Βραβευμένος με τέσσερα βραβεία Τony, ένα Emmy, καθώς και υποτροφίες από τα ιδρύματα Ροκφέλερ και Γκούγκενχαϊμ, ο φημισμένος αμερικανός θεατρικός συγγραφέας Τέρενς Μακ Νάλι είναι γνωστός στην Ελλάδα κυρίως από τα έργα του «Μαρία Κάλλας – Master Class», «Η Φράνκι και ο Τζόνι στο φεγγαρόφωτο» (με πρωταγωνιστές, στην κινηματογραφική του εκδοχή, τον Αλ Πατσίνο και τη Μισέλ Φάιφερ), καθώς και από το «Corpus Christi», το οποίο ανέβηκε πρόσφατα στην Αθήνα και χαρακτηρίστηκε από την Ιερά Σύνοδο «βλάσφημο». Φιλόξενος, ήρεμος και γελαστός, ο Τέρενς Μακ Νάλι με υποδέχθηκε στο σπίτι του στο Μανχάταν, «σε απόσταση αναπνοής, όπως λέει ο ίδιος χαρακτηριστικά, από το κτίριο όπου έμεναν η Μελίνα και ο Ζυλ στα τέλη της δεκαετίας του ’60». Με τη φράση αυτή ξεκίνησε η συζήτησή μας, για να συνεχίσει με το πρώτο του έργο που σόκαρε το αμερικανικό κοινό, για την Εκκλησία και τον Χριστό, το θέατρο και την ηθική, τον Τενεσί Γουίλιαμς και τον Εντουαρντ Αλμπι, τον Μιχάλη Κακογιάννη και τη Μελίνα.
Τέρενς Μακ Νάλι, η καριέρα σας ως θεατρικού συγγραφέα άρχισε το 1964 με το έργο «And Τhings Τhat Go Bump In The Night», το οποίο δεν σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία... «Ακριβώς, ήταν το πρώτο έργο μου, το οποίο μάλιστα είχε σκηνοθετήσει ο Μιχάλης Κακογιάννης. Ηταν ένα πολύ φιλόδοξο έργο τριών πράξεων, αρκετά επιτηδευμένο – είχα τελειώσει πρόσφατα το πανεπιστήμιο και ήθελα να δείξω πόσο σοφός και βαθιά σκεπτόμενος συγγραφέας ήμουν. Κυρίως, όμως, θεωρήθηκε ανήθικο, επειδή είχε χαρακτήρες ομοφυλοφίλων, και προκάλεσε πολλές αντιδράσεις».
Ποια ήταν τα ήθη της αμερικανικής κοινωνίας εκείνη την εποχή; «Στην αρχή της δεκαετίας του ’60 που γράφτηκε το έργο, είχαν ήδη υπάρξει χαρακτήρες ομοφυλοφίλων στο θέατρο, όχι όμως σε πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ηταν κυρίως δευτερεύοντες χαρακτήρες, οι οποίοι άλλοτε ήταν δυστυχισμένοι και άλλοτε αυτοκτονούσαν. Επρόκειτο δε για ανόητους χαρακτήρες κομμωτών, διακοσμητών κτλ. Οι δικοί μου γκέι χαρακτήρες, όμως, ήταν τρισδιάστατοι, με ολοκληρωμένη προσωπικότητα, δεν ήταν προκλητικοί. Αλλά το κίνημα της απελευθέρωσης των ομοφυλοφίλων θα ερχόταν μερικά χρόνια αργότερα και την εποχή εκείνη δεν επιτρεπόταν να μιλάς για τέτοια θέματα. Το γεγονός, μάλιστα, ότι το έργο ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ, στο φημισμένο θέατρο Ρουαγιάλ, ενόχλησε ακόμη περισσότερο. Για πολλούς, ένα έργο όπως αυτό έπρεπε να μείνει κάτω από τον 14ο δρόμο και να παιχτεί σε κάποιο μικρό θέατρο 20 θέσεων στο Βίλατζ, όχι όμως στο Μπρόντγουεϊ. Ενιωθαν ότι το οφ Μπρόντγουεϊ είχε μολύνει το Μπρόντγουεϊ. Και αυτό ενόχλησε αρκετούς…».
Οταν ανεβάζατε το έργο δεν περιμένατε να συναντήσετε αντιδράσεις; «Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι οι θεατές θα ήταν τόσο επιθετικοί. Ενα βράδυ, κάποιος θεατής από την πρώτη σειρά τράβηξε αγανακτισμένος την ουρά του φορέματος της πρωταγωνίστριας φωνάζοντας: “Δεν θα έπρεπε εσύ να παίζεις σε ένα έργο όπως αυτό!”. Τότε, ο ηθοποιός που έπαιζε τον γιο της στο έργο, για να την προστατεύσει, πήδηξε στην πλατεία και όρμησε στον θεατή. Εγινε μεγάλη φασαρία… Το κοινό ήταν πολύ επιθετικό. Το γεγονός αυτό με τάραξε πολύ, γιατί δεν θεωρούσα ότι το έργο ήταν ανήθικο ούτε το είχα γράψει με την πρόθεση να προκαλέσω. Οπότε δεν περίμενα ποτέ ότι θα μπορούσε να κατηγορηθεί ως “βρώμικο”. Ηταν ένα έργο ξεκάθαρο και ειλικρινές».
Ωστόσο, η εποχή δεν επέτρεπε να λέγονται τα πράγματα με το όνομά τους… «Κοιτάξτε, οι διανοούμενοι υποστήριζαν ότι οι γυναικείοι χαρακτήρες του Εντουαρντ Αλμπι και του Τενεσί Γουίλιαμς – η Μπλανς Ντυμπουά, για παράδειγμα – είναι στην πραγματικότητα γκέι άνδρες, επειδή δεν μπορούσαν να πουν ξεκάθαρα ότι ο Τένεσι Γουίλιαμς ή ο Εντουαρντ Αλμπι είναι γκέι. Ολοι στον κόσμο του θεάτρου το γνώριζαν, αλλά δεν μπορούσε κανείς να γράψει ότι αυτό είναι το έργο ενός ομοφυλόφιλου συγγραφέα. Ολα αυτά σήμερα μοιάζουν πολύ μακρινά. Τότε, όμως, οι εξαιρετικά βίαιες κριτικές με έκαναν να αναρωτιέμαι ποιος θα δεχόταν να ανεβάσει ξανά δικό μου έργο αν συνέχιζα να γράφω. Αλλά πολύ σύντομα έπειτα από αυτό πήρα μια πρώτη υποτροφία Γκούγκενχαϊμ και έτσι μπόρεσα να αφήσω τη δουλειά μου και να αφοσιωθώ στη συγγραφή…».
Πού δουλεύατε τότε; «Δούλευα σε ένα περιοδικό – έκανα επιμέλεια σε κείμενα συντακτών. Από τη στιγμή, όμως, που πήρα αυτή την υποτροφία, δεν ξαναδούλεψα ποτέ για κανέναν άλλον πέρα από τον εαυτό μου. Τότε δεν μπορούσα καν να φανταστώ ότι μια ημέρα θα είχα ένα διαμέρισμα όπως αυτό. Τα πρώτα χρόνια δεν έβγαζα πολλά χρήματα, αλλά τουλάχιστον έκανα αυτό που θεωρούσα επάγγελμά μου. Διότι είναι πολύ δύσκολο να δουλεύεις οκτώ ώρες την ημέρα και έπειτα να γυρίζεις στο σπίτι και να κάθεσαι να γράφεις. Ο Τενεσί Γουίλιαμς δούλευε σε υποδηματοποιείο και έλεγε ότι είναι πολύ καλή δουλειά, από την άποψη ότι δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι για να βάζεις τα παπούτσια στο κουτί τους. Ενώ η δουλειά στο περιοδικό εμένα με εξαντλούσε πνευματικά και όταν γύριζα στο σπίτι ήμουν πολύ κουρασμένος. Οπότε ήμουν πολύ τυχερός που είχα την υποτροφία. To δεύτερο έργο μου είχε μάλιστα πολύ μεγάλη επιτυχία και έτσι άρχισα σιγά σιγά να ζω από την τέχνη μου».
Με τον Μιχάλη Κακογιάννη διατηρήσατε σχέσεις; «Βεβαίως! Ο Μάικλ και εγώ μείναμε φίλοι και πάντα υπερηφανευόταν ότι ήταν ο πρώτος που είχε αναγνωρίσει, όπως έλεγε, το ταλέντο μου. Οταν αποφάσισε να ανεβάσει το έργο μου, ήταν πολύ μεγάλο όνομα στις ΗΠΑ. Μόλις είχε βγει η ταινία του, ο “Ζορμπάς”, και είχε πολλές υποψηφιότητες για Οσκαρ, οπότε ήταν πολύ σημαντικό για έναν συγγραφέα να σκηνοθετήσει το έργο του ο Κακογιάννης. Πριν από τον “Ζορμπά” δεν ήταν γνωστός. Εγώ είχα ακούσει για τη “Στέλλα” ή για το το “Κορίτσι με τα μαύρα”, αλλά δεν τις είχα δει ποτέ. Ο “Ζορμπάς” ήταν η πρώτη ταινία του Μάικλ που έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό.
Πριν από αυτή, όμως, τεράστια επιτυχία είχε κάνει το “Ποτέ την Κυριακή” του Ζυλ Ντασσέν με τη Μελίνα. Ο Μάικλ, μάλιστα, μου τη γνώρισε την περίοδο που έπαιζε στο Μπρόντγουεϊ το “Ιλια Ντάρλινγκ” και γίναμε φίλοι. Η Μελίνα ήταν ένα απίστευτα χαρισματικό πλάσμα. Οταν βρισκόταν σε έναν χώρο, επισκίαζε τους πάντες γύρω της. Το κοινό ερχόταν κάθε βράδυ στο Μπρόντγουεϊ για να τη δει στη σκηνή. Ολοι τη λάτρευαν. Στον δρόμο οι άνθρωποι της έγνεφαν, φωνάζοντας το όνομά της… Ηταν λαμπερή, γεμάτη ενέργεια, γοητευτική, αισιόδοξη, μαχητική. Νομίζω ότι ελεύθερες προσωπικότητες όπως η δική της λείπουν τη σημερινή εποχή».
Η τέχνη και οι καλλιτέχνες μπορούν να επηρεάσουν τα ήθη μιας κοινωνίας; «Πιστεύω ότι το χιούμορ ή η συγκίνηση μπορεί ίσως να αλλάξει τον τρόπο σκέψης του κοινού, όχι όμως η πρόκληση. Οταν αυτό που λες δεν αρέσει, κάνει τους άλλους να είναι συναισθηματικά άκαμπτοι και να εμμένουν στις θέσεις τους με τρόπο πιο αποφασιστικό. Οπότε, πιστεύω ότι το θέατρο μπορεί να αλλάξει, αν όχι το μυαλό, τουλάχιστον την καρδιά των ανθρώπων. Εγώ ποτέ δεν έγραψα ένα έργο για να είμαι προκλητικός και η αντίδραση του κοινού στο πρώτο μου έργο με εξέπληξε πολύ. Το “Corpus Christi” επίσης, γύρω από το οποίο δημιουργήθηκαν κάποια προβλήματα στην Αθήνα, δεν νομίζω ότι είναι προκλητικό. Ηταν ένας λογικός τρόπος να διηγηθώ την ιστορία της Καινής Διαθήκης. Δεν περίμενα να ενοχλήσει το γεγονός ότι οι χαρακτήρες του Ιησού και των Αποστόλων ήταν γκέι. Πραγματικά με εξέπληξε. Τα τελευταία πέντε χρόνια το έργο κάνει περιοδικές τουρνέ στην Αμερική με άνδρες, γυναίκες, νέους και ηλικιωμένους ηθοποιούς. Είναι πολύ διαφορετικό από την αρχική παραγωγή. Δεν είναι πια “το έργο με τον γκέι Ιησού”. Αγγίζει πλέον ένα ευρύ κοινό και το συγκινεί».
Η πρώτη, όμως, παραγωγή στη Νέα Υόρκη είχε εκληφθεί ως επίθεση στην Καθολική Εκκλησία… «Η αντίδραση της Καθολικής Εκκλησίας ήταν γελοία, αφού κατ’ αρχάς ο Ιησούς δεν είναι καθολικός. Ο Χριστός είναι ο πρώτος χριστιανός. Οπότε, με παραξένεψε πολύ η αντίδρασή τους. Γιατί εγώ ξέρω πότε θέλω να είμαι προκλητικός, και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήμουν. Δεν νομίζω ότι το να φαντάζεσαι τον Χριστό ως γκέι είναι προκλητικό. Ισως να το θεωρεί προκλητικό ένα κομμάτι της κοινωνίας που είναι δογματικό και συντηρητικό, αλλά δεν νομίζω να υπάρχουν πια τέτοιοι άνθρωποι.
Αν ο άνθρωπος δημιουργήθηκε με θεϊκή υπόσταση, ο Χριστός θα μπορούσε να είναι γκέι, θα μπορούσε να είναι γυναίκα ή Αφροαμερικανός. Ο Χριστός έχει περιγραφεί, μάλιστα, ως Αφροαμερικανός ή ως γυναίκα και κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε. Το γεγονός, όμως, ότι εγώ τον παρουσίασα ως γκέι μού φόρτωσε στον σβέρκο όλους αυτούς τους καθολικούς, πράγμα που αποδεικνύει ότι η ομοφοβία είναι ακόμη υπαρκτή στην κοινωνία μας. Το έργο είναι μια πολύ παραδοσιακή διήγηση της ιστορίας του Χριστού. Δεν είναι ριζοσπαστικό. Δεν χλευάζει τη θρησκεία. Είναι ένα πολύ ειλικρινές έργο, γεμάτο αγάπη. Αλλά τα πράγματα έχουν αλλάξει. Μια πρόσφατη παραγωγή του έργου στο Τέξας απέσπασε καταπληκτικές κριτικές, παρά το γεγονός ότι το Τέξας είναι μια συντηρητική Πολιτεία. Οι άνθρωποι αλλάζουν».
Πρακτικά τη νιώθετε γύρω σας αυτή την αλλαγή; «Ναι, σήμερα, για παράδειγμα, μπορώ χωρίς πρόβλημα να λέω ότι είμαι παντρεμένος με άνδρα. Οταν πρωτοήρθα στη Νέα Υόρκη, το 1956, οι γκέι σύχναζαν σε σκοτεινά δρομάκια και σε υπόγεια για να μην τους βλέπουν. Τώρα τα άτομα του ίδιου φύλου έχουν το δικαίωμα να παντρεύονται, να μεγαλώνουν παιδιά. Τα πράγματα έχουν αλλάξει ραγδαία τα τελευταία χρόνια. Πιστεύω ότι η εξέλιξη στον τρόπο σκέψης και στη νοοτροπία ακολουθεί την τεχνολογική εξέλιξη. Η ηθική πρέπει να εξελίσσεται τόσο γρήγορα όσο η τεχνολογία. Νιώθουμε γύρω μας τον κόσμο να αλλάζει με μεγάλη ταχύτητα και να κατευθύνεται ολοταχώς προς έναν ευτυχισμένο, ελπίζω, προορισμό…».
Και το θέατρο; «Το θέατρο θα συνεχίσει να συγκεντρώνει τους ανθρώπους σε μια αίθουσα και να διηγείται την ιστορία του κόσμου. Αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ».
Μη μου τα Θεία τάραττε
Δεν έχει υπάρξει ανέβασμα του «Corpus Christi» ανά τον κόσμο που να μην έχει συνοδευτεί από κάποια αντίδραση – νηφάλια (επιστολές διαμαρτυρίας) ή θερμοκέφαλη (απειλές κατά της ζωής του Τέρενς Μακ Νάλι). Η Ελλάδα ακολούθησε απλώς την πεπατημένη. Τον περασμένο Ιούνιο, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε η παράσταση στο θέατρο Χυτήριο σε σκηνοθεσία Λαέρτη Βασιλείου, συνελήφθησαν, έπειτα από μήνυση που κατέθεσαν δύο κυρίες που είχαν παρακολουθήσει το έργο, τρεις από τους συντελεστές με την κατηγορία της προσβολής των Θείων.
Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος είχε εκφράσει γραπτώς την αντίδρασή της – υπό την προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου εξέδωσε μια ανακοίνωση που άρχιζε ως εξής: «Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος έλαβε γνώση σχετικά με την παρουσίαση ενός βλασφήμου θεατρικού έργου, το οποίο άκρως δυσφημίζει το θεανδρικό πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Ο Μακ Νάλι, πάντως, έχει στείλει ιδιόχειρο σημείωμα συμπαράστασης στη Βάσια Παναγοπούλου που απέδωσε το έργο στα ελληνικά και η παράσταση θα ανεβεί ξανά από τις 4 Οκτωβρίου, περισσότερο δουλεμένη και με ανανεωμένη διανομή. – Γιώργος Νάστος