Λίγο πριν από την αποκαλυπτική πρεμιέρα του «νέου πακέτου μέτρων», η πολιτική σκηνή ξαναγνωρίζει το παιχνίδι με τις λίστες, τις φήμες και τις ιστορίες από ένα δύσοσμο παρασκήνιο. Νέο υλικό προσφέρεται σε δόσεις για να εξάψει ενδεχομένως τη φαντασία των πολιτών, των καταπονημένων από τα προγνωστικά καταστροφής ή σωτηρίας που εκπορεύονται από τους συνήθεις μετεωρολόγους: πολιτικούς, οικονομικούς ειδήμονες, αυτοσχέδιους και επαγγελματίες αφηγητές της κρίσης.
Ας δούμε όμως το συνολικό κάδρο όπου πρέπει να εντάξουμε και αυτά τα τελευταία επεισόδια.
Εδώ και δυόμισι χρόνια λοιπόν έγιναν πολλές προσπάθειες ώστε η λεγόμενη πολιτική των μνημονίων να αποκτήσει κάποιου είδους ηθική νομιμοποίηση μέσα από το επιχείρημα περί της ιδιαίτερης ελληνικής παθογένειας. Σε πολλές δημόσιες αναλύσεις το τελικό συμπέρασμα υπέρ των προγραμμάτων βίαιης «δημοσιονομικής προσαρμογής» ερχόταν έπειτα από πυρά κατά του παρασιτικού και ανεύθυνου τρόπου ζωής των προηγούμενων δεκαετιών. Ετσι, μια πολύ συγκεκριμένη οικονομική και κοινωνική πολιτική, αυτή δηλαδή η οποία ακολουθείται από τα κυβερνητικά σχήματα όλης της περιόδου, καλύφθηκε συστηματικά πίσω από φράσεις για την αναμόρφωση ηθών και νοοτροπιών. Απέναντι μάλιστα στις φωνές των αντιδρώντων και στις λογής κοινωνικές διαμαρτυρίες, ένα τμήμα των ελίτ φάνηκε να προτάσσει τον ιδεαλισμό της θυσίας και της καρτερίας ώσπου να υπάρξει κάποιο φως στον ορίζοντα.
Ωστόσο αυτή η ιδεαλιστική ρητορική δεν είναι ακίνδυνη υπόθεση. Η αναφορά σε υψηλές αξίες (θυσία, «νέος πατριωτισμός», πνεύμα ευθύνης) προϋποθέτει ότι διατηρείται μια κάποια αξιοπιστία στην ηγέτιδα πολιτική τάξη και στις ελίτ. Η προσφυγή των ελίτ σε ηθικές ερμηνείες και χαρακτηρισμούς για το ελληνικό πρόβλημα κινδυνεύει από τη δημοσιότητα του ενός ή του άλλου σκανδάλου, των υποθέσεων της μεγάλης επιχειρηματικής και πολιτικής διαφθοράς. Και αυτό μπορεί να συμβεί ανεξάρτητα από το αν το εκάστοτε σκάνδαλο έχει πραγματική βάση ή όχι. Τα λόγια περί ενάρετης διακυβέρνησης πολύ γρήγορα μπορούν να στραφούν εναντίον όσων τα εκστομίζουν: ιδιαίτερα όταν η δημόσια ατμόσφαιρα δηλητηριάζεται κάθε λίγο από φήμες και πληροφορίες όπως οι πρόσφατες.
Κανένα σύστημα εξουσίας δεν μπορεί να λειτουργήσει ουσιαστικά χωρίς κοινωνικές συμμαχίες. Μια από τις αιτίες για την προσφυγή σε εύκολες ηθικές κρίσεις ήταν ότι δεν συγκροτήθηκε καμία τέτοια συμμαχία, έστω στη βάση του νεοφιλελεύθερου μεταρρυθμισμού. Μπορούμε μάλιστα να κάνουμε μιαν άλλη, πολύ πιο ανησυχητική, υπόθεση: οι προσπάθειες για τον εξωραϊσμό των πολιτικών της λιτότητας με την ηθικοποίηση των προβλημάτων, διηύρυνε ακόμη περισσότερο το χάσμα μεταξύ λαού και πολιτικού συστήματος. Η εκρηκτική άνοδος των αντιπολιτικών διαθέσεων και του πλέον ισοπεδωτικού αντικοινοβουλευτισμού έγινε η άλλη όψη, η πίσω πλευρά της κυρίαρχης ηθικολογίας. Κατά κάποιον τρόπο ο αυτόματος στιγματισμός κάθε κοινωνικής αντίδρασης ως ανεύθυνου λαϊκισμού έλαβε ως απάντηση από το κοινωνικό σώμα μια αντίστοιχη απόρριψη του πολιτικού συστήματος ως εγγενώς διεφθαρμένου.
Σε αυτά τα δύο χρόνια φιλοτεχνήθηκε επιμελώς η εικόνα μιας ένοχης κοινωνίας και μιας άρρωστης δημοκρατίας. Κάθε καρκίνωμα της καθημερινότητας, κάθε απάτη ή επιμέρους παλιανθρωπιά πολιτών και αξιωματούχων χρησιμοποιήθηκε για να δικαιωθεί η ιδέα της θεραπείας-σοκ. Τώρα πια μπορούμε να πούμε ότι αυτή η εικόνα δεν βοήθησε καθόλου τους κεντρώους μεταρρυθμιστές οι οποίοι και την προώθησαν για τους δικούς τους λόγους. Η ίδια αυτή εικόνα του άρρωστου σώματος επιτρέπει σήμερα στον ερεβώδη νεοφασισμό να εμφανίζεται με τον μανδύα αυτού που θα βάλει τέλος στη «δημοκρατική παρακμή».
Σημαίνουν όλα αυτά ότι δεν έπρεπε να υπάρξει συζήτηση και για τις ηθικές διαστάσεις της κρίσης; Οτι η ανάδειξη των προβλημάτων χαμηλής ή υψηλής διαφθοράς είναι πολιτικά εσφαλμένη; Καθόλου. Αλλά η αναγκαία συζήτηση για τις στρεβλώσεις της ελληνικής δημοκρατικής εμπειρίας θυσιάστηκε σε επιχειρήσεις για ηθικό στιγματισμό τού εκάστοτε αντιπάλου. Οι υποθέσεις διαφθοράς στην κρατική μηχανή και στο Δημόσιο χρησιμοποιήθηκαν συνήθως με ρηχό τρόπο: είτε για κομματικές και ενδοκομματικές προγραφές είτε για αφοριστικές καταδίκες στο σάπιο κράτος και στο «Δημόσιο των προνομιούχων», ώστε να δικαιολογηθούν οι περικοπές και οι εκποιήσεις.
Ο χρόνος της κρίσης παρ’ όλα αυτά δεν μένει ακίνητος και παγωμένος. Εχουμε προσπεράσει πια το στάδιο της καχυποψίας και της δυσφορίας. Η πικρή αλήθεια είναι ότι για μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας η καχυποψία έχει μετατραπεί σε μίσος. Η δυσπιστία για την πολιτική τάξη έχει δώσει τη θέση της στην εκ προοιμίου βεβαιότητα για την ενοχή όλων, για την υπαιτιότητα των πάντων.
Υπάρχουν άραγε περιθώρια αναστροφής αυτής της μηδενιστικής τάσης που παγιώνεται αποκτώντας μονιμότερα χαρακτηριστικά; Σε τέτοιου είδους ερωτήματα δεν υπάρχουν ουδέτερες και πολιτικά άχρωμες απαντήσεις. Η εξυγίανση, η κοινωνική ανόρθωση και η αποκατάσταση του κύρους της πολιτικής δεν έχουν το ίδιο νόημα για όλους. Απομένει στις πολιτικές δυνάμεις να αποσαφηνίσουν η καθεμία τα ιδιαίτερα περιεχόμενα, τις προτεραιότητες, τις κοινωνικές συμμαχίες που θα δώσουν πολιτικό σχήμα και μορφή σε αυτές τις λέξεις. Το βέβαιο είναι ότι μια τέτοια αποσαφήνιση θα γίνει ακόμη δυσκολότερη αν ενισχυθούν περισσότερο οι τάσεις κοινωνικού κανιβαλισμού και τα υπόγεια ρεύματα μίσους στην κοινωνία. Οπως και σε άλλα θέματα, η διαχείριση των υποθέσεων διαφθοράς μπορεί να εκτραπεί από τον σκοπό της χάριν του θεάματος και της «επικοινωνίας»: και αυτά τα δύο, το θέαμα και η επικοινωνία, είναι οι καλύτεροι σύμμαχοι της συγκάλυψης και της θολούρας που προετοιμάζει τη συγκάλυψη.
Ο κ. Νικόλας Αλ. Σεβαστάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ