Οι Γερμανοί άνεργοι κινδυνεύουν περισσότερο από τους ανέργους των άλλων ευρωπαϊκών κρατών να περιέλθουν σε κατάσταση φτώχειας και ανέχειας, δείχνει έρευνα της Eurostat. Κάτι που τα γερμανικά συνδικάτα αποδίδουν στις μεταρρυθμίσεις της γερμανικής αγοράς εργασίας που είχε υιοθετήσει το 2004 ο πρώην καγκελάριος της χώρας Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Τα στοιχεία της επίσημης Στατιστικής Υπηρεσίας της ΕΕ δείχνουν ότι περισσότεροι από δύο στους τρεις Γερμανούς ανέργους (συγκεκριμένα το 70%) ζουν με εισόδημα μικρότερο των 952 ευρώ μηνιαίως. Τα 952 ευρώ αντιστοιχούν στο 60% του μέσου εισοδήματος στη χώρα (1.587 ευρώ) και αποτελεί το κατώφλι της φτώχειας στη Γερμανία.
Σύμφωνα με τα ισχύοντα στην ΕΕ, το 60% του μέσου εθνικού εισοδήματος θεωρείται το κατώφλι της «σχετικής φτώχειας» και ο διαβιών με εισόδημα μικρότερο από το 60% του μέσου εισοδήματος «απειλείται από την φτώχεια».
Η Eurostat στην έκθεσή της που αφορά μετρήσεις του 2010, διαπιστώνει ότι η Γερμανία με ποσοστό 70% βρίσκεται στην κορυφή της κατάταξης των κρατών-μελών της ΕΕ σε ό,τι αφορά το ποσοστό των ανέργων της που βρίσκονται υπό την «απειλή φτώχειας».
Το ποσοστό 70% είναι πολύ υψηλότερο του μέσου ευρωπαϊκού όρου, που βρίσκεται στο 45% – είναι χαρακτηριστικό ότι στη Γαλλία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 33,1%.
Η έκθεση της Eurostat σημειώνει ότι ακόμη και να είναι κανείς εργαζόμενος στη Γερμανία δεν σημαίνει αυτομάτως ότι έχει ξεφύγει από το επίπεδο στο οποίο κινδυνεύει να γίνει φτωχός (ότι αμείβεται δηλαδή με πάνω από 952 ευρώ μηνιαίως), διότι στη χώρα δεν ισχύει ο θεσμός του κατώτατου μισθού, ενώ επιπλέον έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια ο θεσμός της μερικής απασχόλησης.
Πρόκειται για μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται στο σχέδιο Hartz IV, το οποίο υιοθέτησε το 2004 η κυβέρνηση Σρέντερ. Όπως διευκρινίζουν τα γερμανικά εργατικά συνδικάτα, το 7,7% των εργαζομένων στη Γερμανία αμείβονται με αποδοχές με τις οποίες «απειλούνται με φτώχεια».
Η πλήρης έρευνα της Eurostat πρόκειται να δημοσιευθεί επισήμως το Νοέμβριο, αλλά κάποια στοιχεία της διέρρευσαν στο γερμανικό τύπο.
Οι συντάκτες της έρευνας διαπιστώνουν εξάλλου μια «πολύ άνιση κατανομή της ιδιωτικής περιουσίας» στη χώρα. Διότι το 10% των Γερμανών με τα υψηλότερα εισοδήματα ήλεγχε το 2008 το 53% του ιδιωτικού πλούτου στη χώρα. Το 1998, δέκα χρόνια νωρίτερα δηλαδή, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 45%.
Στους αντίποδες, το ήμισυ των πλέον φτωχών νοικοκυριών της Γερμανίας κατείχε το 2008 μόλις το 1% του συνολικού πλούτου στη χώρα.
Για να αντιμετωπίσει το τεράστιο πρόβλημα της ανεργίας που είχε κληρονομήσει από την κεντροδεξιά κυβέρνηση του Χέλμουτ Κολ, η κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών-Πρασίνων του Γκέρχαρντ Σρέντερ είχε υιοθετήσει μέτρα απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας που προέβλεπαν την προώθηση της μερικής απασχόλησης.
Χάρη στα μέτρα αυτά ο αριθμός των ανέργων έχει μειωθεί από το 12,1% το Μάρτιο του 2015 (το υψηλότερο μεταπολεμικό ποσοστό) στο 6,4% το Νοέμβριο του 2011. Το Σεπτέμβριο του 2012 το ποσοστό αυξήθηκε στο 6,8% του εργατικού δυναμικού.
Τα εργατικά συνδικάτα της Γερμανίας περιμένουν τη δημοσίευση όλων των ευρημάτων της έρευνας της Eurostat, ωστόσο άρχισαν ήδη να απαιτούν από την κυβέρνηση της Ανγκελα Μέρκελ την αναθεώρηση των ρυθμίσεων του σχεδίου Hartz IV με πρώτη την αύξηση των επιδομάτων ανεργίας. Σημειωτέον ότι το επίδομα που εισπράττει μηνιαίως ένας ανύπανδρος άνεργος ανέρχεται στα 374 ευρώ.
Τα συνδικάτα ζητούν επίσης τον περιορισμό του θεσμού της μερικής απασχόλησης, καθώς υποστηρίζουν ότι, όπως αποδείχθηκε, δεν βοηθά στην καταπολέμηση της φτώχειας.