«Στο δεύτερο έτος και στο τρίτο ένας άνεμος αντάρτης απίθωσε στις κρύες αίθουσες του κτιρίου της Νομικής, στην οδό Σόλωνος, έναν καθηγητή που έβαλε φωτιά στις ψυχές και στο μυαλό μας. Τα χαρακτηριστικά του δωρικά, το πνεύμα του όμως είχε τις χάρες της Ιωνίας. Μαλλιά λευκά, λεπτό πρόσωπο, παχύ μουστάκι, ματιά βαθιά, διαπεραστική κι ερωτική όταν ακουμπούσε το ωραίο, δάχτυλα μακριά με ένα τσιγάρο σχεδόν πάντα ανάμεσα, φωνή εκφραστική, καταπληκτική άρθρωση».
Διδάκτωρ Αρχαιολογίας σήμερα, φοιτήτρια στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής στη δεκαετία του 1980, η κυρία Μαρία Μπελογιάννη ανασύρει από τη μνήμη της την εικόνα ενός καθηγητή που ήταν διαφορετικός από τους άλλους. «Με το πρώτο μάθημά του μας συνεπήρε. Δεν μιλούσε για τον μινωικό πολιτισμό αναφέροντάς μας μόνο χρονικές περιόδους, τυπολογίες και βασικά χαρακτηριστικά. Αναμφίβολα αυτά βρίσκονταν στη δομή της διδασκαλίας του, ο τρόπος όμως που μας τα παρουσίαζε ήταν ποιητικός. Μας μιλούσε για κοινωνίες και αντικείμενα τού πολύ μακρινού παρελθόντος έτσι ώστε οι δευτεροετείς φοιτητές να αισθανόμαστε την παρουσία των ανθρώπων που τα δημιούργησαν ανάμεσά μας, δίπλα μας» σημειώνει η κυρία Ναταλία Πούλου-Παπαδημητρίου, επίκουρη καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο.
Ο δάσκαλός τους, ο αρχαιολόγος Γιάννης Σακελλαράκης –πριν από λίγες ημέρες, στις 28 Οκτωβρίου, συμπληρώθηκαν δύο χρόνια από τον θάνατό του –δεν έχει γραφτεί μόνο στη μνήμη των μαθητών του με ανεξίτηλα γράμματα, αλλά επηρέασε βαθιά το μετέπειτα έργο και τη ζωή τους, έθεσε αρχές και νόμους ηθικής και δεοντολογίας, τους δίδαξε φιλοσοφία και κυρίως την αγάπη για τη ζωή και για τον άνθρωπο.
Αν και ο τόμος λοιπόν που με τίτλο τον στίχο του Καβάφη «Θα ‘θελα αυτή την μνήμη να την πω…» έχει εκδοθεί μετά θάνατον του δασκάλου, μόνο πένθιμος δεν είναι. Η χαρά, η αισιοδοξία, τα τραγούδια, τα αστεία και τα ξεφαντώματα ξεχειλίζουν από τις σελίδες του, γραμμένες από τους φοιτητές των θρανίων του πανεπιστημίου, αλλά κυρίως των μεγάλων ανασκαφών, που συγκεντρώθηκαν για μία τελευταία φορά προς χάριν του. «Ημουν κι εγώ εκεί. Χαρές, λύπες, γέλια, αντάμωσες και απώλειες… Τα καλοκαίρια παίζαμε θέατρο, αρχαία τραγωδία. Μόνο που ήταν νεοελληνική τραγωδία! Ειδικά τα σκηνικά και τα κοστούμια κι η κατσαρόλα που ήταν το κράνος. Τον χειμώνα τζάκι και ιστορίες για θεούς και ανθρώπους κυρίως της Μινωικής εποχής» σημειώνει χαρακτηριστικά η ιστορικός-αρχειονόμος Πέπη Γαβαλά.
Αρχάνες, Ανεμόσπηλια, Ιδαίον Αντρο, Κύθηρα, Ζώμινθος ήταν οι μεγάλες ανασκαφές του Γιάννη Σακελλαράκη και η Εριέττα Δεληγιάννη-Κώτση, διδάκτωρ Προϊστορικής Αρχαιολογίας σήμερα, που είχε την πρωτοβουλία αυτού του αφιερώματος χρειάστηκε να δουλέψει πολύ για να ξαναβρεθεί το νήμα από το 1965 ως το 2010 και να σχηματιστεί και πάλι ο κύκλος των «χαμένων ποιητών», που και στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν φοιτητές, αρχαιολόγοι, συντηρητές, εργάτες, φύλακες, συνεργάτες, φίλοι.
Αλλωστε, όπως διαβεβαιώνει η ίδια η Εφη Σαπουνά-Σακελλαράκη, σύντροφος και συνοδοιπόρος του Σακελλαράκη για μια ολόκληρη ζωή, εκείνος απεχθανόταν τους βαρύγδουπους επιστημονικούς τόμους που αφιερώνονται συνήθως στους δασκάλους, προτιμώντας μια ουσιαστική και ευφρόσυνη κατάθεση δράσης και ζωής από όσους ήταν κοντά του στις διάφορες επιστημονικές στιγμές, σαν δάσκαλος ανασκαφέας ή ανιχνευτής πολλών πραγμάτων.
«Οι περισσότεροι από όσους είχαν θητεύσει στις ανασκαφές του ζεύγους Σακελλαράκη ήταν άνθρωποι που αργά ή γρήγορα εξελίχθηκαν σημαντικά στον τομέα τους» γράφει η Εριέττα Δεληγιάννη-Κώτση. «Κατά την ταπεινή μου γνώμη οφειλόταν στο γεγονός ότι οι Σακελλαράκηδες ήταν εξαιρετικά διορατικοί και προσεκτικοί πριν δεχθούν να δουλέψουν με οποιονδήποτε, όσο και στο ότι η δουλειά τους –κι αυτά που έδιναν, μάθαιναν, δούλευαν ή συνεργάζονταν με τους ίδιους –άφηνε την εμπνευσμένη αύρα της και δημιουργούσε σχολή, και μάλιστα σχολή με φήμη και αίγλη ζηλευτή, που τύλιγε όχι μόνο τους δυο τους αλλά και τους εκάστοτε συνεργάτες τους».
Η διδασκαλία
Εκείνο που αβίαστα προκύπτει διαβάζοντας αυτές τις καταθέσεις είναι η μοναδική σχέση που διαμόρφωνε ο Σακελλαράκης με τους μαθητές του, οι οποίοι έμαθαν αρχαιολογία στα «χαρακώματα», σκυμμένοι πάνω από τα σκάμματα της ανασκαφής, πλένοντας όστρακα και γράφοντας ατέλειωτες σημειώσεις κάτω από μια αυστηρά επιβεβλημένη πειθαρχία, ταυτόχρονα όμως τραγουδώντας, γελώντας, κάνοντας αστεία ως μέλη μιας προνομιούχας ομάδας μυστών, που μετείχαν σε ένα τελετουργικό εμβάθυνσης στα μυστήρια του παρελθόντος. Αλλά και οι μαθητές στο Πανεπιστήμιο δηλώνουν συνεπαρμένοι από τη διδασκαλία του, γιατί τους έβγαλε από τις άχρωμες αίθουσες για να γνωρίσουν τον πολιτισμό από κοντά σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, σε συναυλίες και θέατρα.
«Το ζεύγος Σακελλαράκη διαφέντευε ανθρώπους και καταστάσεις με σιδηρά πυγμή αποτρέποντας ρωγμές και κλυδωνισμούς. Δουλεύοντας σαν το στημόνι και το υφάδι είχε δημιουργήσει ένα ισχυρά θεμελιωμένο σύμπαν με αδιαπραγμάτευτη ιεραρχία, κατανομή ρόλων, τάξη πραγμάτων, ακόμη και αισθητική» γράφει ο φιλόλογος Αλέξανδρος Λαχανάς.
Μπορεί λοιπόν να σιγοτραγουδούσαν «Δεν ξανακάνω ανασκαφή με τον Σακελλαράκη…» και «Δεν ξανακάνω στις Αρχάνες /, δεν θέλω ούτε να τις δω / όστρακα και αχηβάδες / να γίνουν όλα ρημαδιό!», ήταν όμως μεγάλη τιμή και χαρά το να δουλέψουν μαζί του. Και στο Πανεπιστήμιο μπορεί να τον αποκαλούσαν ΣΑΚ, πρόσθεταν όμως: «Εκείνος ο θρύλος ο ΣΑΚ ήρεμος, εργασιομανής, ανοικτός, με ζεστασιά και κατανόηση, υπομονή και διαίσθηση μας αποκάλυψε την ανθρώπινη πλευρά ενός επιστήμονα, που είναι και πέρα από τις φήμες», όπως γράφει η φιλόλογος Ελένη Βαμβουλάκη.
«Ναι, το μάθημα του Σακελλαράκη ήταν μυσταγωγία. Το ακροατήριο των φοιτητών κρεμόταν από τα χείλη του, η διδασκαλία του ήταν μοναδική. Μέθοδος διαλεκτική, μέθοδος επαγωγική, πάνω απ’ όλα μαιευτική, όλες στην υπηρεσία του μαθήματος που στο τέλος του δίωρου είχε γίνει κτήμα των φοιτητών» επιβεβαιώνει και η Αννα Παπαδημητρίου-Γραμμένου, λέκτωρ Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το σπίτι
Πρωταγωνιστικός ήταν ο ρόλος του Σπιτιού της Ανασκαφής στις Αρχάνες. «Εμοιαζε με θεατρική σκηνή με τα εκατοντάδες κρανία, οστά, ακέραια αγγεία, πολυάριθμες σφραγίδες σε κουτάκια, χιλιάδες όστρακα μέσα σε πλαστικά σακουλάκια» σημειώνει η αρχαιολόγος Ειρήνη Γρατσία, συντονίστρια της MOnuMENTA. Εκεί, ανάμεσα σε βασιλικούς και κληματαριές, γινόταν η μελέτη τα βράδια, αλλά και τα ξαφνικά πανηγύρια στις αργίες. Και η φωνή της Μαρίας Κάλλας να ξεχύνεται από το σπίτι τα απογεύματα… Γνωστή άλλωστε η αγάπη του Σακελλαράκη για τη μουσική, είτε ήταν κλασική είτε απλώς η κρητική λύρα είτε ακόμη του φίλου του Μάνου Χατζιδάκι.
Πολλοί και διάσημοι οι επισκέπτες που πέρασαν από αυτό το σπίτι αλλά και γενικότερα επισκέφθηκαν τις ανασκαφές των Σακελλαράκηδων στην Κρήτη. Οπως ο Ντόρο Λέβι, ανασκαφέας της Φαιστού, ο Μανόλης Ανδρόνικος, η Μελίνα Μερκούρη, ο Ζυλ Ντασσέν, ο Μάνος Χατζιδάκις, η Ντόλλη Γουλανδρή, ο Ροστροπόβιτς, η Φρανσουάζ Ζιλό με την Παλόμα Πικάσο, ο Κλοντ Πικάσο, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, για να αναφερθούν μερικοί.
Βραβευμένος, μεταξύ άλλων, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής και από την Ακαδημία Αθηνών, με διεθνή φήμη λόγω των ανακαλύψεων, των δημοσιεύσεων και γενικότερα του επιστημονικού του έργου ο Γιάννης Σακελλαράκης είχε την αναγνώριση ενός μεγάλου επιστήμονα παραμένοντας πάντοτε φίλος με τους εργάτες της ανασκαφής και τους απλούς ανθρώπους.
Στον τόμο πάντως το τελευταίο κείμενο είναι αυτό της Εφης Σακελλαράκη, που τελειώνει: «Και είμαι ακόμη εδώ και θα τον αγαπώ «…till …Then, not one minute more…» που έλεγε ένα παλιό αμερικάνικο τραγούδι που του άρεσε… Οχι, δεν είμαι λυπημένη, σε σωστή ώρα νυχτώνει».
Απρόσμενα αφιερώματα
–«Αν ήταν παιχνίδι, θα ήταν το «Αν ήταν», / Αν ήταν ποίημα, θα ήταν του Ελύτη, / Αν ήταν ταινία, θα ήταν Αγγελόπουλος, / Αν ήταν μουσική, θα ήταν Χατζιδάκις, / Αν ήταν αστυνομικό, θα ήταν της Αγκάθα Κρίστι, / Αν ήταν πίνακας ζωγραφικής, θα ήταν του Κοκόσκα, / Αν ήταν εκδρομή, θα ήταν στη Μεσσαρά, / Αν ήταν γραφή, θα ήταν βυζαντινή, / Αν ήταν επιδόρπιο, θα ήταν πεπόνι με πιπέρι, / Αν ήταν αρχαιολόγος, θα ήταν ο Γιάννης Σακελλαράκης». (Εριέττα Δεληγιάννη-Κώτση)
–«Αν ήταν παιχνίδι, θα ήταν το «Αν ήταν», / Αν ήταν ποίημα, θα ήταν του Ελύτη, / Αν ήταν ταινία, θα ήταν Αγγελόπουλος, / Αν ήταν μουσική, θα ήταν Χατζιδάκις, / Αν ήταν αστυνομικό, θα ήταν της Αγκάθα Κρίστι, / Αν ήταν πίνακας ζωγραφικής, θα ήταν του Κοκόσκα, / Αν ήταν εκδρομή, θα ήταν στη Μεσσαρά, / Αν ήταν γραφή, θα ήταν βυζαντινή, / Αν ήταν επιδόρπιο, θα ήταν πεπόνι με πιπέρι, / Αν ήταν αρχαιολόγος, θα ήταν ο Γιάννης Σακελλαράκης». (Εριέττα Δεληγιάννη-Κώτση)
–«Ο κ. Σακελλαράκης ενθουσιάστηκε σαν μικρό παιδί με τις προθέσεις μου για την τρικοκιά του. Η αγάπη του για το περιβάλλον και τα ιθαγενή δέντρα είναι τόσο ένθερμη που κάποιες φορές ένιωθα ότι ξεπερνούσε ακόμη και το πάθος του για την αρχαιολογική ανασκαφή». (Μαρία Κοζυράκη, διδάκτωρ δασολόγος – αρχιτέκτων τοπίου, η οποία συνέβαλε στην κήρυξη της τρικοκιάς, του αιωνόβιου κράταιγου της Ζωμίνθου, ως διατηρητέου μνημείου της φύσης)
–«Το διευθυντή τσ’ ανασκαφής Γιάννη Σακελλαράκη / τον εξεχώριζε καθείς απ’ τ’ άσπρο του μουστάκι / αλλά και το λευκό μαλλί –χιόνι του Ψηλορείτη –/ που διάσημο τον έκανε σ’ ολάκερη την Κρήτη». (Μαντινάδα της Χάιδως Καλλιτσάκη, διδάκτορος Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών).
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ