Τελικά, σε τι χρειάζεται σήμερα μια κυβέρνηση στην Ελλάδα; Κάποιος που θα είχε – πικρό – χιούμορ θα μπορούσε να απαντήσει: μα για την αναδιαπραγμάτευση. Και αυτή ποιος θα την κάνει; Ε, θα την κάνει όποιος κάνει και τη διαπραγμάτευση. Δηλαδή, κανείς.
Από την ώρα που η κυβέρνηση υιοθέτησε και επίσημα το δόγμα «κάνουμε ό,τι μας λένε για να σωθούμε» σε τι ακριβώς συνίσταται η ανάγκη της ίδιας της ύπαρξής της; Αν μάλιστα γίνει δεκτή η απαίτηση του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών που πέρα από την ουσιαστική τώρα ζητά και την τυπική υποκατάσταση των Ελλήνων αξιωματούχων με «ευρωπαίους», τότε το ερώτημα αποκτά ακόμα πιο πραγματικό νόημα.
Κι όλα αυτά, συμβαίνουν σε μία στιγμή που ακόμα και στο Βερολίνο όλο και πιο πολλοί παραδέχονται ότι το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας είναι αβίωτο για την ευρωζώνη, ότι κανείς δεν μπορεί να το ρισκάρει, ότι οδηγεί σε καταστροφή.
Παρά το γεγονός αυτό, η κυβέρνηση, βαδίζουσα στο μονοπάτι που χάραξε ο Γιώργος Παπανδρέου, δεν τολμά να αμφισβητήσει ούτε στο ελάχιστο τη γερμανική πολιτική: αποδέχεται τα πάντα την ώρα που θα έπρεπε περίπου να απειλεί εκείνη ότι μπορεί να σηκωθούμε να φύγουμε!
Η Ελλάδα έχει αποδεχθεί μια μοίρα που δεν ταιριάζει ούτε σε ελεύθερες χώρες ούτε σε ελεύθερους λαούς. Και πορεύεται με αυτή την πυξίδα στην οδό της απόλυτης καταστροφής: η οικονομία διαλύεται, η κοινωνία αποσυντίθεται, η διοίκηση καταρρέει, η ασφάλεια, εσωτερική και εξωτερική, δεν είναι πλέον δεδομένη.
Η Ελλάδα πρέπει να αλλάξει δρόμο αμέσως. Και πρέπει να κάνει χρήση του τρομακτικού όπλου που διαθέτει, δηλαδή του φόβου που μπορεί να προκαλέσει για τη δομή του ευρύτερου συστήματος. Οι Γερμανοί και οι χώρες – δορυφόροι τους, δεν μας αφήνουν άλλο δρόμο. Συνεπώς, πρέπει να παλέψουμε.
Όμως, δεν το κάνουμε. Αντί για αυτό, και αυτή η κυβέρνηση προτιμά να ακολουθήσει τυφλά υπό τον φόβο της καταστροφής, που όμως έτσι έρχεται κάθε μέρα όλο και πιο κοντά.
Η χώρα βράζει από την πίεση, από την αδικία, από την ύφεση, από την ανεργία, από την αθλιότητα ενός συστήματος που επειδή δεν μπορεί να διαδραματίσει το ρόλο του, στέλνει την πίεση όλη συνεχώς στη βάση του πληθυσμού.
Αλλά τα όρια αυτής της πολιτικής, έχουν πλέον εξαντληθεί πλήρως.
Δεν οδηγεί πουθενά, παρά μόνον στο χάος.