ΤΟ ΒΗΜΑ – ΤΗΕ PROJECT SYNDICATE

Η πολιτική ιδιαιτερότητα της Ιταλίας, ήτοι η χρόνια ανικανότητά της να σχηματίζει κυβερνήσεις με συνοχή, που στηρίζονται σε σταθερές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, αποδυναμώνει τη Ευρώπη και απειλεί την επιβίωση της ευρωζώνης. Πλέον η χώρα χρειάζεται κάτι πολύ περισσότερο από μια εκλογική μεταρρύθμιση: η Ιταλία χρειάζεται μια ριζική θεσμική ανανέωση. Υπάρχουν όμως κάποια στοιχεία στη πολιτική ζωή και τους θεσμούς της Ιταλίας που καθιστούν δύσκολη την μετατροπή της σε μια «κανονική» χώρα.

Κατά πρώτον, οι όποιες περίπλοκες δομικές μεταρρυθμίσεις συνέβησαν από πρωτοβουλία τεχνοκρατικών κυβερνήσεων, όπως η νυν του πρωθυπουργού Μάριο Μόντι. Οι κυβερνήσεις του Ατζέλιο Τσιάμπι το 1993 και του Λαμπέρτο Ντίνι το 1995 προέβησαν σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις στους τομείς των συντάξεων και της αγοράς, αλλά οι εκλεγμένες κυβερνήσεις -ακόμη κι αυτές με μια μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία- όπως η τελευταία του Σίλβιο Μπερλουσκόνι το 2008, απέτυχαν παταγωδώς να εφαρμόσουν σημαντικές δομικές μεταρρυθμίσεις.

Κατά δεύτερον, η πολιτική ζωή της Ιταλίας κυριαρχείται εδώ και δεκαετίες από πολιτικούς «καριέρας» με στόχο, συχνά, να πλουτίσουν από το επάγγελμα τους. Σύμφωνα με τους δημοσιογραφους Μάρκο Τραβάλιο και Πίτερ Γκόμες, τα 70 από τα 945 μέλη του κοινοβουλίου που εκλέχθηκαν από το 2008 είναι αυτή τη στιγμή αντικείμενο ανακριτικών ερευνών με πολλές κατηγορίες να εκκρεμούν εναντίον τους. Επίσης, οι πολιτικοί στην Ιταλία έχουν μεγάλο μέσο όρο ηλικίας: ο Μόντι είναι 69, ο Μπερλουσκόνι 75 και κανείς από τους υποψήφιους για πρωθυπουργός δεν είναι κάτω των 60 ετών. Οι πολιτικοί κάτω των 40 ετών αποτελούν μόλις το 7% της κοινοβουλευτικής δύναμης της χώρας, ενώ μόλις το 20% του σώματος αποτελείται από γυναίκες.

Το τρίτο είναι το ότι, όσο ο ιταλικός λαός απορρίπτει παραδοσιακούς πολιτικούς και κόμματα, τόσο αυξάνεται η δύναμη διάφορων δημαγωγών, όπως του κωμικού Μπέπε Γκρίλο που στις πρόσφατες τοπικές εκλογές συγκέντρωσε ένα αξιοσημείωτο εκλογικό ποσοστό, ηγούμενος του συνδυασμού «Κίνημα των Πέντε Αστέρων».

Το τέταρτο είναι το γεγονός πως η Ιταλία επιτρέπει σε πολιτικούς να ακολουθούν ταυτόχρονα παράλληλες καριέρες, όπως να διαθέτουν εφημερίδες και κανάλια. Το ασυμβίβαστο δεν υπάρχει ακόμη στην χώρα, με αποτέλεσμα να παραμένει ανοικτή μια πόρτα για όσους θεωρούν πως ο ρόλος του δημόσιου λειτουργού θα τους εξασφαλίσει μελλοντικά μια μεγάλη περιουσία.

Τέλος, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τα πιο λαμπρά μυαλά της Ιταλίας, άντρες και γυναίκες, δεν είναι μέλη της Βουλής και στα έδρανα κάθονται άνθρωποι με συχνά παρωχημένες και στενόμυαλες αντιλήψεις.

Η διαδικασία ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού που ξεκίνησε πριν από 20 χρόνια πρέπει να συνεχιστεί προκειμένου η Ιταλία να σωθεί από το χείλος της οικονομικής κατάρρευσης, όπου βρίσκεται αυτή τη στιγμή. Προτεραιότητα θα πρέπει να είναι η μείωση της αβεβαιότητας και η ενδυνάμωση της εμπιστοσύνης στις αγορές.

Η τεχνοκρατική κυβέρνηση του Μόντι μας έδειξε πως η Ιταλία μπορεί να συμπεριφερθεί, εντέλει, όπως μια «κανονική» χώρα. Και οι ευρωπαίοι εταίροι της Ιταλίας πρέπει να ενθαρρύνουν κι όχι να εμποδίσουν τις προσπάθειες της κυβέρνησης να απαλλαγεί από το βαρύ πολιτικό της παρελθόν. Η Ευρώπη χρειάζεται την Ιταλία ως έμπιστο εταίρο στο βαθμό που και αυτή με τη σειρά της θα δεσμευτεί αξιόπιστα για την δημοσιονομική βιωσιμότητα που θα συντελέσει στην διάσωση της ευρωζώνης.
*Η Paola Subacchi είναι διευθύντρια ερευνών σε θέματα διεθνούς οικονομίας για λογαριασμό της δεξαμενής σκέψης (think tank) Chatham House του Λονδίνου