται περικοπές στα επιδόματα ανεργίας, στα κονδύλια της κυβέρνησης για την ανάπτυξη της περιφέρειας, καθώς και στα ευνοϊκά επιτόκια στεγαστικών δανείων για τα χαμηλότερα εισοδήματα. Επιπλέον θεσπίζονται αυστηρότερα κριτήρια για τα επιδόματα υγείας, ενώ τα οικονομικά βοηθήματα που δίνονταν σε φοιτητές αντικαθίστανται με φοιτητικά δάνεια που θα χορηγούν οι κρατικές τράπεζες. Ο Ρούτε δήλωσε μετά την επίτευξη της συμφωνίας συνεργασίας με τους Εργατικούς ότι «τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα πρέπει να επιλυθούν άμεσα». Βέβαια τα «μεγάλα» προβλήματα της χώρας δεν έχουν καμία σχέση με τα μεγέθη των δημοσιονομικών προβλημάτων του Νότου. Η ολλανδική κυβέρνηση θα λάβει μέτρα 16 δισ. ευρώ την επόμενη πενταετία προκειμένου να περιορίσει το έλλειμμα στο 1,5% το 2017. Αλλωστε οι πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι η Ολλανδία θα επιμείνει στη σκληρή γραμμή της λιτότητας όχι μόνο στο εσωτερικό αλλά και προς τις χώρες που βρίσκονται στην καρδιά της κρίσης.

Η Γαλλία εκπέμπει σήμα κινδύνου
Η χώρα ταλαντεύεται μεταξύ οριακής ανάπτυξης και ύφεσης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις
«Τo πρόβλημα της Ευρώπης εντοπίζεται αυτή τη στιγμή στην Ισπανία και στην Ιταλία, αλλά –θα το πω διακριτικά –και στη Γαλλία» δήλωσε την περασμένη Δευτέρα ο Γκέρχαρντ Σρέντερ μιλώντας σε συνέδριο που διοργανώθηκε στο Βερολίνο για το μέλλον της Ευρώπης.
Βέβαια η αναφορά του πρώην καγκελαρίου της Γερμανίας στους κατά τα άλλα «φίλους Γάλλους» δεν ήταν ιδιαίτερα διακριτική. Ωστόσο οι επισημάνσεις του αντικατοπτρίζουν τις αυξανόμενες ανησυχίες σχετικά με την πορεία της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας της ευρωζώνης. Το Παρίσι προσπαθεί να δώσει τα διαπιστευτήριά του στις αγορές υιοθετώντας έναν προϋπολογισμό που «δεν μπορεί παρά να είναι σκληρός», όπως παραδέχονται κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Ωστόσο η χώρα ταλαντεύεται μεταξύ οριακής ανάπτυξης και ύφεσης, όπως μαρτυρούν και οι αναθεωρημένες εκτιμήσεις. Το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής και Οικονομικών Μελετών προβλέπει οικονομική στασιμότητα για το δεύτερο εξάμηνο του έτους, ενώ ελαφρώς καλύτερες είναι οι εκτιμήσεις της Τράπεζας της Γαλλίας.
Ο νέος προϋπολογισμός βασίζεται στην παραδοχή μιας οριακής ανάπτυξης του ΑΕΠ με ρυθμό 0,8% για το ερχόμενο έτος, ενώ το χρέος αναμένεται να ανέλθει στο 91% του ΑΕΠ. Πολλοί αναλυτές όμως διατηρούν τις επιφυλάξεις τους θυμίζοντας ότι και οι περσινές εκτιμήσεις «έπεσαν έξω» κυρίως λόγω της συνολικής καθίζησης της ευρωζώνης.
Στις δυσοίωνες ενδείξεις προστέθηκαν τα τελευταία στοιχεία για την ανεργία που κατέγραψαν την υψηλότερη μηνιαία αύξηση του αριθμού των ανέργων από το 2009. Τον περασμένο Σεπτέμβριο οι άνεργοι άγγιξαν τα 3,06 εκατομμύρια σημειώνοντας άνοδο 1,6%. «Πώς όμως περιμένουμε να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας όταν η ανάπτυξη είναι αναιμική;» διερωτάται η γαλλική «Le Monde». Αναλυτές υπολογίζουν ότι για να αντιστραφεί η αυξητική πορεία του αριθμού των ανέργων απαιτείται ρυθμός ανάπτυξης μεγαλύτερος από 1,5%.
Σε οριακό σημείο βρίσκονται όμως και επιμέρους κλάδοι της οικονομίας. Τα περισσότερα νοσοκομεία της χώρας βρίσκονται «στο κόκκινο», καθώς έχουν συσσωρεύσει χρέη 2 δισ. ευρώ, τα οποία αντιστοιχούν στο 1/3 των ετήσιων εσόδων τους. Το πρόβλημα επιδεινώθηκε από τα τέλη του 2011, όταν ο ως τότε μεγαλύτερος χρηματοδότης τους, η γαλλοβελγική τράπεζα Dexia, κατέρρευσε και οδηγήθηκε αναγκαστικά σε κρατική διάσωση. Εκτοτε έχει διακοπεί η πίστωση και τα μεγαλύτερα κέντρα νοσηλείας, όπως αυτό της Λυών, σχεδιάζουν την πώληση περιουσιακών στοιχείων (μεταξύ των οποίων πύργοι του 19ου αιώνα) για να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους.
Η Πορτογαλία στον πάτο της ύφεσης
Αν όμως η Γαλλία βρίσκεται στον προθάλαμο της ύφεσης, η Πορτογαλία, η οποία έχει εφαρμόσει κατά γράμμα τη «συνταγή» των δανειστών της, βρίσκεται ήδη στη δίνη της πιο βαθιάς κρίσης από τη δεκαετία του ’70. Οι επίσημες προβλέψεις της κυβέρνησης κάνουν λόγο για ύφεση 3% το 2012 και τουλάχιστον 1% την επόμενη χρονιά, ενώ το ποσοστό των ανέργων αναμένεται να αγγίξει το 17%.
Διανύοντας το τρίτο συνεχόμενο έτος ύφεσης, η Λισαβόνα ακολουθεί την πεπατημένη των χωρών του μνημονίου, χωρίς όμως να βλέπει φως στο τούνελ. Ο πρωθυπουργός Πέντρο Πάσος Κοέλιο έκανε λόγο για «μία από τις πιο δύσκολες περιόδους στην ιστορία της χώρας» παρουσιάζοντας έναν προϋπολογισμό που περιλαμβάνει αυξήσεις φόρου εισοδημάτων και ΦΠΑ (που ισοδυναμούν με δύο μισθούς για τα χαμηλότερα στρώματα) και πάγωμα στους μειωμένους μισθούς και στις συντάξεις. Τα εμπόδια που θα συναντήσει μπροστά του ο κεντροδεξιός πρωθυπουργός δεν θα είναι μόνο οι αντιδράσεις των Πορτογάλων που έχουν εξαγγείλει γενική απεργία στις 14 Νοεμβρίου. Οι αυξήσεις των φόρων πιθανόν να κριθούν αντισυνταγματικές από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας, όπως είχε γίνει και τον περασμένο Ιούλιο. Ασφαλώς η κυβέρνηση θα επανέλθει με «ισοδύναμα μέτρα», όμως το πολιτικό της κεφάλαιο φαίνεται να έχει δαπανηθεί περίπου έναν χρόνο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.

Κατρακυλά η βαριά (ασθενής) βιομηχανία της Ευρώπης
Χιλιάδες θέσεις εργασίας χάνονται από τους κολοσσούς του χάλυβα και του άνθρακα

Ο ένας μετά τον άλλον, οι κολοσσοί της χαλυβουργίας, της παραγωγής αλουμινίου ή της εξόρυξης άνθρακα ανακοινώνουν την «προσωρινή» αναστολή της λειτουργίας μονάδων, το αναγκαστικό κλείσιμο λόγω των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ή, στην καλύτερη περίπτωση, τη μείωση του ρυθμού παραγωγής και επενδύσεων στην Ευρώπη λόγω μειωμένης ζήτησης του τελικού προϊόντος. Η βαριά (νοσούσα) βιομηχανία της Ευρώπης πλήττεται πολλαπλά από την αρνητική συγκυρία της κρίσης στην ευρωζώνη, από την κάθετη πτώση των αυτοκινητοβιομηχανιών (οι οποίες αποτελούν έναν από τους βασικούς αγοραστές χάλυβα) και κυρίως από τους νόμους της αγοράς. Η επωδός της «μη ανταγωνιστικότητας» των ευρωπαϊκών μονάδων έναντι των εκτός ευρωζώνης εργοστασίων επαναλαμβάνεται μονότονα στις ανακοινώσεις σχεδόν όλων των εταιρειών του κλάδου. Αλλά η διαρκής επιδίωξη του χαμηλότερου δυνατού κόστους πέρα από τις κοινωνικές ή άλλες συνέπειες δεν είναι παρά «ένας από τους βασικούς κανόνες της γραμματικής που ακολουθεί ο κόσμος των επιχειρήσεων», όπως σημειώνει σε ανάλυσή της η γαλλική οικονομική εφημερίδα «Les Echos».
Ο ινδός μεγιστάνας και ιδιοκτήτης της εδρεύουσας στο Λουξεμβούργο ArcelorMittal Λακσμί Μιτάλ είχε έναν «σκληρό διάλογο» με τον γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ την τελευταία εβδομάδα του Σεπτεμβρίου. Ωστόσο οι γάλλοι χαλυβουργοί μιλώντας στη «Figaro» δηλώνουν «κάθε άλλο παρά αισιόδοξοι για την τύχη του εργοστασίου», το οποίο είναι το τελευταίο του κλάδου που έχει απομείνει στην περιοχή της Λωρραίνης. Εκτός και αν το Παρίσι αποφασίσει να στηρίξει οικονομικά το σχέδιο αναβάθμισης του εργοστασίου, το οποίο σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Γενικού Συμβουλίου Οικονομίας, Βιομηχανίας και Ενέργειας απαιτεί επενδύσεις περίπου 500 εκατ. ευρώ. Το σενάριο αυτό μοιάζει εξαιρετικά απίθανο, δεδομένης της «σφιχτής» δημοσιονομικής πολιτικής που ακολουθεί (και) η Γαλλία. Προς το παρόν η γαλλική κυβέρνηση αναζητεί ιδιώτη επενδυτή για τη μονάδα θερμής επεξεργασίας, η οποία παραμένει ανενεργή τους τελευταίους 14 μήνες και έχει βγει «στο σφυρί» από την ArcleorMittal. O επικεφαλής της μεγαλύτερης χαλυβουργίας παγκοσμίως έδωσε διορία δύο μηνών προκειμένου να βρεθεί ο αγοραστής που θα σώσει (ενδεχομένως) τη μονάδα των δύο υψικαμίνων και τις θέσεις των 630 εργατών που απασχολούνται σε αυτήν. Ωστόσο οι εργαζόμενοι καταγγέλλουν ότι το ίδιο το σχέδιο της εταιρείας αποκλείει ουσιαστικά την εξεύρεση αγοραστή, καθώς η απόσχιση του τμήματος θερμής επεξεργασίας (όπου το μετάλλευμα του σιδήρου και ο άνθρακας μετατρέπονται σε χάλυβα) από την υπόλοιπη μονάδα «ισοδυναμεί με την αφαίρεση του κινητήρα από το αμάξωμα του αυτοκινήτου», όπως λέει χαρακτηριστικά ο εκπρόσωπος του συνδικάτου CFDT Σερζ Φις. Επιπλέον η εταιρεία έχει διαμηνύσει ότι δεν δεσμεύεται να αγοράζει τον πρωτογενή χυτοσίδηρο που θα παράγουν οι μονάδες της Φλοράνζ εφόσον πωληθούν. Η κυβέρνηση κατέστησε σαφές διά στόματος του υπουργού Βιομηχανικής Ανασυγκρότησης Αρνό Μοντεμπούρ ότι «δεν εξετάζεται το σενάριο της εθνικοποίησης» του εργοστασίου στη Φλοράνζ, καθώς η εμπειρία έχει δείξει ότι «το κράτος δεν είναι ο καλύτερος διαχειριστής επιχειρήσεων». Οι εργάτες της Φλοράνζ δεν θα είναι τα μόνα θύματα της χαμένης ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας. Τον περασμένο μήνα η γερμανική Thyssenkrupp προανήγγειλε το κλείσιμο έξι μονάδων στη Γαλλία (όπου απασχολούνται 90 εργαζόμενοι), ενώ η ArcelorMittal διευκρίνισε με νέα ανακοίνωσή της ότι το «λουκέτο» σε δύο εργοστάσια της Λιέγης στο Βέλγιο θα αφήσει άνεργους 800 και όχι 580 εργαζομένους όπως είχε αρχικά αναγγελθεί.
Απελπισμένοι χαλυβουργοί
Η έρευνα την οποία είχαν παραγγείλει οι δικαστικές αρχές της Ιταλίας για το εργοστάσιο χάλυβα της Ιλβα στον Τάραντα της Κάτω Ιταλίας δεν άφηνε κανένα περιθώριο ολιγωρίας στην κυβέρνηση: το εργοστάσιο θα πρέπει να κλείσει, καθώς από τις εκπομπές των καρκινογόνων ρύπων έχουν πεθάνει τουλάχιστον 400 κάτοικοι της περιοχής τα τελευταία 14 χρόνια. Οι ακτιβιστές που υπερασπίζονται το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία επισημαίνουν ότι «όλοι γνωρίζουν αλλά κανένας δεν μιλάει» για τις επιπτώσεις της λειτουργίας του μεγαλύτερου εργοστασίου χάλυβα στην Ευρώπη. Ωστόσο το εργοστάσιο της οικογένειας Ρίβα δεν παράγει μόνο θανατηφόρα οξείδια. Δίνει δουλειά σε 12.000 κατοίκους μιας κατά τα άλλα ξεχασμένης από τις μεγάλες βιομηχανίες περιοχής του Νότου. Ο Βιτσέντζο Πινιατέλι και άλλοι πρώην συνάδελφοί του που δούλευαν μια ζωή στην Ιλβα βεβαιώνουν τους θανάτους που σχετίζονται με την ατμοσφαιρική ρύπανση. Το ζήτημα δεν είναι περιβαλλοντικό, τονίζουν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στο εργοστάσιο. Τα επίπεδα των επικίνδυνων ρύπων έχουν υποχωρήσει σημαντικά τα τελευταία χρόνια και θα μπορούσαν να μειωθούν ακόμη περισσότερο αν προχωρούσε το πρόγραμμα «καθαρισμού» της μονάδας από όπου εξάγεται το 6,5% της συνολικής παραγωγής χάλυβα στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ο υπουργός Περιβάλλοντος Κοράντο Κλίνι έχει ταχθεί με το μέρος των εργαζομένων υποσχόμενος την εκταμίευση των 340 εκατ. ευρώ που απαιτούνται για τη διάσωση του εργοστασίου. Ωστόσο και σε αυτή την περίπτωση (όπως για τις γαλλικές χαλυβουργίες) το ζήτημα αγγίζει τις λεπτές δημοσιονομικές ισορροπίες τις οποίες καλείται να κρατήσει η κυβέρνηση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.