Νομίζαμε ότι ο θρίαμβος του «είσαι ό,τι δηλώσεις» αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα και πιστεύαμε ότι η προκύπτουσα αναξιοκρατία αποτελεί το μείζον εμπόδιο στην ανάκαμψή μας, μαζί με την αποφυάδα της – την ανηθικότητα. Μια όμως ανασκόπηση της πρόσφατης ιστορίας του «σκονακίου της εξουσίας» καλεί σε αναθεώρηση της εκτίμησής μας.

Η αντιγραφή, παθογένεια του συστήματος
Ολοι οι καλοί μαθητές γνωρίζουν ότι μεγάλο ποσοστό συμμαθητών τους αντιγράφει. Πόσοι είναι αυτοί; Οι Αμερικανοί, που προσπάθησαν να το μετρήσουν στη χώρα τους, βρήκαν το 1969 ότι ποσοστό 58,3% των μαθητών λυκείου άφηναν κάποιον συμμαθητή να τους αντιγράφει και, το 1989, το ποσοστό αυτό είχε ανέβει στο 97,5%. Δηλαδή… σχεδόν όλοι πλέον αντιγράφουν από όλους!
Το ίδιο περίπου συμβαίνει και στους φοιτητές: Εθνικής εμβέλειας έρευνα στις ΗΠΑ, από το Education Week, κατέγραψε το 74% των φοιτητών να ομολογεί πως αντέγραψε στην προηγούμενη χρονιά, το 54% ότι έκαναν λογοκλοπή μέσω Διαδικτύου και το 47% να πιστεύει ότι οι καθηγητές τους προτιμούν σε κάποιες περιπτώσεις να «κάνουν τα στραβά μάτια». Επίσης, σύμφωνα με σφυγμομέτρηση του US News and World Reports, το 90% των φοιτητών πιστεύει ότι οι αντιγραφείς ή δεν πιάνονται ποτέ ή δεν τιμωρούνται ποτέ όσο τους αξίζει. Την άποψη αυτή δικαιώνει σε μεγάλο βαθμό η έρευνα «Faculty Responses to Academic Dishonesty» (Αποκρίσεις των ΑΕΙ στην ακαδημαϊκή ατιμία) του Αμερικανού Donald L. McCabe: Βρήκε ότι «το 55% των καθηγητών θα ήταν απρόθυμο να καταβάλει την όποια ουσιαστική προσπάθεια τεκμηρίωσης υπόπτων περιστατικών φοιτητικής απάτης».
Το γιατί η απατεωνιά αυτή αφήνεται να μετατραπεί σε status quo των επιτηδείων είναι κάτι που αξίζει κοινωνιολογικής ανάλυσης. Είναι άραγε το αίσθημα ενοχής των δασκάλων για την απόδοση της διδασκαλίας τους ή μήπως μια εκδήλωση της παραίτησής τους απέναντι στο γενικευμένο πνεύμα κοινωνικής ανοχής προς τους «καταφερτζήδες»;

Μεταπτυχιακές απάτες
Το βέβαιο, κατά κοινή ομολογία, είναι πως τα περιθώρια αντιγραφής στενεύουν για όσους φθάσουν στο μεταπτυχιακό και, ακόμη περισσότερο, στο διδακτορικό επίπεδο σπουδών. Εκεί, οι καθηγητές έχουν να επιβλέψουν πολύ λιγότερους φοιτητές και ο εντοπισμός λογοκλοπής σε δημοσιευθείσα διατριβή έχει αντίκτυπο και στη δική τους σταδιοδρομία. Αρα, εύλογα εικάζει κάποιος ότι τουλάχιστον οι κάτοχοι μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου τον απέκτησαν «με τον ιδρώτα τους». Αλλά και η πεποίθηση αυτή άρχισε να κλονίζεται την τελευταία δεκαετία, όταν καθηγητές βρετανικών και αμερικανικών ΑΕΙ διαπίστωσαν ότι πολλές διατριβές φοιτητών τους συγγράφονταν επί παραγγελία μέσω Διαδικτύου, από κυκλώματα που έδρευαν κυρίως στη Ρουμανία και την Τσεχία. Ηταν απάτη; Σίγουρα, αλλά όχι ακριβώς λογοκλοπή, καθόσον η αντιγραφή γινόταν με την αμειβόμενη συγκατάθεση του πραγματικού συγγραφέα.
Το θέμα της «αυτόχειρης» λογοκλοπής στις διατριβές άρχισε να γιγαντώνεται – αλλά και να αποκαλύπτεται – αφότου οι δημοσιεύσεις τους έγιναν κοινός τόπος στο Διαδίκτυο. Η πληθώρα των παρεχόμενων πληροφοριών και η ευκολία πρόσκτησής τους αποτέλεσαν ταυτόχρονα δέλεαρ για τους φοιτητές και εφιάλτη για τους καθηγητές τους. Αρχικά, το ζήτημα απασχόλησε τις αγγλόφωνες χώρες, λόγω ακριβώς του ότι το περιεχόμενο του Διαδικτύου ήταν πρώτιστα στα αγγλικά. Επειτα όμως, με τη ραγδαία βελτίωση των προγραμμάτων διαδικτυακής μετάφρασης, το πρόβλημα έγινε παγκόσμιο και πολύ πιο πολύπλοκο. Τώρα πια, κατά τη δήλωση ενός καθηγητή του Πανεπιστημίου Stanford των ΗΠΑ στο TechWeb News, «ποιος διανοείται να αρχίσει να ψάχνει σε ιστότοπους για να βρει αν μια διατριβή εμπεριέχει λογοκλοπή ή όχι; Καταντάς ιδιωτικός ντετέκτιβ».

Πώς στοιχειοθετείται η λογοκλοπή;
Ως λογοκλοπή θεωρείται η χρήση των λέξεων ή ιδεών άλλου ατόμου – της πνευματικής ιδιοκτησίας του δηλαδή – χωρίς την αντίστοιχη μνεία της αρχικής πηγής. Δεν υπάρχει παγκοσμίως καθιερωμένο μέτρο για το από πού ξεκινά η λογοκλοπή, αλλά τα περισσότερα πανεπιστήμια ενημερώνουν τους φοιτητές τους ότι κάθε αντιγραφή άνω των τριών (3) συνεχόμενων λέξεων από κείμενο άλλου θα πρέπει να έχει παραπομπή προς την πηγή!
Η απαίτηση αυτή είναι ιδιαίτερα στενάχωρη για τις γενιές που μεγαλώνουν με το «δικαίωμα» άμεσης πρόσβασης σε κάθε πηγή πληροφορίας. Η νοοτροπία που καλλιεργούν τα κοινωνικά δίκτυα τύπου facebook είναι εκείνη της διαμοίρασης στοιχείων και ανταλλαγής κειμένων, εικόνων και ήχου. Oταν ξαφνικά «χαμηλώνεις την μπάρα» στις τρεις λέξεις, είναι αναπόφευκτο να έχεις τόσο «αντιρρησίες συνείδησης» που θα την παραβιάσουν σκοπίμως όσο και φοιτητές που θα παρανομήσουν από απροσεξία ή αμέλεια. Αλλά, όπως κι αν συμβεί το ολίσθημα, το πρόβλημα των επιβλεπόντων παραμένει εκείνο της ντετεκτιβίστικης τεκμηρίωσης του αδικήματος μέσα από τον δαίδαλο του Διαδικτύου.

Προγράμματα – ντετέκτιβ
Απάντηση σε τεχνικό επίπεδο έδωσαν οι επιχειρήσεις πληροφορικής: Προκειμένου να ελέγχουν κατά πόσο ο κώδικας των προγραμματιστών τους δεν είναι προϊόν υποκλοπής του ανταγωνισμού – και να αποφεύγουν τις μηνύσεις για παραβίαση ευρεσιτεχνίας – δημιούργησαν βάσεις δεδομένων με τεχνητή νοημοσύνη που συνέκριναν τους κώδικες. Κλασικό παράδειγμα τέτοιου προγράμματος ανίχνευσης είναι το Moss (Measure of Software Similarity), που αναπτύχθηκε το 1994 και διατίθεται τώρα δωρεάν, ως υπηρεσία, από το https://theory.stanford.edu/~aiken/moss/.
Η επιτυχία αυτού του λογισμικού έδωσε την ιδέα δημιουργίας ενός αντίστοιχου προγράμματος ανίχνευσης για φοιτητικές διατριβές και επιστημονικές δημοσιεύσεις, του Turnitin. Εκτοτε έχουν αναπτυχθεί τουλάχιστον άλλα 14 που το ανταγωνίζονται, όμως το Turnitin παραμένει κορυφαίο στην προτίμηση των αμερικανικών πανεπιστημίων και, εδώ και δύο χρόνια, έχει επεκτείνει την ανίχνευση λογοκλοπής στις εργασίες που υποβάλλουν και οι υποψήφιοι για εισαγωγή στα πανεπιστήμια.
Η ανίχνευση των κειμένων από τα προγράμματα αυτά γίνεται βάσει συγκεκριμένων μεθόδων. Η πιο γνωστή είναι αυτή των «αποτυπωμάτων» (fingerprinting), κατά την οποία δομείται από λέξεις-κλειδιά ο σκελετός του υπό εξέταση κειμένου και συγκρίνεται με τους σκελετούς άλλων. Μια άλλη μέθοδος είναι το «ταίριασμα και η σύγκριση ολόκληρων εκφράσεων» (string matching), μία τρίτη είναι το «καλάθι των λέξεων» (bag of words) που στηρίζεται στην τεχνική ανάκτησης του ανυσματικού πεδίου (vector space retrieval). Η τέταρτη μέθοδος που χρησιμοποιείται έχει κατ’ εξοχήν αναπτυχθεί για τις παραπομπές σε πρότερες δημοσιεύσεις, ανιχνεύει όχι το ίδιο το κείμενο της εργασίας αλλά τις παραπομπές του και τις βιβλιογραφικές αναφορές και ονομάζεται «ανίχνευση λογοκλοπής βάσει ετεροαναφορών» (citation-based plagiarism detection). Τέλος, η πέμπτη μέθοδος είναι αυτή της υφομετρίας (stylometry), όπου αξιοποιούνται στατιστικές μέθοδοι για την ποσοτικοποίηση του ύφους γραφής του συγκεκριμένου συγγραφέα και τη σύγκρισή του με άλλων.

Κερκόπορτες και κίνητρα
Τα προγράμματα που υιοθετούν αυτές τις μεθόδους ανίχνευσης έχουν να επιδείξουν εντυπωσιακότατες επιδόσεις «αυτόματου ντετέκτιβ», αλλά δεν παύουν να έχουν κερκόπορτες για τους δαιμόνιους λογοκλέφτες. Για παράδειγμα, ένα κλασικό κόλπο τους είναι να μεταγλωττίζουν τα αρχεία κειμένων τύπου Word σε αρχεία εκτύπωσης τύπου PDF και μετά να τα μετατρέπουν ξανά σε Word. Η όλη αυτή κωδικο-αποκωδικοποίηση κάνει τα προγράμματα ανίχνευσης να χάνουν την «οσμή του θηράματος» και να βγάζουν στο αποτέλεσμα… μηδέν λογοκλοπή!
Στην όλη συζήτηση για το αν θα υπάρξει ποτέ το τέλειο εργαλείο αυτόματου εντοπισμού των αντιγραφέων ή αν πάντοτε θα βρίσκουν τρόπους να γλιτώνουν, κάποιοι καθηγητές αντιτείνουν το κόψιμο του γόρδιου δεσμού: Προτείνουν να επιδοτούνται βαθμολογικά οι φοιτητές για εργασίες που εμφανίζουν εξαιρετική παραπομπολογία σε ετεροαναφορές και διεξοδική βιβλιογραφία. Με τον τρόπο αυτό – λένε – οι φοιτητές θα έχουν την απαραίτητη επιβράβευση για να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους ως ερευνητές και θα πάψουν να ιδιοποιούνται τον κόπο άλλων και να τον παρουσιάζουν ως πρωτότυπη δική τους εργασία.
Ακούγεται πολύ καλή ιδέα, αλλά εφαρμόσιμη μόνο στα ακαδημαϊκά κείμενα. Διότι… αν εφαρμόζαμε τον κανόνα της ετεροαναφοράς για κάθε τρεις λέξεις που δανειστήκαμε στο κείμενο που μόλις διαβάσατε, το άρθρο μας θα έπρεπε να εκτείνεται σε 10 σελίδες εφημερίδας! Μη όντας αυτό εφικτό, αντιλαμβάνεστε ότι ο υπογράφων είναι ήδη ο έσχατος που δικαιούται «ως αναμάρτητος, τον λίθον βαλέτω»…

ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Οι VIP της αντιγραφής


Επιφανείς λογοκλόποι: 1. Ο βαρόνος Karl Theodor zu Guttenberg, πιο γνωστός τώρα ως «βαρόνος του Googleberg». 2. Η παραιτηθείσα βουλευτής του Κόμματος των Φιλελευθέρων Γερμανίας (FDP) Silvana Koch-Mehrin. 3. Ο επίσης παραιτηθείς συντηρητικός πρόεδρος της Ουγγαρίας Pal Schmitt. 4. Η παρ’ ολίγον υπουργός Παιδείας της Ρουμανίας, κυρία Corina Dumitrescu.

Μολονότι περιπτώσεις εντοπισμού επωνύμων λογοκλεπτών μεταξύ των επιστημόνων έχουν κατά καιρούς δημοσιευθεί, μια περίεργη «βουλευτική ασυλία» φαινόταν να προστατεύει όσους είχαν ανέλθει στα υψηλότερα σκαλοπάτια της εξουσίας, διεθνώς. Αυτό ως το 2011, οπότε άρχισαν να πέφτουν οι διάττοντες λογοκλεπτικοί αστέρες της πολιτικής.

Η αρχή των αποκαλύψεων έγινε τον Φεβρουάριο του 2011, από μια ομάδα ερευνητών του Διαδικτύου ονόματι GuttenPlag Wiki. To όνομά τους καταδεικνύει αφενός μεν τον στόχο της έρευνάς τους, τον 39χρονο υπουργό Αμυνας της Γερμανίας, βαρόνο Karl Theodor zu Guttenberg, και αφετέρου δε το ότι συνεργάστηκαν μεταξύ τους μέσω της γνωστής διαδικτυακής δομής τεκμηρίωσης, της WikiPedia. To πώς ακριβώς ενορχηστρώθηκε αυτή η «λαϊκή δίκη» ενός τόσο σημαίνοντος πολιτικού περιγράφεται στο κείμενο του ιδρυτή της ομάδας, που αναρτήθηκε στο https://de.guttenplag.wikia.com/wiki/Reflections_on_a_Swarm/.

Το αποτέλεσμα πάντως ήταν να καταδειχθεί πέραν αμφιβολίας ότι ο δημοφιλής πολιτικός – θεωρούμενος διάδοχος της Μέρκελ – είχε συρράψει τη διδακτορική διατριβή του από κείμενα άλλων. Το Πανεπιστήμιο Bayreuth, που του την είχε απονείμει το 2006, υποχρεώθηκε να την ανακαλέσει και ο «Γερμανός Κένεντι» σύρθηκε στην παραίτηση. Οπως ομολόγησε, είχε διαπράξει τη λογοκλοπή επειδή ταυτόχρονα με τη διατριβή του πάσχιζε να χωρέσει στον χρόνο του την πολιτική και το μεγάλωμα των δύο θυγατέρων του, καθ’ ότι η σύζυγός του – κόμισσα Stephanie von Bismarck – είναι πολυάσχολη τηλεπαρουσιάστρια… Κάπως έτσι, ο βαπτισθείς ως Karl-Theodor Maria Nikolaus Johann Jacob Philipp Franz Sylvester Joseph von und zu Guttenberg έγινε πια γνωστότερος στους συμπατριώτες του ως «βαρόνος του Googleberg».

Ενα μόλις μήνα μετά την παραίτησή του, το μετεξελιγμένο σε «VroniPlag Wiki» GuttenPlag Wiki, είχε το δεύτερο επώνυμο θύμα του: Η βουλευτής του Κόμματος των Φιλελευθέρων Γερμανίας (FDP) Silvana Koch-Mehrin υποχρεώθηκε τον Απρίλιο του 2011 επίσης να παραιτηθεί, έπειτα από την αποκάλυψη πως είχε αντιγράψει το ένα τέταρτο της διδακτορικής διατριβής της. Το ότι είχε ανακηρυχθεί το 2004 «γυναίκα της χρονιάς» στη Γερμανία επίσης δεν κατόρθωσε να περισώσει την πολιτική της καριέρα.
Επόμενοι στο στόχαστρο του VroniPlag ήταν οι Χριστιανοδημοκράτες βουλευτές Matthias Pröfrock και Veronica Saß – κόρη του γνωστού πρώην πρωθυπουργού της Βαυαρίας Edmund Stoiber – και ο φιλελεύθερος «ημέτερος» Jorgo Chatzimarkakis. Οι δύο πρώτοι έγιναν πολιτικό παρελθόν, αλλά ο Χατζημαρκάκης απέδειξε πως είχε χρησιμοποιήσει στη διατριβή του υποσέλιδες σημειώσεις για παραπομπή στην πηγή, μολονότι δεν είχε σημειώσει κανονικά τα λήμματα που είχε δανειστεί.
Οι έρευνες των ανώνυμων καθηγητών και φοιτητών του VroniPlag συνεχίζονται τώρα, στρεφόμενες και κατά σημαινόντων παραγόντων της οικονομίας. Για παράδειγμα, εντόπισαν ότι υψηλόβαθμο στέλεχος της βιομηχανίας Vattenfall, ονόματι Dähnert, είχε αντιγράψει 52 από τις 119 σελίδες της διατριβής του στο Πολυτεχνείο Cottbus, αλλά το σεπτό πανεπιστήμιο αποφάνθηκε ότι είχε μόνο σφάλματα σε «τεχνικές λεπτομέρειες». Ο λόγος, κατά το VroniPlag Wiki, είναι ότι η Vattenfall χρηματοδοτεί το 1/3 του ερευνητικού προϋπολογισμού του Cottbus.
Ενόσω όμως η Γερμανία του «τα αγαθά κόποις κτώνται» συγκλονίζεται από τη δυσοσμία της συναλλαγής πολιτικών – βιομηχάνων – πανεπιστημιακών, το κύμα των αποκαλύψεων άρχισε να σαρώνει τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης: Τον Απρίλιο του 2012, ο 69χρονος πρώην δις χρυσός Ολυμπιονίκης της Πυγμαχίας και Συντηρητικός πρόεδρος της Ουγγαρίας από το 2010 Pal Schmitt εξαναγκάστηκε σε παραίτηση όταν το Πανεπιστήμιο Semmelweis ανακάλεσε λόγω λογοκλοπής το διδακτορικό που του είχε απονείμει το 1992. Τον ίδιο μήνα, στη γειτονική Ρουμανία, ο Σοσιαλιστής δρ Νομικής Victor Ponta σχημάτιζε κυβέρνηση. Προτού όμως στεγνώσει η μελάνη της υπογραφής ανάθεσης του υπουργείου Παιδείας στην κυρία Corina Dumitrescu, αποκαλύφθηκε και η δική της λογοκλοπή και παραιτήθηκε. Νέος υπουργός Παιδείας ανέλαβε ο Ioan Mang, αλλά τον Μάιο αποκαλύφθηκε και η δική του λογοκλοπή, οπότε παραιτήθηκε κι αυτός. Τώρα – από τον Ιούνιο – σέρνεται το νέο επεισόδιο του ρουμανικού θρίλερ λογοκλοπών, με κατηγορούμενο πλέον τον ίδιο τον πρωθυπουργό! Ο δρ Ponta αντιστέκεται ακόμα, ισχυριζόμενος ότι πρόκειται για πολιτική σκευωρία, αλλά έχει απέναντί του τη γνωμάτευση του γνωστού βρετανικού περιοδικού Nature ότι αντέγραψε πάνω από το μισό των 432 σελίδων της διατριβής του…
Αν ο «ψηλός πήχης» είναι παρηγοριά για τους πολιτικούς αστέρες της αντιγραφής, τους πληροφορούμε ότι το παγκόσμιο ρεκόρ απέχει ακόμα πολύ: Το κατέχει ο ιάπωνας αναισθησιολόγος Dr. Yoshitaka Fujii, του Πανεπιστημίου Toho, στις 212 επιστημονικές δημοσιεύσεις του οποίου βρίσκει κάποιος ότι οι 172 έχουν «μαγειρεμένα στοιχεία», ενώ και οι 212 βασίζονται σε υπαρκτά στοιχεία μόλις των τριών (3) εξ αυτών. Αυτό θα πει «copy – paste ολκής»!

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ