Πόσες σκηνές από το «Skyfall» έχετε δει μέχρι στιγμής; «Μόνο το τρέιλερ και μου φαίνεται πολύ ωραίο!».

Οι ταινίες Μποντ αποτελούν σχεδόν ένα είδος από μόνες τους. Πώς ήταν η εμπειρία της συμμετοχής σε ένα τέτοιο φιλμ, με τόση ιστορία πίσω του;
«Ηταν αληθινά απολαυστικό και είχε πλάκα. Επίσης, ήταν πολύ δημιουργικό, με την έννοια ότι το υλικό είναι πραγματικά καλό. Ο Σαμ (σ.σ.: εννοεί τον βραβευμένο με Οσκαρ σκηνοθέτη της ταινίας, Σαμ Μέντες) και εγώ δουλέψαμε για να χτίσουμε τον χαρακτήρα με τρόπο που θεωρούσαμε ότι θα τον κάνει πιο ενδιαφέροντα. Τουλάχιστον αυτό προσπαθήσαμε και ελπίζω να το πετύχαμε. Ο Σαμ αναπτύσσει μια στενή σχέση με τους ηθοποιούς του και έτσι, κατά έναν περίεργο τρόπο, ποτέ δεν ένιωσα την πίεση που θα ένιωθε κάποιος παίζοντας σε μια ταινία τόσο μεγαλεπήβολη όσο η συγκεκριμένη. Υπό την καθοδήγησή του και σε συνεργασία με τους άλλους ηθοποιούς επινοούσαμε πάντοτε διαφορετικούς τρόπους να γυρίζουμε κάθε σκηνή με τρόπο που να τον ικανοποιεί».

Δηλαδή σας εξέπληξε η όλη διαδικασία;
«Ναι, κατά κάποιον τρόπο. Προτού γυρίσουμε την ταινία, σκεφτόμουν ότι θα μπαίναμε εκεί μέσα, θα τα κάναμε όλα σωστά κι αυτό ήταν. Ηταν όμως πολύ πιο δημιουργικό. Ο Σαμ ήταν ανοιχτός σε διαφορετικές προσεγγίσεις και νιώθω ευγνώμων που είχα τόσο σπουδαίους ηθοποιούς γύρω μου, οι οποίοι με βοήθησαν να μπω στο κλίμα αμέσως».

Τι ήταν εκείνο που βρήκατε ελκυστικό στο συγκεκριμένο έργο; Η ευκαιρία να δουλέψετε με τον Σαμ Μέντες ή το σενάριο; Ή απλώς το να είστε μέρος μιας ταινίας Μποντ;
«Ηταν ένας συνδυασμός όλων – η ευκαιρία να δουλέψω με τον Σαμ, το σενάριο, ο δυνατός χαρακτήρας, όλα. Διάβασα το σενάριο και η ιστορία ήταν πολύ δυνατή, πέρα από το ότι είναι μια ταινία με ήρωα τον Τζέιμς Μποντ. Και η ευκαιρία να δουλέψω με τον Σαμ Μέντες έπαιξε μεγάλο ρόλο για μένα. Επειτα μου μίλησε για το καστ και, ασφαλώς, για τον Ντάνιελ, τον οποίο πάντοτε θεωρούσα εξαιρετικό ηθοποιό. Εχει φέρει κάτι καινούργιο στον Μποντ, θα μπορούσαμε να πούμε ένα νέο «άρωμα», που είναι πολύ ενδιαφέρον. Οπότε, όταν ο Σαμ μού μίλησε για το καστ και συζητήσαμε το πώς θα δουλεύαμε για να δημιουργήσουμε τον χαρακτήρα, να τον φτάσουμε εκεί που έπρεπε να τον φτάσουμε, ήταν σαν ένα δώρο για μένα – σπουδαίος σκηνοθέτης, θαυμάσιοι ηθοποιοί, δυνατή ιστορία και, επιπλέον, το γεγονός πρόκειται για μια ταινία Τζέιμς Μποντ. Πού είναι το κακό; Πουθενά!».

Τι μπορείτε να μας πείτε για τον ρόλο του κακού που υποδύεστε, τον Σίλβα;
«Ο Σαμ μού έδωσε απόλυτη ελευθερία. Ακούει τους ηθοποιούς του, δίνει μεγάλη προσοχή και δοκιμάζει διαφορετικά πράγματα, τα οποία μου αρέσουν. Συχνά προσπαθεί να κάνει το αντίθετο από το αναμενόμενο και αυτό έχει πολύ πλάκα. Σου ζητάει να εμπλακείς στη διαδικασία με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Και θα έλεγα ότι ο χαρακτήρας, ο Σίλβα, έχει δημιουργηθεί εξ ολοκλήρου από εκείνον. Πρότεινα κι εγώ κάποιες ιδέες, αλλά εκείνος ήταν που, μαζί με τους σεναριογράφους, καθοδήγησε τη σκηνοθεσία. Δεν είμαι σίγουρος αν πρέπει να αποκαλύψω κι άλλα, επειδή θέλουμε να κρατήσουμε κάποιες εκπλήξεις για το κοινό που θα δει την ταινία, αλλά είχαμε την ευκαιρία να παίξουμε με το τι είναι αναμενόμενο για έναν χαρακτήρα σε ένα φιλμ όπως αυτό. Ο Σαμ είπε – και εγώ το βρήκα αληθινά καλή ιδέα – πως όταν κάνεις μια ταινία Τζέιμς Μποντ, ειδικά αν είσαι ο κακός, κινείσαι στα όρια της μυθοπλασίας και της πραγματικότητας. Αυτός ήταν ο συνδυασμός που επιχειρήσαμε να επιτύχουμε».

Πείτε μας για την εμφάνιση του χαρακτήρα: έχετε αυτά τα πολύ χτυπητά ξανθά μαλλιά στην ταινία. Τίνος ιδέα ήταν;
«Θα έλεγα ότι ήταν ιδέα του Σαμ και δική μου».

Εχετε υπάρξει fan των ταινιών Μποντ;
«Απολύτως, είμαι 43 ετών και θυμάμαι ότι η πρώτη ταινία Τζέιμς Μποντ που είδα στο σινεμά ήταν η «Επιχείρηση Μούνρεϊκερ» με τον πατέρα μου. Ημουν 12 ετών και το φιλμ με συγκλόνισε. Αμέσως λάτρεψα τον τύπο με τα μεγάλα δόντια, τον Σαγόνια (σ.σ.: τον κακό τον οποίο υποδυόταν ο Ρίτσαρντ Κιλ). Επειτα από αυτό έβλεπα κάθε ταινία Μποντ. Ξέρεις, είναι σαν franchise που έχει διατηρηθεί τόσο καιρό και υπάρχει λόγος για αυτό: είναι πολύ καλοφτιαγμένο».

Υπάρχουν προσδοκίες και ευθύνες όταν υποδύεσαι έναν κακό σε ταινία Μποντ;
«Ναι, το αισθάνεσαι. Τόσοι καλοί ηθοποιοί έχουν παίξει σε ταινίες Μποντ και έχουν υπάρξει πολλοί καταπληκτικοί κακοί. Ομως προσπάθησα να μην το σκέφτομαι αυτό. Ο Σαμ κι εγώ είχαμε τις δικές μας ιδέες και, αν όλα έχουν πάει καλά, έχουμε επινοήσει κάτι αυθεντικό».

Απολαύσατε τις σκηνές δράσης;
«Είχα κάποιες σκηνές δράσης, αλλά ούτε τις μισές από εκείνες που είχε ο Ντάνιελ. Δεν είμαι συνηθισμένος σε τέτοια πράγματα, αλλά είχε πλάκα. Και ήμουν πάντοτε πολύ προστατευμένος από την ομάδα με την οποία συνεργάστηκα – έτσι αισθάνθηκα ασφαλής, πράγμα που είναι σημαντικό σε μια τέτοια ταινία».

Θυμάμαι πως όταν γυρίζατε το «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους»
είχατε πει ότι δεν σας άρεσε η βία και να κρατάτε όπλα… «Δουλεύω ως ηθοποιός από το 1988 και αυτή είναι μόλις η τρίτη ταινία στην οποία κρατάω όπλο – οι άλλες ήταν το «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους» και το «Perdita durango». Για 24 χρόνια, δεν είναι πολλές. Η πρόκληση, όμως, δεν είναι ότι κρατάς ένα όπλο στο χέρι σου: πρέπει να χτίσεις το προφίλ ενός ανθρώπου που να δικαιολογείται να το κρατά. Αυτό είναι το δύσκολο, εκεί όπου οι ευκαιρίες να «χτίσεις» κάτι πίσω από τη βία δεν είναι πολλές. Για παράδειγμα, στο «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους, υπήρχαν πολλά πράγματα πίσω από αυτόν τον εμβληματικό χαρακτήρα – εμβληματικό με την έννοια ότι δεν ανήκει πουθενά και δεν γνωρίζουμε τίποτε για εκείνον· είναι ένα σύμβολο της ίδιας της βίας. Αναπαριστά τη μοίρα για τους υπόλοιπους χαρακτήρες – και αυτό ήταν ένα θαυμάσιο θέμα για να δουλέψω. Ομως, όταν προσλαμβάνεις και βλέπεις διαφορετικά είδη βίας στις ταινίες, δεν υπάρχουν πολλές επιλογές για χαρακτήρες που να δικαιολογούν τη βία. Μου αρέσουν οι ήρεμοι άνθρωποι, όμως είμαι ηθοποιός – πρέπει να προσαρμοστώ».

Εχει,
όμως, και κάποια γοητεία ο Σίλβα; «Ναι, είναι ο εχθρός του Μποντ. Πρέπει να ανακατασκευάσεις έναν ρόλο που βλέπουμε εδώ και τόσα χρόνια και ταυτόχρονα να ανταποκριθείς σε ό,τι προσδοκά το κοινό. Το είδα σαν φόρο τιμής σε αυτό το είδος ταινίας, σαν να όφειλα να το κάνω. Εχω δει όλα τα φιλμ του Μποντ και δεν ήθελα να «στηριχτώ» σε κάποιον συγκεκριμένο κακό. Ηθελα απλώς να δημιουργήσω αυτόν, τον Σίλβα, μαζί με τον Σαμ. Ομως, φυσικά, η ιστορία υπάρχει πάντοτε στο πίσω μέρος του μυαλού σου, κι αυτό έχει περισσότερη πλάκα, επειδή μιλάμε για ένα κινηματογραφικό είδος από μόνο του».

Παρακολουθήσατε την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου που επιμελήθηκε ο Ντάνι Μπόιλ;
Είδατε το σχετικό με τον Μποντ σημείο, με τον Ντάνιελ Κρεγκ και τη βασίλισσα; «Φυσικά. Μου άρεσε  η τελετή και μου φάνηκε θαυμάσιος ο τρόπος εκτέλεσής της. Μου άρεσε η πανκ πλευρά της, ιδίως μπροστά στη βασίλισσα».
Το «Skyfall» προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από την Πέμπτη 1η Νοεμβρίου.