H έλλειψη ρευστότητας, η αλλαγή των συμβατικών σχέσεων με τους ξένους προμηθευτές τους και οι επισφάλειες είναι μερικά μόνο από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν δεκάδες μικρού και μεσαίου μεγέθους βιομηχανίες που συνεχίζουν να λειτουργούν, να παράγουν, αλλά και να εξάγουν. Ο κλάδος των τροφίμων παραμένει το «ισχυρό χαρτί» της ελληνικής βιομηχανίας και οι εκατοντάδες μικρές και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις αποτελούν τη «ραχοκοκαλιά» του. Η ελληνική αγορά συρρικνώνεται με δραματικούς ρυθμούς –κατά περίπτωση -, αρκετές όμως από αυτές συνεχίζουν σε αυτές τις συνθήκες να αναπτύσσονται και να βελτιώνουν τη θέση τους στην αγορά και μάλιστα χωρίς καμία δυνατότητα πρόσβασης στον τραπεζικό δανεισμό. Βέβαια το γεγονός ότι πρόκειται για μικρές αναπτυσσόμενες εταιρείες, που δεν έχουν τοποθετήσει τα προϊόντα τους σε πανελλαδικό δίκτυο παρά μόνο σε ένα μικρό μέρος, τους δίνει τα περιθώρια να τρέχουν με υψηλούς ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης –κατά περίπτωση φυσικά. Το πρόβλημα στην προκειμένη περίπτωση συνίσταται στο γεγονός ότι λόγω της ελλιπούς χρηματοδότησης τα όριά τους είναι περιορισμένα. Τέσσερις βιομηχανίες τροφίμων μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, στην επαρχία, είναι ενδεικτικές της προσπάθειας που καταβάλλει μία ολόκληρη κατηγορία μικρομεσαίων επιχειρήσεων κόντρα στο κλίμα και στις συνέπειας της πιο βαθιάς κρίσης που έχει βιώσει η ελληνική οικονομία. Πρόκειται για τη γαλακτοβιομηχανία Φάρμα Κουκάκη, την εταιρεία παραγωγής και επεξεργασίας κρέατος αγριόχοιρου Φάρμα Φωτιάδη, την Ιωνική Σφολιάτα και την εταιρεία παραγωγής προϊόντων μεσογειακής διατροφής Pelopac.

Ιωνική Σφολιάτα
Από το εξωτερικότο 15% των πωλήσεων
Η αύξηση των τιμών των πρώτων υλών, αλλά και η αλλαγή των συμβατικών όρων αποπληρωμής με τους προμηθευτές της αποτελούν –όπως και για πολλές άλλες εταιρείες –ορισμένα από τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η εταιρεία Ιωνική Σφολιάτα των αδελφών Πορτοκαλίδη. Μια φιλόδοξη προσπάθεια που μετρά περίπου 20 χρόνια παρουσίας στην ελληνική αγορά και όπως λέει ο κ. Γ. Πορτοκαλίδης μιλώντας προς «Το Βήμα» «δεν υπάρχει ελπίδα στην ελληνική αγορά για τα επόμενα τουλάχιστον πέντε χρόνια. Πληρωνόμαστε στις 60 – 100 ημέρες και εμείς πληρώνουμε τοις μετρητοίς τους προμηθευτές μας». Γι’ αυτό τον λόγο και έχουν ρίξει όλη τους την προσπάθεια στις ξένες αγορές. Τα αποτελέσματα δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα. Το 15% των πωλήσεων της η εταιρεία – που βρίσκεται έξω από την Θεσσαλονίκη – πραγματοποιούνται σε αρκετές ξένες αγορές, της Αυστραλίας, των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και της Κεντρικής Ευρώπης. Ωστόσο, όπως λέει ο κ. Πορτοκαλίδης, αυτό το ποσοστό είναι μικρό και «στόχος μας είναι τον επόμενο χρόνο να διπλασιάσουμε τις εξαγωγές μας».
Η εταιρεία απασχολεί 170 εργαζομένους και παράγει προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας για όλες σχεδόν τις μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ, δραστηριοποιείται με επώνυμα προϊόντα στην αγορά του food service και εξάγει επώνυμα προϊόντα. Μάλιστα, όπως είπε ο κ. Πορτοκαλίδης στην εφετινή έκθεση της Seal, ένα συγκεκριμένο νέο προϊόν της εταιρείας παρουσιάστηκε ως ξεχωριστό και αξιόλογο στην κατηγορία των κατεψυγμένων. Στη διάρκεια του 2011 οι πωλήσεις της ανήλθαν στα 13 εκατ. ευρώ και εφέτος «με πολύ αγώνα θα μείνουμε στα ίδια επίπεδα» σημειώνει χαρακτηριστικά. Και φυσικά τα κέρδη έχουν εξανεμιστεί από την κρίση.

Φάρμα Φωτιάδη
«Μάχη» με ελάφια και αγριόχοιρους

Η Φάρμα Φωτιάδη, στο χωριό Εξοχή του Νομού Πιερίας, είναι μία από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη σε εκτροφή αγριόχοιρων. Εκτείνεται σε μια έκταση 300 στρεμμάτων στην περιοχή των Πιερίων. Είναι πρότυπη και έχει στενή συνεργασία με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης από το 2002.
Πρόκειται για καθετοποιημένη μονάδα, διαθέτει και εργαστήριο επεξεργασίας και συσκευασίας κρέατος.
Οπως αναφέρει μιλώντας προς «Το Βήμα» ο κ. Ν. Φωτιάδης «στη διάρκεια των πέντε τελευταίων χρόνων έχουμε διατηρήσει τις ίδιες τιμές, ενώ οι τιμές των ζωοτροφών έχουν διπλασιαστεί. Ταΐζουμε τα ζώα για 12 μήνες ώσπου να σφαγούν. Τώρα προσπαθούμε να αυξήσουμε 5% τις τιμές και οι αλυσίδες των σουπερμάρκετ έχουν συμφωνήσει».
Και προσθέτει πως «εδώ και τρία χρόνια η εταιρεία δεν έχει κέρδη». εξηγώντας ότι η έλλειψη κερδών οφείλεται στις επισφάλειες ύψους 310.000 ευρώ που «φορτώθηκε» η εταιρεία από τις αρχές του 2010 ως και τον εφετινό Μάρτιο. Και τονίζει ότι «στόχος μας είναι να έχουμε κέρδη για να υπάρξουμε και στο μέλλον».
Η Φάρμα Φωτιάδη έχει 200 μητέρες αγριόχοιρους, 20 μητέρες ελάφια και 54 χοιρομητέρες από τη φυλή του μαύρου χοίρου, η οποία θεωρείται η παραδοσιακή ελληνική φυλή.
Οπως λέει ο κ. Φωτιάδης έχει λάβει τη σχετική πιστοποίηση και ως τα μέσα του 2013 θα τοποθετήσει στην αγορά τα πρώτα προϊόντα ωρίμανσης –«αρχαιοελληνικά σκευάσματα» τα χαρακτηρίζει –από το κρέας του μαύρου χοίρου και η προσπάθεια που καταβάλλει είναι να βγουν σε προσιτή τιμή, όχι περισσότερο από 25 ευρώ το κιλό.
Οι πωλήσεις της εταιρείας στη διάρκεια του 2011 ανήλθαν στα 1,1 εκατ. ευρώ και εφέτος ο ίδιος υπολογίζει ότι θα είναι αυξημένες κατά 22%.

Φάρμα Κουκάκη
Αύξηση των μεριδίων αγοράς με επενδύσεις €10,5 εκατ.
Η Φάρμα Κουκάκη είναι μια μεσαίου μεγέθους γαλακτοβιομηχανία που αναπτύχθηκε στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας στην περιοχή του Κιλκίς, στο χωριό Κάτω Απόστολοι. Η εταιρεία του κ. Αθ. Κουκάκη ξεκίνησε από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ως πρότυπη αγελαδοτροφική μονάδα, το 1999 βιομηχανοποιήθηκε παστεριώνοντας αγελαδινό γάλα και λίγα χρόνια αργότερα ανέπτυξε τον κλάδο της προβατοτροφίας.
Εκείνα τα χρόνια ήταν η εποχή της ανάπτυξης και εύκολα υλοποιούνταν οι επιχειρηματικές ιδέες και φυσικά απέδιδαν. Τα προϊόντα της Φάρμας Κουκάκη κέρδισαν γρήγορα τις προτιμήσεις αρκετών καταναλωτών στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας και όχι μόνο. Το 80% των πωλήσεών της η εταιρεία το πραγματοποιεί στη Θεσσαλονίκη και το 20% στην Αττική. Η εταιρεία δεν άργησε να προχωρήσει σε νέες επενδύσεις και μάλιστα αρκετά μεγάλες για τα δεδομένα της. Το σύνολο δύο επενδύσεων που πραγματοποίησε ανήλθε στα 10,5 εκατ. ευρώ.
Ο κλάδος της γαλακτοκομίας, λέει ο κ. Κουκάκης μιλώντας προς «Το Βήμα», ήταν σε κρίση προτού ακόμη εμφανιστεί η οικονομική κρίση στα τέλη του 2008, με αποτέλεσμα τα προβλήματα να οξυνθούν.
Ωστόσο η εταιρεία του με μεγάλες προσπάθειες κερδίζει μερίδιο στην αγορά, αλλά δεν έχει κέρδη. Ο ίδιος λέει πως «δεν αποκλείω κανένα χρηματοδοτικό εργαλείο, όπως και τη συμμετοχή στρατηγικού επενδυτή στην εταιρεία». Στη διάρκεια του 2011 οι πωλήσεις της ανήλθαν στα 13,4 εκατ. ευρώ και εφέτος οι πιο συντηρητικές προβλέψεις κάνουν λόγο για τουλάχιστον 15 εκατ. ευρώ. Αλλά η κερδοφορία της είναι ισχνή. Τόσο το 2010 όσο και το 2011 είχε ζημιές «λόγω υψηλών αποσβέσεων» λέει ο ίδιος. Πέρυσι μάλιστα οι ζημιές της ανήλθαν στα 450.000 ευρώ, αλλά εφέτος αισιοδοξεί ότι θα είναι οριακά κερδοφόρα.
Διαθέτοντας ζωικό κεφάλαιο 200 αγελάδες –συνεργάζεται και με μικρό αριθμό άλλων αγελαδοτροφικών μονάδων –και περίπου 1.000 πρόβατα, για να αντιμετωπίσει την εξαιρετικά δύσκολη οικονομική συγκυρία από τη μία πλευρά φροντίζει να εμπλουτίζει την γκάμα των προϊόντων της με νέα είδη, και από την άλλη πλευρά να ανοίξει για ορισμένα προϊόντα της κάποιες ξένες αγορές. Εφέτος ήταν η πρώτη χρονιά που τρία προϊόντα της Φάρμας Κουκάκη άρχισαν να πωλούνται στην Ιταλία, την Κύπρο και τη Γαλλία. Πρόκειται για το αγελαδινό γιαούρτι, το στραγγιστό γιαούρτι και το κεφίρ. Τα πρώτα μηνύματα ήταν ενθαρρυντικά και ήδη υπάρχουν προοπτικές για την εξαγωγή τους και σε άλλες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.

Pelopac
«Το 2012 είναι μια καλή χρονιά»
«Το 2012 παρά τις δυσκολίες είναι καλή χρονιά» λέει μιλώντας προς «Το Βήμα» ο κ. Κ. Κωνσταντινίδης, διευθύνων σύμβουλος της εταιρεία Pelopac, που παράγει προϊόντα μεσογειακής διατροφής. Βέβαια το 99% των πωλήσεών της πραγματοποιείται στις ξένες αγορές. Ετσι κι αλλιώς η εταιρεία δημιουργήθηκε για να εξάγει προϊόντα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι δυσκολίες αφορούν κυρίως τις ευρωπαϊκές αγορές, οι οποίες όπως λέει ο κ. Κωνσταντινίδης «πιέζονται από την οικονομική συγκυρία και κυρίως η αγορά της Βρετανίας, η οποία είναι δεύτερη καλύτερη αγορά για τα προϊόντα μας, όπου έχουμε αποσπάσει 6 χρυσά βραβεία». Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τις ΗΠΑ, όπου η εταιρεία πραγματοποιεί το 50% των πωλήσεών της και έχει άνοδο, όπως επίσης και στην Αυστραλία. Η Pelopac στη διάρκεια του 2011 είχε πωλήσεις ύψους 9,6 εκατ. ευρώ και εφέτος η αξία τους θα κινηθεί περί τα 10 εκατ. ευρώ. Αλλά ενώ οι πωλήσεις της έστω και οριακά είναι αυξημένες, δεν ισχύει το ίδιο για τα κέρδη της, τα οποία από 200.000 ευρώ πέρυσι εφέτος «είναι αμφίβολο αν θα υπάρξουν» λέει ο ίδιος. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι στην εφετινή Seal μια νέα σειρά προϊόντων επιλέχθηκε να προβληθεί ως ιδιαίτερη και αξιόλογη στο πλαίσιο της έκθεσης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ