Το πρώτο βήμα για το σπάσιμο των πάγων μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και των οργάνων της ΕΕ πραγματοποιήθηκε νωρίτερα την Τρίτη.
Όπως είχε διαφανεί από πληροφορίες των προηγούμενων ημερών, με πρωτοβουλία της αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα έγινε εν τέλει συνάντηση του επικεφαλής της ομάδας κρούσης για την Ελλάδα κ. Χορστ Ράιχενμπαχ με αντιπροσωπεία του ΣΥΡΙΖΑ στο κτίριο της Βουλής.
Χαρακτηριστικό στοιχείο της συνάντησης ήταν η επισήμανση εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ της διάθεσης και της πρόθεσης να υπάρχουν στο εξής σταθερές επαφές με τα θεσμικά όργανα της ΕΕ.
Η ομάδα στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης που μετείχε στην πρώτη αυτή συνάντηση αποτελούνταν από τους κκ. Ι. Δραγασάκη, υπεύθυνο της Επιτροπής Οικονομικής Πολιτικής και της Επιτροπής Προγράμματος, Γ. Σταθάκη, υπεύθυνο της Επιτροπής Ελέγχου Κυβερνητικού Έργου στον τομέα της Ανάπτυξης, Ευκλ. Τσακαλώτο, υπεύθυνο της Επιτροπής Ελέγχου Κυβερνητικού Έργου στον τομέα της Οικονομίας καθώς και τον υπεύθυνο οικονομικής πολιτικής του Συνασπισμού κ. Ι. Μηλιό.
Στην συνάντηση συμμετείχαν ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας της ΕΕ στην Ελλάδα, κ. Πάνος Καρβούνης και η υπεύθυνη του γραφείου της Task Force στην Αθήνα κυρία Ζωρζέτα Λάλη.
Η αντιπροσωπεία του ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασε στον εκπρόσωπο της ΕΕ το οικονομικό πρόγραμμά του καθώς και τις θέσεις για την οικονομική πολιτική που εφαρμόζεται στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με πληροφορίες οι εκπρόσωποι της αξιωματικής αντιπολίτευσης σημείωσαν μεταξύ των άλλων ότι:
– Η κρίση λαμβάνει επικίνδυνες κοινωνικές διαστάσεις, καθώς πλήττει ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού. Ζητήθηκε από τον κ. Ράινχεμπαχ να συμπεριλάβει στην έκθεσή του ειδικό κεφάλαιο που θα αφορά στις κοινωνικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα.
– Η εφαρμογή του προγράμματος της εσωτερικής υποτίμησης όχι μόνο δεν δημιούργησε προϋποθέσεις ανάκαμψης, αλλά οδήγησε σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης και λήψης νέων μέτρων, πλήττοντας τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.
– Η ύφεση είναι εκτός ελέγχου. Η υλοποίηση άμεσων μέτρων για τη χρηματοδότηση αναπτυξιακών δράσεων, από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους, αποτελεί ζήτημα επείγουσας προτεραιότητας για να ανακοπεί η καθοδική πορεία της ελληνικής οικονομίας.