Οι ιστορικοί δεν είναι προφήτες. Κυρίως γιατί η ιστορία είναι μια μετριοπαθής πρακτική – δεν διαθέτει την οίηση της οικονομίας που θεωρεί εαυτήν φυσική επιστήμη με απαράβατους νόμους, κανόνες και αξιώματα. Ωστόσο, τυχαίνει κάποιες φορές ερευνητικά εργαλεία, αναλυτικές ικανότητες, η αίσθηση της ιστορικής μεθόδου να συνωμοτήσουν ώστε να δώσουν μια πρόωρη φωτογραφία των πραγμάτων που πρόκειται να έρθουν. Εν συνεχεία, ο «ιστορικός που πρόβλεψε την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης» ή ο «άνθρωπος που προειδοποίησε για την κρίση» αντιμετωπίζεται με το δέος καφετζούς ή οραματιστή των αριθμών του ΠΡΟΤΟ.
Συχνότερα, βέβαια, απλώς περνά εντελώς απαρατήρητος, όπως ο βρετανός ιστορικός Πέρι Αντερσον. Δημοσιεύοντας το The New Old World (Verso, 2009), ο διακεκριμένος καθηγητής του UCLA αναπαρήγαγε σε έναν ενιαίο τόμο μια σειρά εκτεταμένων άρθρων του για το «London Review of Books» και το «New Left Review», γραμμένων μεταξύ 1996 και 2009. Θεωρητικά, το σύνολο αποτελούσε έναν επιλεκτικό αναστοχασμό περί των προοπτικών της Eυρωπαϊκής Ένωσης. Πρακτικά, ήταν μια ακριβής περιγραφή των αιτίων των δεινών της περιόδου 2010-2012.
Γράφοντας το 1996 ο Άντερσον έβλεπε στη Συνθήκη του Μάαστριχτ έναν παράδοξο φεντεραλισμό: μια Eυρωπαϊκή Ένωση η οποία αφαιρούσε τη μακροοικονομική πολιτική από τα κράτη-μέλη, ενώ η ΕΚΤ το μόνο που δεσμευόταν να διασφαλίζει ήταν η σταθερότητα των τιμών. Το αποτέλεσμα, έλεγε ο Άντερσον, θα ήταν «η αποδιοργάνωση των προστατευτικών και ρυθμιστικών λειτουργιών των υπαρχόντων εθνικών κρατών, αφήνοντας μοναδικό ρυθμιστή το καλό χρήμα (sound money), όπως στο κλασικό φιλελεύθερο μοντέλο της προκεϋνσιανής εποχής. […] Με απλά λόγια, μια ομοσπονδιακή Ευρώπη υπό αυτή την έννοια δεν θα σήμαινε […] ένα υπέρ-κράτος αλλά λιγότερο κράτος» (σ. 30).
Για να λειτουργήσει το κοινό νόμισμα θα χρειαζόταν και κοινή οικονομική πολιτική, άρα και πολιτική νομιμοποίηση μέσω ενός αναβαθμισμένου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – και ποιοι ήταν διατεθειμένοι να σκεφτούν ή να εφαρμόσουν κάτι τέτοιο; Την απάντηση στο ερώτημα που έθετε ο Άντερσον το 2007, κατά πόσο θα ήταν προστατευμένη η Ευρωζώνη από μια υπερατλαντική ύφεση λόγω μιας απότομης πτώσης της στεγαστικής αγοράς των ΗΠΑ, τη ζούμε εδώ και τέσσερα χρόνια. Όπως και τις συνέπειες της αυξανόμενης διαφοράς κόστους εργασίας μεταξύ Γερμανίας και μεσογειακών χωρών: «με την υποτίμηση απαγορευμένη, οι μεσογειακές χώρες υποφέρουν από δραστική απώλεια ανταγωνιστικότητας, η οποία προμηνύει κακά για όλη τη νότια πτέρυγα της ΕΕ» (σ. 52).
Πέρα από το όραμα των Ζαν Μονέ και Ρομπέρ Σουμάν, ο Άντερσον διακρίνει στη σκέψη σημαντικών οικονομολόγων των απαρχών της ΕΟΚ το φάντασμα του γενάρχη της συντηρητικής αυστριακής οικονομικής σχολής Φρίντριχ Χάγιεκ και του ιδανικού του: μιας διεθνούς ομοσπονδίας με περιορισμένες εκλογικές δυνατότητες παρέμβασης καθοδηγούμενης από μια απρόσωπη γραφειοκρατία, όπου «η αυθόρμητη τάξη της οικονομίας της αγοράς θα μπορούσε να εφαρμοστεί ανεμπόδιστα» (σ. 65). Το αποτέλεσμα της τελικής επικράτησης των ιδεών του στη δεκαετία του ’80, η αποδοχή της αγοράς ως οργανωτικής αρχής της κοινωνικής τάξης, ήταν «μια σύλληψη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης κυριαρχούμενης από έναν ξερό οικονομισμό, σαν η Ένωση να αποτελούσε αποκλειστικά ζήτημα αποτελεσματικότητας των αγορών» (σ. 120).
Για έναν ευρωπαϊστή χωρίς παρωπίδες, όπως είναι ο Άντερσον, η νυν Ευρωπαϊκή Ένωση, με λιγότερο κράτος, χωρίς «δημοκρατική συμμετοχή και πολιτική φαντασία», δεν είναι παρά «ένα καρτέλ αυτοπροστατευόμενων ελίτ» (σ. 62). Οι πολίτες της δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αντίβαρο πιέζοντας για τον εκδημοκρατισμό της; Κοινωνικά και πολιτισμικά, λέει ο Άντερσον, η ευρωπαϊκή ταυτότητα κατέστη υπόθεση μιας ανώτερης μεσαίας τάξης προερχόμενης από τις επιχειρήσεις, το πανεπιστήμιο, τον κυβερνητικό τομέα και τα ανώτερα εισοδήματα. Τα μεσαία και χαμηλότερα έχουν επιβαρυνθεί κυρίως με τα κόστη της ολοκλήρωσης και αποτελούν δυνητικούς αντιπάλους της οικονομικής ενοποίησης: «σε συνθήκες οικονομικής κρίσης μια σύγκρουση συμφερόντων θα μπορούσε να ξεσπάσει μεταξύ τους». Μετά την ένωση, ο διχασμός.