Λίγα 24ωρα πριν ο Spiegel μας πληροφορήσει (λες και δεν το ξέραμε…) ότι η «εθνοσωτήριος» τρόικα «παίζει πολιτικά παιγνίδια», οι γερμανικοί Financial Times έγραφαν: «Η Ανγκελα Μέρκελ, ο Μπάρακ Ομπάμα και ο Βεν Τζιαμπάο είναι υπεύθυνοι για την παραμονή της Ελλάδας ως τώρα στην ευρωζώνη»[…] «Πριν από το καλοκαίρι του 2012 σε εμπιστευτικές συναντήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο συζητείτο πώς η Ελλάδα θα αποβαλλόταν από την Ευρωζώνη. Τότε, όμως, υπήρξε μία εξωτερική παρέμβαση: η αμερικανική κυβέρνηση με μία υψηλού συμβολισμού επίσκεψη του υπουργού οικονομικών Τίμοθι Γκάιτνερ στον γερμανό υπουργό οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε..».
Η γερμανική εφημερίδα περιέγραψε ουσιαστικά μία «νέα Γιάλτα» στην οποία η Γερμανία κυριολεκτικά σύρθηκε παρά τη θέλησή της από τους Αμερικανούς αλλά και, όπως αναφέρει σε άλλο σημείο, από τους Κινέζους, που επιθυμούν το ευρώ ανέπαφο. Επί της ουσίας λοιπόν, παραδέχεται πλήρως, έστω και άρρητα εκείνα που επί πολύ καιρό τώρα πολλοί αρνούνται να συνειδητοποιήσουν:
Πρώτον, ότι αυτό που ζούμε δεν είναι μια κρίση χρέους, αλλά μία διαδικασία γεωπολιτικής αναδιάταξης του μεταψυχροπολεμικού κόσμου μέσα από τη διαχείριση της κρίσης χρέους. Επιτέλους, ας μην κοροιδευόμαστε άλλο…
Δεύτερον, ότι η Γερμανία υποχρεώθηκε, υποτίθεται, να κάνει πίσω, ενώ σίγουρα, δεν το επιθυμούσε.
Τρίτον, ότι όταν η συζήτηση επικεντρώνεται στην «κακή» Ελλάδα που επί δύο χρόνια κατηγορείται ως αιτία όλων των δεινών, είναι απλώς εκτός θέματος.
Όμως, όσο κι αν είναι μία πρόοδος ότι επιτέλους τα πράγματα λέγονται με το όνομά τους και μάλιστα από ένα κεντρικής σημασίας γερμανικό έντυπο που απηχεί σε ένα μεγάλο βαθμό την ηγέτιδα τάξη της χώρας, υπάρχουν και τρία σημαντικά κενά που καθιστούν αυτή τη «νέα Γιάλτα» ανεπαρκή:
Πρώτον, ότι αυτή γίνεται με όρους του προ-προηγούμενου αιώνα: δεν λογαριάζει τους λαούς που βρίσκονται κάτω από την απίστευτη πίεση αυτής της, αποτυχημένης έστω, προσπάθειας του Βερολίνου να ελέγξει πλήρως την Ευρώπη. Αργησαν να «ξυπνήσουν» οι Γερμανοί, άργησαν να καταλάβουν ότι δεν είναι στο χέρι τους να διευθύνουν τα πάντα. Στο μεσοδιάστημα, μια σειρά από χώρες της ευρωζώνης έχουν ήδη βρεθεί μέσα ή δίπλα στη φωτιά και οι λαοί τους έχουν συμπιεστεί τόσο που η αντίδρασή τους πολύ δύσκολα θα μαζευτεί πια.
Δεύτερον, ότι η ίδια η Γερμανία έχει επενδύσει πολλά στον αγώνα της για τη γερμανική Ευρώπη και δεν είναι τόσο απλό να κάνει πίσω και να τον εγκαταλείψει άτακτα χάρη μιας παγκόσμιας τριμερούς συνεννόησης κορυφής. Η ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα τέτοιων «οπισθοχωρήσεων» που κράτησαν λίγο…
Και, τρίτον, ότι η ζημιά που έχει γίνει ήδη με την ύφεση σε μια σειρά από χώρες είναι πια τόσο προχωρημένη που η ανάταξη των οικονομιών τους και η εναρμόνισή τους με το γερμανικό κανόνα είναι πλέον εξ αντικειμένου σχεδόν αδύνατη – εκτός κι αν οι Γερμανοί «παραδοθούν» πλήρως και προχωρήσουν σε αυτό που με πάθος αρνούνται: στην ουσία, στο τύπωμα νομίσματος, αποκαλώντας το με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, που το αποτέλεσμά του θα είναι να πάρουν αληθινά πάνω τους μεγάλο κομμάτι του ευρωπαικού χρέους, για τη δημιουργία του οποίου έχουν άλλωστε πολύ μεγάλη ευθύνη ακριβώς μέσα από την πολιτική τους στο κοινό νόμισμα. Κι αυτό, είναι κάτι που δεν πρόκειται να κάνουν.
Όμως, το πιο σημαντικό είναι ότι αυτή η ανάλυση χάνει το δάσος για το δέντρο: και το δάσος δεν είναι αν θα μείνει ή όχι η Ελλάδα στο ευρώ – αυτό είναι ίσως για εμάς το δάσος, αλλά δεν είναι για την Ευρώπη και φυσικά για τη Γερμανία.
Το δάσος είναι το ποιες χώρες αντέχουν το νόμισμα όπως το έχουν αναδιαμορφώσει οι Γερμανοί μέσα από τα δύο «σύμφωνα της κρίσης», το Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, από τα οποία δεν πρόκειται να υποχωρήσουν έπειτα από χρόνια συστηματικής προσπάθειας να οδηγήσουν τα πράγματα εκεί.
Αν κάνουν πίσω, όχι μόνον χάνουν το παιγνίδι του ελέγχου της Ευρώπης, άρα και της δημιουργίας της «Πολιτικής Ευρώπης» όπως την επιθυμούν, αλλά κινδυνεύουν να απολέσουν και σημαντικό μέρος από τα πλεονεκτήματα της πλεονασματικότητάς τους, του «υπερόπλου» τους στο νέο ευρωπαικό πλαίσιο που επιχειρούν με νύχια και με δόντια να δημιουργήσουν.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η «νέα Γιάλτα» δεν πρόκειται να πετύχει – μάλλον, έχει ήδη αποτύχει: αγνοώντας την ουσία του προβλήματος και τη δυναμική που οδηγεί τις εξελίξεις, ακόμα κι αν υπάρχει, είναι θνησιγενής.