Ο Γεώργιος Α’ και ο δολοφόνος του

Ακόμα και αν δεχθεί κανείς την απουσία σχέσεως μεταξύ αιτίου και αιτιατού στην Ιστορία, σήμερα, εκατό χρόνια μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, είναι αδύνατο να αποφύγει τον συλλογισμό ότι, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η δολοφονία του Γεωργίου Α΄ τον Μάρτιο του 1913 στην απελευθερωμένη από τα ελληνικά στρατεύματα Θεσσαλονίκη, ίσως και να είχε αποφευχθεί ο εθνικός διχασμός όταν εξερράγη ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Ακόμα και αν δεχθεί κανείς την απουσία σχέσεως μεταξύ αιτίου και αιτιατού στην Ιστορία, σήμερα, εκατό χρόνια μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, είναι αδύνατο να αποφύγει τον συλλογισμό ότι, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η δολοφονία του Γεωργίου Α΄ τον Μάρτιο του 1913 στην απελευθερωμένη από τα ελληνικά στρατεύματα Θεσσαλονίκη, ίσως και να είχε αποφευχθεί ο εθνικός διχασμός όταν εξερράγη ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο μακροβιότερος όλων, επί πεντηκονταετία (1863-1913) μονάρχης και ιδρυτής της δυναστείας των Γκλύξμπουργκ που ηγεμόνευσε στην Ελλάδα, δευτερότοκος γιος του πρίγκιπα και μετέπειτα βασιλιά της Δανίας Χριστιανού Θ΄, ήταν ένας εξαιρετικά συμπαθής στο εξωτερικό και, όπως απεδείχθη, συνετός για τα ελληνικά πράγματα βασιλέας.

Αν και βόρειος, ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ επέδειξε αξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητα και ρεαλισμό στην αντιμετώπιση εκτάκτων καταστάσεων που απείχαν μακράν της νοοτροπίας του. Χωρίς να έχουν λείψει οι αφορμές να παραιτηθεί του θρόνου και να εγκαταλείψει τη χώρα, ωριμότερες σκέψεις και η εμπειρία που είχε αποκτήσει να αντιμετωπίζει τις εσωτερικές διενέξεις με υπομονή και ψυχραιμία, τον συνεκράτησαν.

Ηταν εξαιρετικά απλός στη συμπεριφορά του, επιθυμούσε να μη συνοδεύεται στις ιδιωτικές εξόδους του από πολυμελή φρουρά και μιλούσε με εξαιρετική άνεση έξι γλώσσες. «Μετεφέρετο άνευ κόπου από της μιας εις την άλλην, από της ελληνικής εις την δανικήν, την γερμανικήν, την γαλλικήν και την αγγλικήν, όπως διευκολύνετο κατά την στιγμήν αυτήν» έγραφε ο προσωπικός φίλος και βιογράφος του W. Christmas.
Σκεφτόταν την παραίτηση
Λίγοι γνώριζαν από το οικογενειακό του περιβάλλον την πρόθεσή του να παραιτηθεί υπέρ του διαδόχου Κωνσταντίνου τον Οκτώβριο του ιδίου έτους επί τη συμπληρώσει πεντηκονταετίας από την ανάρρησή του στον θρόνο. Πλην ίσως της βασίλισσας Ολγας, έδειχνε να το γνωρίζει και ο πρίγκιπας Νικόλαος, αφού σύμφωνα με τον προαναφερθέντα βιογράφο του, στη διάρκεια προγεύματος την ίδια ακριβώς ημέρα της δολοφονίας του στο παλάτι, όπως είχε μετατραπεί για τη διαμονή του η έπαυλις του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ στη Θεσσαλονίκη, φέρεται να είπε στον Νικόλαο «εις την αγγλικήν γλώσσαν, την οποίαν ουδείς από τους Ελληνας αξιωματικούς εγνώριζεν, την εντυπωσιακήν φράσιν, ότι η πεντηκονταετηρίς του, τον προσεχή Οκτώβριον, θα εσήμαινε το τέλος της βασιλείας του. Ο πρίγκιψ εκίνησε την κεφαλήν του, ωσάν η απόφασις αυτή να του ήτο γνωστή. Και ο βασιλεύς συνέχισε εις την δανικήν. Ναι, θα παραιτηθώ. Είναι καιρός ν’ αναλάβη ο υιός μου…».
Ωστόσο, κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα εάν δεν μεσολαβούσε η στυγερή δολοφονία του, το σούρουπο της 5ης Μαΐου, στη διάρκεια περιπάτου του με κατεύθυνση την παραλία της πόλης. Ο πανικός που προκλήθηκε από το άκουσμα της είδησης και οι θεωρίες συνωμοσίας διαδέχονταν η μία την άλλη.
Ηταν πράκτορας των Βουλγάρων οι οποίοι συμπεριφέρονταν ως στρατός συγκατοχής στην πόλη και μόνον χάρις στην ψυχραιμία των ελλήνων αξιωματικών βάσει οδηγιών που εκπορεύονταν από τον Γεώργιο διετηρείτο η τάξη; Ηταν γερμανός πράκτορας των Κεντρικών Δυνάμεων που ήθελαν στη θέση του αγγλόφιλου Γεωργίου τον εμφανώς γερμανόφιλο γιο του Κωνσταντίνο; «Πρώτος ο Ρακτιβάν, ο οποίος ήτο αντιπρόσωπος της ελληνικής κυβερνήσεως εις την πόλιν, τα είχε χάσει κυριολεκτικώς!» έγραφε ο Christmas. «Ολοι ανεξαιρέτως, και εγώ πρώτος, είχαμε όχι μόνον την υποψίαν, αλλά την πεποίθησιν ότι το έγκλημα είχε εκτελεσθή από Βούλγαρον».
Η ταυτότητα του δολοφόνου
Τα αλλεπάλληλα τηλεγραφήματα του νεαρού τότε διπλωμάτη Β. Δενδραμή, ένια των οποίων παρατίθενται, ήταν αποκαλυπτικά: επρόκειτο για Ελληνα, ονόματι Αλέξανδρο Σχινά από τις Σέρρες, ιδιόρρυθμο άτομο, εγγεγραμμένο στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, όπου βεβαίως δεν εθήτευσε, ο οποίος με το επιχείρημα ότι «ζητών βοήθειαν με αναφοράν του εις το παλάτι, ο υπασπιστής του βασιλέως τον εξεδίωξε!» (ΑΠ 338, εκ Θεσσαλονίκης, Δενδραμής). Στο ίδιο τηλεγράφημα ο Δενδραμής χαρακτήριζε τον Σχινά «έκφυλον αλήτην, ουχί παράφρονα βεβαίως, ζώντα, όμως ανισορρόπως, δι’ επαιτείας. Εις τους πλησιάζοντας αυτόν ανέπτυσσε περιέργους ιδέας περί σοσιαλισμού, ότι όλοι οι άνθρωποι εντός ολίγου θα είναι πλούσιοι, ότι δεν θα υπάρχουν πλούσιοι και πτωχοί και ότι οι εργάτες θα εργάζονται μόνον δύο ώρας την ημέραν. Εζη εις άθλιον χάνι δίδων δύο γρόσια την ημέραν διά τον ύπνον του και ξοδεύων άλλα δύο γρόσια διά την τροφήν του. Δεν έτρωγε παρά μόνον γάλα…» (όπ.π.).
Το σκηνικό της εκτέλεσης
Στις 5 Μαρτίου, ώρα 7η απογευματινή, ο Δενδραμής ανακοίνωνε στο υπουργείο Εξωτερικών (ΑΠ 75γ) την είδηση δολοφονίας του Γεωργίου ως εξής:
«ΑΜ Βασιλεύς εξελθών περίπατον απόγευμα μεθ’ υπασπιστού Φραγκουδή υπέστη δολοφονικήν επίθεσιν. Σφαίρα πολυκρότου εύρεν αυτόν καρδίαν επενεγκούσα άμεσον θάνατον. Δολοφόνος συνελήφθη. Ονομάζεται Αλέξανδρος Σχινάς. Νεκρός άνακτος μετεφέρθη Παπάφειον νοσοκομείον όπου κατέφθασεν πρίγκιψ Νικόλαος και Αρχαί. Πρίγκιψ Νικόλαος καλέσας αξιωματικούς είπεν αυτοίς διακοπτόμενος λυγμών με βαθύν πόνον ψυχής και καρδίας μου αναγγέλλω θάνατον πεφιλημένου Βασιλέως μας και προσκαλώ υμάς ορκισθήτε πίστιν νέον Βασιλέα Κωνσταντίνον. Αναμείνατε εκτενή τηλεγραφήματα».
Σε ένα από αυτά, ο νεαρός διπλωμάτης περιέγραφε ως εξής τη διαδρομή του δράστη: «Δολοφόνος εκρύπτετο γωνίαν διασταυρώσεως οδών Αγίας Τριάδος και Κεντρικής οδού εξοχής, βήματά τινα κάτωθεν αστυνομικού τμήματος. Οδός αύτη ετελείωνε θάλασσαν, μη έχουσα άλλην διέξοδον. Βασιλεύς επέστρεφε περιπάτου του προς ανάκτορα. Μόλις παρήλθε γωνίαν, δολοφόνος επυροβόλησεν από αποστάσεως δύο βημάτων διά περιστρόφου. Ο δολοφόνος έσυρε και κατά του υπασπιστού, αλλά ρεβόλβερ έπαθεν αφλογιστίαν. Δύο Κρήτες χωροφύλακες έσπευσαν και συνέλαβαν δολοφόνον. Βασιλεύς λιποθυμήσας έπεσεν παρά τράπεζαν γωνιαίου παντοπωλείου, ούτινος ο καταστηματάρχης έσπευσε και ημιανέγειρεν. Ο Βασιλεύς δεν επρόφερε ούτε λέξιν…».
Ο πανικός των Θεσσαλονικέων
«Αμέσως, άμα τη δολοφονία, φοβεραί διαδόσεις κυκλοφορήσασαι εις την πόλιν προυκάλεσαν μέγαν πανικόν. Καταστήματα και οικίαι εκλείοντο παταγωδώς και ο λαός περίτρομος έτρεχε ζητών σωτηρίαν. Κατά την κρίσιμον αυτήν στιγμήν πρέπει να εξαρθή δεόντως ότι εντός ολίγων λεπτών όλοι οι στρατιώται ευρέθησαν εις τους στρατώνας και εις τας θέσεις των. Αι Αρχαί επίσης και πλήρης τάξις αξιοθαυμάστως και παραδειγματικώς εκρατήθη, πράγμα το οποίον ενεποίησεν εντύπωσιν εις πάντας. Ηδη η Θεσσαλονίκη παρέχει θέαμα ησύχου και βαθέως τεθλιμμένης πόλεως» τηλεγραφούσε την ίδια ημέρα, 8.40 απογευματινή, ο Δενδραμής (Α.Π. 70).

Ο επίλογος
Μεταφορά σιγηλή, βαρεία και μεγαλοπρεπής
«Νεκρός Βασιλέως ταριχευθείς ετέθη εν μικρώ δωματίω αριστεράς τω εισερχομένω πτέρυγας Θεαγενείου νοσοκομείου, αποφασισθείσης της μεταφοράς εις Ανάκτορον. Νεκρός εκαλύφθη ελληνικήν σημαίαν και περί ενάτην και ημίσειαν εξεκίνησεν η μεταφορά του επί φορείου βασταζομένου υπό πρίγκιπος Νικολάου, των υπασπιστών Πάλλη, Σκουμπουρδή, Φραγκούση, Τσέρνοβιτς και άλλων ανωτέρων αξιωματικών εναλλασσομένων…
…Η μεταφορά αύτη νύκτα εις τον έρημον ανθρώπων δρόμον σιγηλή, βαρεία και μεγαλοπρεπής εν τη απλότητί της υπό το σεληνόφως το οποίον έρριπτεν ακτίνας αργυράς επί του ασκεπούς προσώπου του Βασιλέως εξαϋλώνουσα την ώχραν του σεπτού νεκρού μορφήν και αργυρώνουσα την σημαίαν, είχε κάτι το μυστηριώδες. Εδώ και εκεί ήνοιγεν κανέν παράθυρον και γυναικεία πρόσωπα επρόβαλλον κλαίοντα… Η μεταφορά διά διαφόρων στενωπών έφθασεν εις το μέρος όπου εγένετο η δολοφονία και κατά την δεκάτην και ημίσειαν έφθασε προ των ανακτόρων… Εψάλλη τρισάγιον υπό του Μητροπολίτου. Χωροφύλακες, εύζωνοι, ανώτεροι αξιωματικοί, πάντες εδάκρυζον…» (ΑΠ 28, Δενδραμής).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.