Κεντροδεξιά

Η πολιτική κυριαρχία ως νέα κανονικότητα

Η συντηρητική παράταξη είναι σε θέση να αναιρέσει πλήρως τη μεταπολιτευτική συνθήκη μετά τη σοσιαλιστική ιδεολογική παρένθεση των τελευταίων 30 ετών.

Του Ιωάννη Κωτούλα

Σε περιόδους κρίσης, κατά τις οποίες καθίσταται σαφής η δυνατότητα αλλαγών στην ιεράρχηση των αξιών, η εξασθένιση των δρώντων υψηλού κύρους ενθαρρύνει την αμφισβήτηση της υφισταμένης κατανομής ή ακόμη και του ορισμού των διακυβευμάτων εντός ενός κοινωνικού συνόλου. Η εξασθένιση αυτή των δρώντων υψηλού κύρους ταυτοχρόνως προκαλεί κατ’ αντιστοιχία την ενεργοποίηση δρώντων χαμηλού κύρους, ανατροφοδοτώντας την περιορισμένη έως τότε φιλοδοξία τους και διευρύνοντας το πεδίο των δυνατοτήτων τους.

Στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης, δρων υψηλού κύρους και κάτοχος της πολιτικής και ιδεολογικής εξουσίας κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο ήταν η ευρύτερη Αριστερά/Κεντροαριστερά, η οποία διέθετε ως προνομιακό πεδίο κυριαρχίας τόσο την πολιτική κοινοβουλευτική σφαίρα όσο και τον Τύπο, καθώς επίσης και τα πανεπιστήμια. Στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, η μεταπολιτευτική συνθήκη έχει μεταβληθεί σε σημαντικό, αν και όχι σε ολοκληρωτικό βαθμό. Σε επίπεδο πολιτικής εκπροσώπησης η τριμερής Αριστερά πλέον εξισορροπείται από δύο κοινοβουλευτικά κόμματα της λαϊκιστικής Δεξιάς, ενώ το κυρίαρχο κεντροδεξιό κόμμα, η Νέα Δημοκρατία, έχει κατακτήσει αφενός τον χώρο του Κέντρου, από τον οποίο το ΠαΣοΚ υποχώρησε ραγδαία, αφετέρου το πρόσημο της αποκλειστικής μεταρρυθμιστικής δύναμης.

Το Διαδίκτυο και οι ανακατατάξεις στον Τύπο έχουν προκαλέσει υποχώρηση της κυρίαρχης ιδεολογικής αναφοράς της Μεταπολίτευσης, ενώ στα πανεπιστήμια παρατηρείται απαρχή φιλελευθεροποίησης και υπέρβασης των προηγούμενων δεκαετιών. Το σημαντικότερο, όμως, σημείο της ιδεολογικής μεταβολής συνίσταται στην οριστική αποσύνδεση του κεντροαριστερού πολιτικού φάσματος από την έννοια του εκσυγχρονισμού ή της μεταρρύθμισης και στην αποκλειστικότητα της ταύτισης της εννοίας με την Κεντροδεξιά, εξέλιξη η οποία κατεγράφη στο δίλημμα των πρόσφατων εκλογών. Ταυτοχρόνως, η Αριστερά ταυτίζεται πλέον με τις αντιδραστικές συντεχνίες, οι οποίες επιθυμούν τη θεσμική αδράνεια και την ιδεολογική ακινησία.

Κατά συνέπεια, η εξασθένιση των δρώντων οι οποίοι ταυτίζονται με τη μεταπολιτευτική ιδεολογική κυριαρχία είναι εμφανής, όπως εμφανής είναι η ενίσχυση των δρώντων οι οποίοι σχετίζονται με τη νέα ιδεολογική αναφορά, παρ’ όλο που σε ορισμένους τομείς παραμένουν και λειτουργούν ως δρώντες χαμηλού κύρους. Η σχετική αυτή μειονεξία των δρώντων του φιλελεύθερου/συντηρητικού χώρου αντισταθμίζεται αφενός από τη δημιουργία πρωτογενών κινημάτων βάσης – για πρώτη φορά κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο – με άξονα το δημόσιο αγαθό της ασφάλειας των οικιστικών περιοχών και την επίλυση του μεταναστευτικού, αφετέρου από τη διάχυση στη δημόσια σφαίρα της συντηρητικής πολιτικής οπτικής σε θεμελιώδη ζητήματα. Θεματικά πεδία τα οποία έως προσφάτως στον δημόσιο λόγο θεωρούνταν απροσπέλαστα, όπως η οικονομική φιλελευθεροποίηση, το μεταναστευτικό, η συλλογική πολιτισμική ταυτότητα, επανέρχονται στο επίκεντρο της δημόσιας σφαίρας. Αυτή τη φορά, όμως, η επαναφορά τους πραγματοποιείται με την προγενέστερη απαλλαγή της κανονιστικής αξίωσης του μεταπολιτευτικού πολιτικού λόγου.

Η αναθεώρηση της ιεραρχίας των ιδεολογικών αναφορών και η προϊούσα κυριαρχική υποκατάσταση του κομφορμιστικού αριστερού λόγου από έναν σύγχρονο κεντροδεξιό λόγο αποτελούν εκδήλωση της μετατόπισης των κοινωνικών αξιών προς τις ανάγκες του ταραχώδους 21ου αιώνα. Θεμελιώδη ζητήματα αυτής της νέας περιόδου, τα οποία πλέον θα τίθενται στην κορυφή της αξιολογικής ιεραρχίας, είναι η έννοια της οικονομικής μεταρρύθμισης, της δημόσιας ασφάλειας, της συλλογικής πολιτισμικής ταυτότητας. Τα ζητήματα αυτά αποτελούν εκ των πραγμάτων τις νέες κανονιστικές εστιάσεις της ελληνικής κοινωνίας εντός του νεορεαλιστικού 21ου αιώνα και ως εκ τούτου ευνοούν την πολιτική κυριαρχία της ρεαλιστικής Κεντροδεξιάς σε σχέση με την ουτοπική Αριστερά. Ο συνδυασμός της συντηρητικής (conservative) οπτικής στα κοινωνικά/πολιτισμικά θέματα και της φιλελεύθερης θέσης στην οικονομία είναι δυνατόν να προσδώσει σημαντικό πολιτικό πλεονέκτημα στην Παράταξη.

Η ελληνική συντηρητική παράταξη, εφαρμόζοντας μια ριζοσπαστικά φιλελεύθερη και αντικρατικιστική πολιτική σε θέματα οικονομίας και μια μυώδη πολιτική σε θέματα μεταναστευτικής πολιτικής, δημόσιας τάξης και συλλογικής πολιτισμικής ταυτότητας, είναι σε θέση να αναιρέσει πλήρως τη μεταπολιτευτική συνθήκη και να συμβάλει στην αποκατάσταση των θεμελιωδών αξιακών προσανατολισμών της Ελληνικής Δημοκρατίας μετά τη σοσιαλιστική ιδεολογική παρένθεση των τελευταίων 30 ετών.

* Ο Ιωάννης Κωτούλας είναι ιστορικός, δρ Φ., συγγραφέας της μελέτης «Μετανάστευση και
κυρίαρχη κουλτούρα: Θρησκεία-πολιτική-πολυπολιτισμικότητα» (εκδ. Παπαζήση, 2011).

Κεντροαριστερά

Το περιεχόμενο μιας νέας ηγεμονίας

Το παλαιό μοντέλο, «κρατικός δανεισμός – παροχές – κατανάλωση», πάνω στο οποίο δομήθηκε το μεταπολιτευτικό λεξιλόγιο, κατέρρευσε. Το καθημερινό ζητούμενο πλέον είναι η προστασία των αδυνάτων.

Του Κυριάκου Πιερρακάκη

Ενώ η δεκαετία του ’80 σήμανε για τον πλανήτη την αρχή της απορρύθμισης και φιλελευθεροποίησης της οικονομίας, για την Ελλάδα σήμανε την εκλογική άνοδο του ΠαΣοΚ και της Κεντροαριστεράς. Εκείνο που καθιστά το γεγονός αυτό ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι ενώ η Κεντροαριστερά κατείχε την εκλογική ηγεμονία, στην πραγματικότητα ήταν η Αριστερά αυτή που είχε κερδίσει στη μάχη των ιδεών – κατοχυρώνοντας τη θετική χροιά των λέξεων –, των συναισθημάτων και της αφήγησης.

Σε αυτό το πλαίσιο δομήθηκε το πολιτικό λεξιλόγιο της Μεταπολίτευσης, με τις δεδομένες αδυναμίες του: οι υποχρεώσεις, τα καθήκοντα, τα πρόστιμα, το επιχειρείν, ήταν έννοιες ενοχοποιημένες – τις αντικατέστησαν τα δικαιώματα, τα κεκτημένα, τα επιδόματα, οι παροχές. Δεν ήταν, όμως, και το σύνολο των πρακτικών «αριστερό». Είδαμε προοδευτικές κυβερνήσεις να αρθρώνουν έναν κακώς νοούμενο «εθνικοπατριωτικό λόγο» και συντηρητικές κυβερνήσεις να πολλαπλασιάζουν το χρέος και το μέγεθος του κράτους. Είδαμε «αριστερούς» να μην μπορούν να προσεγγίσουν ρεαλιστικά διαδικασίες προόδου και εξέλιξης του δημοσίου πανεπιστημίου και «δεξιούς» να τρέμουν την αγορά. Κάτω από το λεξιλόγιο, οι αδυναμίες της υπόγειας πρακτικής, κοινές: ένας αρρύθμιστος ιδιωτικός τομέας, καρτέλ, ένα κράτος χωρίς διαφάνεια στη λειτουργία του, ένα κοινωνικό κράτος υπαρκτό, αλλά με ελλείμματα.

Το να ισχυριστείς ότι η Κεντροαριστερά έχει την πολιτική ηγεμονία στην Ελλάδα σήμερα για πολλούς θα ακουστεί τουλάχιστον παράδοξο, με δεδομένο ότι το ΠαΣοΚ, ο κυρίαρχος πόλος έκφρασης αυτού του χώρου, βρίσκεται στο ιστορικά χαμηλότερο ποσοστό του. Η φωτογραφία της στιγμής, ωστόσο, είναι ανεπαρκής για να αποτυπώσει την πληρότητα της εικόνας. Τρία χρόνια πριν, οι όροι ήταν αντίστροφοι: η Νέα Δημοκρατία είχε σημειώσει ένα ιστορικά χαμηλό ποσοστό, ενώ η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση του ΠαΣοΚ έδειχνε πανίσχυρη. Ταυτόχρονα, σε παγκόσμιο επίπεδο, ο κύκλος ο οποίος είχε ανοίξει με τον Ρίγκαν και τη Θάτσερ έδειχνε να κλείνει με την κρίση του 2008, η οποία είχε κάνει ξανά επίκαιρο τον Κέινς. Το ΠαΣοΚ είδε τα ποσοστά του να συρρικνώνονται επειδή διαχειρίστηκε ένα πακέτο προσαρμογής του οποίου το δημοσιονομικό σκέλος είχε σημαντικά κενά. Κυρίαρχη σε αυτά ήταν η απαιτούμενη ταχύτητα της δημοσιονομικής προσαρμογής, η οποία, με δεδομένη την αδυναμία πληθωρισμού και υποτίμησης του νομίσματος και σε συνδυασμό με καθυστερήσεις στο μεταρρυθμιστικό σχέδιο, ενέτεινε την αβεβαιότητα παραμονής της χώρας στο ευρώ και βύθισε τη χώρα στην ύφεση.

Παρά το γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία ήταν ο νικητής των πρόσφατων εκλογών, θα ήταν αδόκιμο να ισχυριστεί κανείς ότι η παρουσία του μεγάλου εταίρου της κυβερνητικής πλειοψηφίας ενέχει όρους ηγεμονίας – αντίθετα, η βασική νέα δυναμική που έχει συντελεστεί είναι η στροφή ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού σε ακραίες πολιτικές θέσεις και η αντιμετώπιση του συνόλου των παραδοσιακών παικτών του πολιτικού συστήματος με όρους «ανοχής» παρά «αποδοχής» και πόσω μάλλον ηγεμονίας.

Οι πολιτικές αφηγήσεις σφυρηλατούνται μέσα από κοινές αναφορές, δυσκολίες, υπερβάσεις. Το παλαιό μοντέλο, κρατικός δανεισμός – παροχές – κατανάλωση, πάνω στο οποίο δομήθηκε το μεταπολιτευτικό λεξιλόγιο, κατέρρευσε. Το καθημερινό ζητούμενο πλέον είναι η προστασία των αδυνάτων. Οι λύσεις στις τέσσερις νέες μορφές ανισότητας που αντιμετωπίζουμε σήμερα – ανεργία, ακρίβεια, φοροδιαφυγή, πρόσβαση στο κοινωνικό κράτος – είναι πιο κοντά σε μια κεντροαριστερή διαλεκτική παρά σε μια κεντροδεξιά αφήγηση ή σε εκείνη την προσέγγιση της ριζοσπαστικής Αριστεράς που θέλει να «φυσήξουμε στο στόμιο της παλιάς σκασμένης φούσκας μήπως και ξαναφουσκώσει».

Η χώρα περνά μεγάλες δυσκολίες, αλλά θα σταθεί ξανά στα πόδια της. Η υπέρβαση της ύφεσης και η ανόρθωση ενός νέου μοντέλου το οποίο θα στηρίζεται στο τρίπτυχο επενδύσεις – παραγωγή –
εξαγωγές είναι ο ουσιαστικός εθνικός μας στόχος, πάνω στον οποίο θα χτιστεί και η νέα αφήγηση. Το ζητούμενο – ή καλύτερα το στοίχημα – για το ΠαΣοΚ είναι να είναι αυτό ο φορέας ο οποίος θα μπορέσει να περιγράψει και να υλοποιήσει αυτή τη μετάβαση.

Το στοίχημα αυτό μένει να κερδηθεί.

* Ο Κυριάκος Πιερρακάκης είναι πολιτικός επιστήμονας – υπ. διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης – και συντονιστής της Μονάδας Ανάπτυξης Πολιτικών του ΠαΣοΚ.