Γεννήθηκε το 1987. είναι μόλις 25 ετών. Ο Δημήτρης Καραντζάς, όμως, μοιάζει έμπειρος. Εχει καταφέρει να γίνει ήδη γνωστός στους θεατρικούς κύκλους για τις αξιοπρόσεκτα διαφορετικές σκηνοθετικές δουλειές του. Χωρίς να έχει παρελθόν παιδιού-θαύμα και ιδιαίτερης βαρύτητας σπουδές, σπάει σιγά σιγά το φράγμα του κατεστημένου με τις στοχευμένες ιδέες του, την τόλμη του, την επιμονή του, την εργατικότητά του, την πειθαρχία του. Στοιχεία που έχουν πείσει το Ελληνικό Φεστιβάλ, τη Λυρική Σκηνή, το Εθνικό Θέατρο, την Αννα Μακράκη και την Ξένια Καλογεροπούλου να του αναθέσουν σκηνοθεσίες.
Εφέτος φαίνεται να είναι η χρονιά του. Τρεις δουλειές μέσα στη χειμερινή περίοδο και μάλιστα σε καιρό κρίσης: «Ο μικρός Εγιολφ» του Ιψεν, που ανέβηκε στο θέατρο Πόρτα ως τις αρχές του μήνα, η παιδική όπερα «Κοκκινοσκουφίτσα» στη Λυρική Σκηνή, σε μουσική και λιμπρέτο του Αμερικανού Σύμουρ Μπάραμπ (από τις 3/11, βλ. σελ. 55), και η «Ελένη» του Ευριπίδη από την Εφηβική Σκηνή του Εθνικού (παραστάσεις σε σχολεία από τον Νοέμβριο).
Ο Δημήτρης Καραντζάς, ευγενικός, με συστολή στην αρχή της συνέντευξης, αλλά και με τρανταχτά γέλια αργότερα, με πολλή σκέψη στις απαντήσεις του και με περισυλλογή για το μέλλον το δικό του και του τόπου, είναι μια από τις ελπίδες του θεατρικού γίγνεσθαι. Ξεκίνησε ως μέλος της θεατρικής πειραματικής ομάδας Grasshoper, μαζί με ακόμη δύο σκηνοθέτες, τον Εκτορα Λυγίζο και τη Σοφία Βγενοπούλου, με την οποία έδωσαν και μια παράσταση στις φυλακές ανηλίκων του Αυλώνα. Μια κίνηση κοινωνικής προσφοράς που θα τον ενδιέφερε να επαναλάβει.
Η «Κοκκινοσκουφίτσα» που σκηνοθετείτε, ως όπερα, έχει υποστεί αλλαγές; «Ναι, κάποιες. Ας πούμε, ο λύκος δεν τρώει τη γιαγιά και πάσχει από μια αλλεργία, πράγμα που εκμεταλλεύεται η Κοκκινοσκουφίτσα και τον εξουδετερώνει με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο».
Το παιδικό θέατρο σας γυρίζει στο παρελθόν σας; «Οχι, γιατί τα παιδικά μου χρόνια, κατά κάποιον τρόπο, τα έχω ξεχάσει κιόλας. Θέατρο δεν έβλεπα, επειδή δεν μου άρεσε, και με τα παραμύθια δεν τα πήγαινα καλά».
Σας οδηγεί σε κάτι που δεν ζήσατε επομένως; «Περισσότερο αυτό συμβαίνει. Πέρυσι, όταν ασχολήθηκα για πρώτη φορά με παραμύθι, σκηνοθετώντας τον “Οδυσσεβάχ”, είδα σαν απελευθέρωση το γεγονός ότι απευθυνόμουν σε παιδιά, αλλά και ότι έκανα κάτι διαφορετικό».
Τι συμπεράνατε από αυτή την εμπειρία σας; «Επιβεβαιώθηκα ότι δεν είναι απλό πράγμα να “πιάσεις” τα παιδιά, ότι η αλήθεια τους είναι ανακουφιστική κι ότι προτιμούν κάτι που τους ιντριγκάρει, παρά κάτι εύκολο και με πολλά εφέ. Την πρώτη ημέρα, που ήρθαν 400 παιδιά, έπαθα πανικό. Συγχρόνως, ήταν συγκλονιστικό! Με έπιασε, όμως, και το μαράζι που οι μεγάλοι δεν αντιδρούν αυθόρμητα όπως τα παιδιά, που δεν δείχνουν την έκπληξή τους, τον ενθουσιασμό τους ή και τη βαρεμάρα τους ακόμη».
Μήπως, παρά την ηλικία σας, σας πέρασε από τον νου να κάνετε γρήγορα ένα δικό σας παιδί; «Μεγάλη ευθύνη, δεν με εμπιστεύομαι! Για μια παράσταση, εντάξει…».
Ποιος είναι ο λύκος, σήμερα, που κυνηγά την Κοκκινοσκουφίτσα; «Ο κίνδυνος είναι στον δρόμο, ένας άνθρωπος με αμφιλεγόμενες προθέσεις που προσεγγίζει παιδιά. Ενας μοναχικός που, όπως και στο έργο, μόνο με ανθρώπους μπορεί να τραφεί».
Και ο δικός σας λύκος; «Ο λύκος που έχω αρχίσει να φοβάμαι είναι η Χρυσή Αυγή. Φοβάμαι την ιδεολογία της, που συναντιέται με συγγενικές ιδεολογίες. Κατηγορήθηκε η Λένα Κιτσοπούλου πως με το έργο της για τον Αθανάσιο Διάκο ντροπιάζει ένα εθνικό μας σύμβολο και η απάντηση του υπουργού ήταν ότι θα εξετάσει το θέμα. Αρα, μπαίνουμε στη λογική να εξηγούμε τι είναι η τέχνη, δηλαδή το αυτονόητο. Και αυτό είναι το “συγγενικό” που λέω, επειδή όσοι την κατηγόρησαν δεν ήταν χρυσαυγίτες, αλλά ιδεολογικά συναντιούνται μαζί τους. Και το επόμενο βήμα θα είναι “ποιος υπέγραψε εκεί; ΟΚ! Θάνατος”».
Παρ’ όλα αυτά, τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής είναι ανεβασμένα. Γιατί, πιστεύετε; «Διότι δόθηκε το δικαίωμα στους ανθρώπους να βγάλουν τη Χρυσή Αυγή που έκρυβαν μέσα τους. Αυτή η ιδεολογία μοιάζει να έχει πολύ βαθιές ρίζες στον λαό μας. Και είναι σοκαριστικό. Δεν γίνεται να μην έχεις ιδέα για το τι έχει συμβεί στη χώρα σου. Να μην ξέρεις την Ιστορία σου. Να μη θυμάσαι».
Μπορεί αυτός ο φόβος να σας οδηγήσει σε διαδικασία αυτολογοκρισίας; «Οποιοσδήποτε δημιουργός σκέπτεται έτσι καλό είναι να τα παρατήσει. Εγώ θα συνεχίσω να είμαι παραγωγικός. Δεν μπορούμε να μη σκεφτόμαστε ελεύθερα επειδή υπάρχει ένας φόβος φασιστικός, όσο ισχυρός κι αν είναι. Αν δεν αντιδράσουμε και δεν μιλήσουμε κι εμείς επιθετικά, η Χρυσή Αυγή θα πάει ακόμη πιο ψηλά. Επίσης, με φοβίζει ότι ο αντίλογος είναι μέτριος. Σχεδόν διακριτικός. Και τα ΜΜΕ, δυστυχώς, την προβάλλουν».
Νιώθετε απογοήτευση από τη γενικότερη κατάσταση; «Εχεις δύο επιλογές: μπορεί να σε πάρει η μπάλα της απογοήτευσης ή, αντιθέτως, να σε δυναμώσει. Σίγουρα σε επηρεάζει και μπορεί να πεις “δεν νιώθω ελεύθερος, δεν υπάρχουν ευκαιρίες”, εμένα, πάντως, με κάνει να θέλω να συνεχίσω πιο ενεργά».
Και το οικονομικό; «Με αγχώνει, αλλά αν φτάσουμε σε επίπεδο εξαθλίωσης, δεν θα μιλάμε πια για μια χώρα και, προφανώς, θα βρεθούμε κάπου διάσπαρτοι. Τι να πω; Προς το παρόν το χειρίζομαι».
Εχετε σκεφτεί να φύγετε; «Πολύ θεωρητικά. Δεν είναι κάτι που θα κάνω άμεσα. Είναι, όμως, η πιθανότητα που με ανακουφίζει και σκέπτομαι ότι στη χειρότερη περίπτωση θα είναι μια εναλλακτική. Γιατί σε μια εξαθλιωμένη χώρα δεν θα μπορούμε να υπηρετούμε τον πολιτισμό σε κανένα πεδίο της ζωής».
Σας κλέβουν τα χρόνια της αθωότητας; «Ναι, γιατί καταλήγεις να φοβάσαι τη σκιά σου και είναι σαν να μην μπορείς να χαρείς και να απολαύσεις τίποτε».
Πώς νιώθετε για την επιτυχία σας; «Στην αρχή είχα τρομάξει ακούγοντας να μου μιλάνε στον πληθυντικό, όπως εσείς. Τώρα έχω πάθει ανοσία ακόμη κι όταν λένε “ο ταλαντούχος νέος”. Στη συνέντευξη Τύπου που το επανέλαβαν, κουνούσα το κεφάλι σκεπτόμενος “καλά, περίμενε να δεις πρώτα”… Δεν κυκλοφορώ, δηλαδή, θεωρώντας ότι είμαι “ο 25χρονος ταλαντούχος”. Κάθε φορά που κάνω μια δουλειά, έχω τεράστιο πρόβλημα, νομίζω ότι δεν θα τα καταφέρω. Δηλαδή, αυτό που λένε για μένα δεν με μετακίνησε. Χαίρομαι, βέβαια, πάρα πολύ όταν ακούω κάτι καλό, αλλά δεν σημαίνει και κάτι».
Τι είναι το ταλέντο; «Δεν ξέρω να απαντήσω… Ξέρω ότι απασχολείται το μυαλό μου μόνο με ένα θέμα, αρχίζει από το τίποτε και χτίζει ένα σύμπαν. Αυτό συνδυάζεται με την οργάνωση και τη συνέπεια».
Η επιτυχία σάς δημιουργεί άγχος για τη συνέχεια; «Οχι. Πέρυσι, που η Ξένια Καλογεροπούλου είχε μεγάλο καημό γιορτάζοντας τα 40 χρόνια της Μικρής Πόρτας με τον “Οδυσσεβάχ”, εκεί, ναι, είχα αγχωθεί πολύ. Από την άλλη, είναι νομοτελειακό κάπου να αποτύχω. Και δεν έχω ακούσει μόνο καλά λόγια. Εχουν χαρακτηρίσει παραστάσεις μου ερασιτεχνικές και είναι πολύ υγιές να ακούω και τα δύο. Και επίσης, δεν ξεχνώ πώς όλα τα καλά μπορούν να τα πάρουν πίσω. Προκλητικό παράδειγμα, ο Λάνθιμος: αποθεώθηκε από τον Τύπο κι έπειτα έγινε κλέφτης ιδεών, ατάλαντος, εξάμβλωμα. Επομένως, τι να πάρω στα σοβαρά;».
Πώς ένας τόσο νέος άνθρωπος ανεβάζει Ιψεν, με αυτή την ιδιοσυγκρασία των ηρώων του; Τι σας συγκίνησε; Το ότι οι ήρωες στον “Μικρό Εγιολφ” τα λένε όλα. Που, λογικά, όταν φτάνει κάποιος στο σημείο να αποκαλύπτει τόσα για τον άλλον, δεν μπορεί να ξαναβρεθεί μαζί του. Θαυμάζω όταν κάποιος, σε τέτοια ψυχική ένταση που το επόμενο βήμα είναι ο θάνατος, συμφιλιώνεται με την εξαπάτηση και, στο τέλος, λέει και “σ’ αγαπώ”».
Ο μικρός Εγιολφ πεθαίνει. Εχετε ζήσει κάποιο πένθος; «Τόσο αδιαχείριστα, όχι. Οταν πέθανε η γιαγιά μου, ήμουν απαρηγόρητος και όλοι μου έλεγαν “Μην κλαις, ήταν μεγάλη γυναίκα”. Μου φάνηκε πολύ βάρβαρο».
Πένθος και ο χωρισμός; «Ναι, αλλά αν έχεις προλάβει να συνάψεις και σχέση βάθους με τον άλλον».
Μιλήστε μου για την οικογένειά σας. «Εχω μια αδελφή μεγαλύτερη και μεγάλωσα στην περιοχή των Πατησίων και γύρω από τη Βικτώρια. Πήγαινα σχολείο στο Αρσάκειο, όπου δεν ένιωθα καμία οικειότητα. Ηταν τότε στην ακμή του όλος ο νεοπλουτισμός, το μπουζούκι, τα σινιέ, αλλά δεν προερχόμουν από τέτοια οικογένεια ούτε και είχα τέτοιες προσλαμβάνουσες. Ηταν μαρτύριο να υπάρχω εκεί μέσα».
Και οι γονείς σας; «Καλά είναι. Συγγνώμη που γελάω! Ο πατέρας μου είναι δικηγόρος, η μητέρα μου δουλεύει στην Τράπεζα της Ελλάδος και είμαστε μια τυπική οικογένεια, αρκετά έντονη στις εκδηλώσεις της, και στις καλές και στις κακές. Τώρα πια που έχω πάρει μια απόσταση – γιατί δεν μένω τόσο μαζί τους –, όταν το ξαναζώ όλο αυτό με τις φωνές τους, μου φαίνεται και περίεργο. Και με ιντριγκάρει. Αλλά είναι σαν να το έχω βγάλει λίγο από τη ζωή μου».
Τι λένε για την καριέρα σας; «Στην αρχή δεν ήταν τόσο θετικοί, υπήρχε ένα θέμα ότι “το παιδί μας πρέπει να πάρει το πτυχίο του” και για το “τι θα γίνει στην κοινωνία”. Γι’ αυτό λέω τυπική οικογένεια. Αλλά όταν το πράγμα άρχισε να πηγαίνει καλά και είδαν ότι μπορώ να συνεχίσω, με εμπιστεύτηκαν, έπαψε κι αυτή η κουβέντα, ήρθαμε πάλι πιο κοντά».
Θέλατε να γίνετε δημοσιογράφος και πήγατε στο Τμήμα ΜΜΕ στο πανεπιστήμιο; «Ναι… Οχι… Για τρεις μήνες μόνο πήγα. Γελάω πάλι, γιατί τι να θέλω και σε ποια κοινωνία ακριβώς, αυτή τη στιγμή, να έχεις ένα πτυχίο… Ε και τι με αυτό;».
Αν βρεθείτε μπροστά σε κάποιο όνομα του χώρου σας διάσημο και αξιοθαύμαστο, πώς νιώθετε; «Μια περίεργη αμηχανία, ένα κάψιμο στο στήθος που δεν ξέρω πώς να διαχειριστώ, επειδή θέλω πολύ να μιλήσω μαζί του για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τα πράγματα. Αλλά αυτό δεν θα μου συνέβαινε με οποιονδήποτε αντικειμενικά κορυφαίο, παρά μόνο με όσους θαυμάζω. Ας πούμε, με τον Λευτέρη Βογιατζή έχω ένα τρομερό θέμα λατρείας και κάθε φορά που τον συναντώ νιώθω δέος. Και στις παραστάσεις του είναι σαν να πρωτογνωρίζω το σώμα μου. Αποκτώ άλλη διάσταση. Σαν να μην είμαι εγώ. Γίνομαι μέρος εκείνου που βλέπω».
Μόνο με τις παραστάσεις του Λευτέρη Βογιατζή σάς συμβαίνει αυτό; «Το ίδιο παθαίνω και με τη Μαγκί Μαρέν. Ο τρόπος με τον οποίο δουλεύει με σοκάρει, μπαίνω τόσο στο θέαμα, που δεν έχω αντίληψη του χώρου. Κατά τ’ άλλα, θαυμάζω και σέβομαι πολλούς, αλλά δεν νιώθω το ίδιο. Και διαβάζοντας βιβλία, το παθαίνω».
Πείτε μου ένα. «“Τα κύματα” της Βιρτζίνια Γουλφ».
Γράφετε κιόλας; «Είχα γράψει, στην εφηβεία μου, το έργο “Χιόνι στο στόμα” που ανέβηκε στο θέατρο Αμόρε. Ηταν τόσο μεγάλη η ανάγκη μου να βγω προς τα έξω. Ημουν και λίγο κλειστό παιδί και ήθελα όλο αυτό που ένιωθα κάπου να πάει. Και που έγινε παράσταση ήταν πολύ χρήσιμο, γιατί αν δεν γινόταν… Ποιος ξέρει».
Ησασταν κλειστό παιδί, λέτε. Τώρα; «Πιο ανοιχτός. Οταν πήγα στη σχολή του “Εμπρός”, κατάλαβα ότι υπάρχουν κι άλλοι που νιώθουν όπως εγώ κι έχουν ίδιες ανησυχίες. Ετσι ένιωσα λίγη ασφάλεια».
Από ποιους έχετε δεχτεί επιρροές; «Οταν πρωτοξεκίνησα, ήμουν φανατικός του “Αμόρε”. Οι παραστάσεις του με διαμόρφωσαν. Ο Τάσος Μπαντής στο “Εμπρός” μάς έμαθε την αφοσίωση και κυρίως την ομαδικότητα, όχι με συγκινησιακό τρόπο, αλλά πώς ισότιμα οι άνθρωποι μπορούν να συνθέσουν κάτι, πράγμα που έμαθα και από την Αννα Μακράκη και τη χορογράφο Σταυρούλα Σιάμου. Καθοριστική ήταν, επίσης, η επίδραση της δουλειάς της Μαρέν, σε σχέση με την κίνηση σαν παράλληλη δράση. Τότε άρχισα να συνεργάζομαι με την κινησιολόγο Ζωή Χατζηαντωνίου».
Η κίνηση είναι και συμπλήρωμα του λόγου; «Είναι η ολοκλήρωση της αφήγησης ή της ερμηνείας, όπου δεν αρκεί ο λόγος. Ως κίνηση μπορώ να δω και την ακινησία, σε σχέση με το πώς αντιλαμβάνομαι τη σκηνική πράξη ολοκληρωμένη».
Γίνεται έτσι η παράσταση περισσότερο εικαστική; «Η εικόνα των ηθοποιών από μόνη της μπορεί να είναι κάτι καθαρά αισθητικό και το εικαστικό στοιχείο δεν με ενδιαφέρει παρά μόνο αν δικαιολογείται από τη δραματουργία του έργου».
Το αρχαίο θέατρο σας ενδιαφέρει; «Πάρα πολύ. Κυρίως η λειτουργία του χορού, να έχει λόγο και υπόσταση, και ξέρω πως όταν νιώσω έτοιμος, θα ασχοληθώ. Είναι το ιερό που το φυλάμε και νομίζουμε ότι θα πραγματωθεί όταν αποκτήσουμε την απόλυτη αλήθεια. Αλλά κανείς δεν μπορεί να την κατακτήσει. Αρα, δουλεύει στο μυαλό μου».
Πιστεύετε ότι έχετε ελλείμματα; «Τρομερά ελλείμματα. Μια από τις πιθανότητες για την επόμενη χρονιά είναι να κάνω συμπληρωματικές σπουδές και έχω ανάγκη να πάρω κι από αλλού ερεθίσματα, για να αποκτήσω μια ευρύτερη αντίληψη».
Στην Ελλάδα παράγουμε σημαντικό θέατρο; «Νομίζω ότι παράγουμε το αναμενόμενο, χωρίς ιδιαίτερη ταυτότητα, λόγω των πολλών ξένων επιρροών διαφόρων σχολών και, κυρίως, της γερμανικής. Τελευταία, όμως, υπάρχουν μεμονωμένες προσπάθειες με περισσότερο προσωπικό χαρακτήρα».
Σε ποια σκηνή του κόσμου ονειρεύεστε τον εαυτό σας; «Με ενδιαφέρουν πιο πολύ ο κόσμος που θα έρθει, η γειτονιά στην οποία θα βρίσκεται το θέατρο, η οικειότητα και η θαλπωρή του χώρου».
Τι σας απασχολεί; «Το πώς θα υπάρχει ένας πυρήνας ανθρώπων αφοσιωμένος στη δουλειά, άρα εξασφαλισμένος οικονομικά. Αυτό ξέρω ότι είναι ουτοπικό… Αλλά μου δημιουργεί μεγάλη ασφάλεια ένας κοινός κώδικας επικοινωνίας μέσω του οποίου καθένας θα λέει τη γνώμη του για τη δουλειά του άλλου, χωρίς να γίνεται θέμα αν διαφωνούμε. Γιατί βλέπεις τέτοια υστερία ή απελπισία σε πολλούς επιτυχημένους για να παραμείνουν επιτυχημένοι, που για μένα είναι μια τρικλοποδιά, μια νεύρωση, και με πιάνει η καρδιά μου».
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας θεατρικοί συγγραφείς; «Ο Τσέχωφ πάνω από όλους και κατακόρυφα. Θα ήθελα να ασχοληθώ με όλα τα έργα του, κι έχω κάνει δύο, τον “Ιβάνωφ” και τον “Θείο Βάνια”».
Πώς διασκεδάζετε; «Πίνοντας ποτά με τους φίλους μου, καπνίζοντας, βλέποντας σινεμά, θέατρο, διαβάζοντας, πηγαίνοντας διακοπές. Τι άλλο μπορεί να θέλει κανείς;».
Σχέσεις; Ερωτας; «Το βλέπω λίγο θολό. Οι άνθρωποι είναι εγκλωβισμένοι στον φόβο και στην ανάλυση του έρωτα, χωρίς να κάνουν έρωτα. Κάπως απομακρυνόμαστε… Υπάρχει γύρω αυτοέλεγχος και κλείσιμο. Δεν μου αρέσει αυτό. Δεν μου αρέσει να ζούμε σαν να είμαστε ανέραστοι και φοβικοί».
Τι κάνετε για να ανατρέψετε αυτό το κλίμα; «Ολο και κάτι κάνουμε, συναναστρεφόμενοι ανθρώπους που έχουν ανάγκη να ανοιχτούν, αλλά όταν δεν μας βγαίνει, είναι ακόμη μια απογοήτευση». l
* Η «Κοκκινοσκουφίτσα» ανεβαίνει από τις 3 Νοεμβρίου 2012 ως τις 28 Απριλίου 2013 στο Θέατρο Ολύμπια (Ακαδημίας 59-61). Περισσότερα στο www.nationalopera.gr