Παρά το διεθνές «μορατόριουμ» δηλώσεων κατά της Ελλάδας που ισχύει εδώ και σχεδόν έναν μήνα για λόγους μάλλον άσχετους προς την πραγματική κατάσταση της χώρας, η εικόνα που διαμορφώνεται διεθνώς για την Ελλάδα επιδεινώνεται διαρκώς.
Και αυτό διότι σταδιακώς έχει αρχίσει να εδραιώνεται στους δανειστές της χώρας η πεποίθηση ότι το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας δεν είναι σε θέση να προωθήσει αλλαγές πέραν των μισθολογικών περικοπών. «Εδώ και δύο χρόνια η Ελλάδα δεν έχει προωθήσει καμία από τις διαρθρωτικές αλλαγές που έχουν συμφωνηθεί» ανέφερε προ ημερών στις Βρυξέλλες καλά πληροφορημένη διπλωματική πηγή.
Εν τω μεταξύ τα περιθώρια για την απρόσκοπτη λειτουργία του ελληνικού κράτους στενεύουν διαρκώς, αφού ελλείψει των δανειακών πόρων η Ελλάδα τείνει να εξαντλήσει τα όποια κρατικά χρηματικά αποθέματα υπήρχαν αλλά και όλα τα επιτρεπτά όρια αναλήψεων κεφαλαίων από διεθνείς οργανισμούς, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας συμπεριλαμβανομένης.
Η εξάντληση των ταμειακών διαθεσίμων της Ελλάδας δεν φαίνεται ωστόσο να έχει «συγκινήσει» έστω και κατ’ ελάχιστον τους διεθνείς δανειστές, των οποίων οι εκπρόσωποι στην Ελλάδα, δηλαδή η τρόικα, εξακολουθούν να εμμένουν στις πάγιες θέσεις τους. Παρά το γεγονός ότι βλέπουν «τον κόμπο να πλησιάζει στο χτένι» εξακολουθούν να δείχνουν πως δεν επείγονται, αφήνοντας επί της ουσίας την ελληνική πολιτική ηγεσία μόνη της απέναντι στην άβυσσο. Στα ηγετικά κλιμάκια της τρόικας κυριαρχεί η αντίληψη ότι οι έλληνες πολιτικοί ηγέτες γνωρίζουν απολύτως τι πρέπει να κάνουν για τη διάσωση της χώρας τους και ότι ενόσω αυτοί βραδυπορούν θα βραδυπορεί και η έκθεση της τρόικας. Και όπως είναι γνωστό, χωρίς θετική έκθεση της τρόικας η Ελλάδα δεν πρόκειται να λάβει ούτε ευρώ.
Εκ παραλλήλου η ηγεσία της τρόικας, κυρίως δε οι εκπρόσωποι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), έχει ατύπως ενημερώσει το υπουργείο Οικονομικών ότι με βάση τις ως σήμερα δεσμεύσεις της ελληνικής πλευράς δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να χαρακτηρίσουν το δημόσιο χρέος της χώρας βιώσιμο με χρονικό ορίζοντα το 2020. Για να συμβεί αυτό, η ελληνική πλευρά θα πρέπει με βάση τις αντιλήψεις της τρόικας να λάβει άμεσα περιοριστικά μέτρα, τα οποία αν είναι «ποιοτικώς ορθά» (δηλαδή έχουν μόνιμο χαρακτήρα) θα μπορούσαν να είναι της τάξεως των 11,5 δισ. ευρώ, ενώ αν είναι «ποιοτικώς αμφιλεγόμενα» θα πρέπει να είναι της τάξεως των 14 δισ. ευρώ. Φυσικά η συρρίκνωση του ελληνικού δημόσιου χρέους θα μπορούσε να επιτευχθεί και με άλλους τρόπους, όπως π. χ. το «κούρεμα» της αξίας των ελληνικών κρατικών ομολόγων που έχουν στα θησαυροφυλάκιά τους η ΕΚΤ και οι χώρες της ευρωζώνης. Προς το παρόν όμως ουδείς φαίνεται να εγκρίνει ανάλογες ρυθμίσεις
Από την άλλη πλευρά όμως, οι εκπρόσωποι της τρόικας γνωρίζουν (αν δεν έχουν λάβει ατύπως εντολή) ότι ως τις εκλογές του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ θα πρέπει να αποφύγουν οποιαδήποτε κίνηση που θα μπορούσε να δημιουργήσει ανησυχίες ως προς τις προοπτικές της παγκόσμιας (άρα και της αμερικανικής) οικονομίας. Τούτου δοθέντος όλα δείχνουν ότι σε περίπτωση ασυμφωνίας με την Ελλάδα θα προτιμήσουν να φύγουν εκ νέου από την Αθήνα την ερχόμενη εβδομάδα, αφήνοντας την ελληνική πολιτική ηγεσία να συσκέπτεται, παρά να τυλίξουν τη χώρα «σε μια κόλλα χαρτί» που θα χαρακτηρίζει προοπτικά το ελληνικό δημόσιο χρέος «μη βιώσιμο». Και αυτό διότι αν το ΔΝΤ, με τη σύμφωνη γνώμη της ΕΚΤ, χαρακτηρίσει το ελληνικό χρέος μη βιώσιμο θα πρέπει να διακοπούν αυτομάτως οι χρηματοδοτήσεις προς την Ελλάδα, με όσα εφιαλτικά αυτό θα συνεπαγόταν τόσο για την ελληνική όσο και για την παγκόσμια οικονομία, η οποία κάθε άλλο παρά ανεπηρέαστη θα έμενε από μια μείζονα κρίση στη ζώνη του ευρώ.
Από τον Νοέμβριο και μετά πάντως τα πράγματα θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν. Και αυτό διότι ως τότε οι καλές εντυπώσεις από τις πρόσφατες αποφάσεις της ΕΚΤ για την «άνευ ορίων» αγορά των κρατικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ μάλλον θα έχουν εξατμιστεί, ενώ οι αδηφάγες αγορές θα αρχίσουν εκ νέου να αδημονούν. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα τα σενάρια είναι δύο: είτε υιοθετεί και υλοποιεί τις δεσμεύσεις του μνημονίου και λαμβάνει την ευλογία (και τα χρήματα) της τρόικας, είτε αρχίζουν συζητήσεις για το τι μπορεί να γίνει ώστε να καταστεί εκ νέου το ελληνικό δημόσιο χρέος βιώσιμο για να παραμείνει η Ελλάδα στη ζώνη του ευρώ. Το ενδεχόμενο να δοθεί μετά τον Νοέμβριο στην Ελλάδα κάποια παράταση για την επίτευξη των στόχων του μνημονίου είναι ασφαλώς συζητήσιμο, ιδίως αν η ύφεση δεν τιθασευθεί. Ωστόσο όλα δείχνουν πως η όποια παράταση δεν θα είναι δωρεάν. Και αυτό διότι αν ισχύσει το πρότυπο της Πορτογαλίας, δηλαδή αν δοθεί παράταση χωρίς νέα οικονομική ενίσχυση από την ευρωζώνη, θα ζητηθούν από την Ελλάδα νέα πρόσθετα μέτρα. Στην περίπτωση της Πορτογαλίας, της οποίας το δημόσιο χρέος είναι πολύ μικρότερο της Ελλάδας, η κυβέρνηση της Λισαβόνας πρώτα προχώρησε σε νέα περικοπή των μισθών και των συντάξεων της τάξεως του 8% και μετά ζήτησε την επιμήκυνση. Για να μην ισχύσει στην περίπτωση της Ελλάδας το πρότυπο της Πορτογαλίας θα πρέπει οι άλλες χώρες της ευρωζώνης να αποφασίσουν εκ νέου να βάλουν το χέρι στην τσέπη χάριν της Ελλάδας, κάτι που στην παρούσα φάση και ιδίως εν όψει των βουλευτικών εκλογών του 2013 στη Γερμανία μάλλον δεν είναι πολιτικώς εφικτό.