Κάποιος φίλος μού έστειλε πρόσφατα ένα αρχείο PowerPoint, απ’ αυτά που κυκλοφορούν «με το κιλό» στο Διαδίκτυο. Με πρώτη ματιά, περιείχε μερικές σχετικά καλές ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Στο τέλος, όμως, υπήρχε μια αποκάλυψη που άφηνε άφωνο τον θεατή: δεν επρόκειτο για φωτογραφίες, αλλά για σχέδια καμωμένα με το χέρι!
Η πρώτη, αυθόρμητη αντίδρασή μου ήταν: «τι σπουδαίος καλλιτέχνης»! Μετά το ξανασκέφτηκα: Είναι, λοιπόν, σκοπός της Τέχνης η πιστή και ακριβής αποτύπωση της πραγματικότητας; Αν ναι, γιατί χρειάστηκε μια τόσο επίπονη προσπάθεια εκ μέρους του σκιτσογράφου; Ένας απλός, ακόμα και σχετικά ατάλαντος φωτογράφος θα είχε αναμφισβήτητα διεκπεραιώσει το έργο με ακόμα μεγαλύτερη τελειότητα!
Το να αναπαράγει κάποιος δι’ άλλων μέσων το αποτέλεσμα της δουλειάς ενός καλλιτέχνη (εν προκειμένω, ενός φωτογράφου) δεν είναι, τελικά, ζήτημα Τέχνης: είναι απλά ζήτημα τεχνικής! Με δραματικότερο τρόπο, ανάλογες παρατηρήσεις ισχύουν για τον κινηματογράφο. Το να παρουσιάσει κάποιος σκηνοθέτης ένα καλογυρισμένο και προσεκτικά επιμελημένο ντοκιμαντέρ, είναι ίσως πράξη καλλιτεχνίας. Τ
ο να μιμηθεί απλά, όμως, τον εξ ορισμού (συχνά σκληρό) ρεαλισμό του ντοκιμαντέρ, δίχως την απαραίτητη συμβολιστική παρέμβαση ενός κάποιου προσωπικού φιλοσοφικού ή ιδεολογικού φίλτρου, είναι καθαρά υπόθεση τεχνικής!
Τις σκέψεις αυτές έκανα καθώς έβγαινα από την αίθουσα όπου μόλις είχε ολοκληρωθεί η προβολή της νέας ταινίας του Μίκαελ Χάνεκε, «Αγάπη» (“Amour” – Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία 2012).
Χρησιμοποιώντας δύο ιδιοφυείς βετεράνους ηθοποιούς (Ζαν Λουί Τρεντινιάν, Εμανουέλ Ριβά) και αξιοποιώντας το τεράστιο σκηνοθετικό του ταλέντο, όπου και η παραμικρή λεπτομέρεια είναι σχολαστικά προσεγμένη (η πρώτη σκηνή με το περιστέρι, όπου η σκιά από το πέταγμά του αποτυπώνεται στιγμιαία στο τζάμι του παραθύρου, αξίζει από μόνη της ένα Όσκαρ!), ο Χάνεκε πετυχαίνει μια τέλεια αναπαράσταση της «δυστυχίας της διπλανής πόρτας». Όμως, πού ακριβώς βρίσκεται η Τέχνη;
Πολλοί ίσως σπεύσουν να «διακρίνουν» μια «ανθρωπιστική» μετεξέλιξη του Χάνεκε από την εποχή του διαβόητου σαδιστικού τερατουργήματος “Funny Games” (1997). Ας μου επιτρέψει ο αναγνώστης να αμφισβητήσω τον «ανθρωπισμό» τού “Amour”! Προσωπικά διέκρινα έναν πιο επιμελημένα συγκαλυμμένο σαδισμό προς τον θεατή, τον οποίο ο σκηνοθέτης εξακολουθεί να «τιμωρεί» για την επιλογή του να βλέπει τις ταινίες του! Αν θέλετε, τα αισθήματα φρίκης που βιώσαμε στο “Funny Games” απάλυνε κάπως η αίσθηση του απολύτως εξωπραγματικού της υπόθεσης.
Στο “Amour” ο σκηνοθέτης παίζει σχεδόν χαιρέκακα με τις πιο βασανιστικές φοβίες του καθημερινού ανθρώπου: την αδυναμία του απέναντι στην αρρώστια και τον θάνατο! Εξακολουθούμε να πιστεύουμε πως βασικός λόγος ύπαρξης της Τέχνης είναι η υπηρέτηση του ωραίου – ακόμα και τη στιγμή που προβάλλει τις μεγαλύτερες ασχήμιες και τις πιο δυσάρεστες καταστάσεις της ζωής! Ως εκ τούτου, η Τέχνη οφείλει να λειτουργεί ως θεράπων της ψυχής, ως αντίπαλο δέος στην (εξ ορισμού σκληρή) πραγματικότητα της καθημερινότητας του ανθρώπου.
Η στυγνή –όσο κι αν είναι έντεχνη– απομίμηση της πραγματικότητας, δίχως το «βάλσαμο» της κάθαρσης που χρειάζεται η ψυχή, αποτελεί εκτροπή από τους πρωταρχικούς στόχους της Τέχνης. Θα έλεγα, είναι μια απλή πλαστογράφηση της ζωής!