Στα δυόμισι χρόνια που η Ελλάδα βρίσκεται υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο, από τη μία μεριά, των δανειστών, υπάρχει η αμετάβλητη τρόικα και, από την άλλη, της Ελλάδας, έχουν αλλάξει τέσσερις κυβερνήσεις. Από αυτές, οι τρεις έχουν διαπραγματευθεί με την τρόικα. Η μία, ως υπηρεσιακή, όχι. Εχει λοιπόν συσσωρευτεί πολύ μεγάλη εμπειρία, δεδομένου και του γεγονότος ότι οι κυβερνήσεις αυτές δεν ήταν όλες μονοκομματικές. Ποιο είναι λοιπόν το κύριο – και μάλιστα αντικειμενικό – εξαγόμενο αυτής της εμπειρίας; Οτι οι διαπραγματεύσεις σχεδόν πάντοτε κατέληγαν στην υποχώρηση της ελληνικής πλευράς.
Από τις δεκάδες «κόκκινες γραμμές» που κατά καιρούς έχουν τεθεί, καμία δεν έμεινε στη θέση της ως αληθινά «κόκκινη»: στην πορεία, όλες ξεθώριασαν κι έγιναν κάτι σαν ξεπλυμένο ροζ: ποιος δεν θυμάται, μεταξύ πολλών άλλων, την «κόκκινη γραμμή» για το 13ο και τον 14ο μισθό, για τις συντάξεις, για τα όρια στο ασφαλιστικό, το «χαράτσι» μέσω ΔΕΗ, ή για τη δημόσια περιουσία όταν η τρόικα είχε ανακοινώσει με μονομερή πρωτοβουλία σε συνέντευξη Τύπου τα περίφημα 50 δις και ο Γιώργος Παπανδρέου πήγε στη Βουλή σκίζοντας τα ιμάτιά του, υποστηρίζοντας ότι θα έφερνε ακόμα και… συνταγματική ρύθμιση που θα απαγόρευε (πλήρως δε!) την εκποίησή της; Ο κατάλογος είναι πολύ μακρύς.
Καλώς ή κακώς, διαχρονικά πλέον, η ελληνική πλευρά ουδέποτε κατάφερε να «κρατήσει» σε αυτές τις διαπραγματεύσεις. Αυτή είναι η πραγματικότητα, πέρα από ερμηνείες και αξιολογήσεις προθέσεων, δυνατοτήτων και ικανοτήτων. Αν δεν θέλουμε να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας πρέπει να παραδεχθούμε την αλήθεια: τα πράγματα οδηγούνται πάντοτε στο ίδιο σημείο. Συζητήσεις, εντάσεις, επισκέψεις, που καταλήγουν τελικά σε εκείνο από το οποίο είχαν ξεκινήσει, σε αυτό που η τρόικα απαιτεί. Και όταν αυτό που έχει απαιτηθεί και, τελικά, υπό την απειλή της πτώχευσης έχει συμφωνηθεί, δεν γίνεται πράξη, η τρόικα ασφαλώς και δεν ξεχνά: το «κενό» περνά ως νέο βάρος στην επόμενη «διαπραγμάτευση».
Αυτή υπήρξε και μια πολύ κρίσιμη διαφορά της Ελλάδας και από την Πορτογαλία και από την Ιρλανδία και αυτή η διαφορά ήταν καθοριστική στο κεφάλαιο διεθνής «αξιοπιστία» που στην ελληνική περίπτωση έφτασε στο ναδίρ. Όμως, το ναδίρ ήταν διττό: τόσο απέναντι στους δανειστές και τη διεθνή κοινή γνώμη, όσο και απέναντι στην ελληνική κοινωνία, η οποία τα άκουγε όλα αυτά και τα ζούσε, αλλά, στο τέλος, έβλεπε ότι ελάχιστη έως μηδενική αξία είχαν. Μετά από όλα αυτά, το έργο τελείωνε πάντα με μια Βουλή η οποία ζούσε των παθών της τον τάραχο και ανακατευόταν σε σημείο ιλίγγου μέχρι να ψηφίσει τελικά αυτά που οι κυβερνήσεις της ζητούσαν. Είτε μας αρέσει είτε όχι, αυτό είναι το αληθές ιστορικό.
Εκεί λοιπόν βρισκόμαστε για μια ακόμη φορά και σήμερα. Και, υπό αυτή την έννοια, αξίζει να αναρωτηθεί κανείς αν θα ήταν και καλύτερο οι ελληνικές κυβερνήσεις να είχαν αποδεχθεί από την αρχή τα πραγματικά τους όρια, αντί να παλεύουν και να χάνουν συνεχώς σε αυτή την αέναη «διαπραγμάτευση». Το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο σκληρό για την ελληνική κοινωνία, αλλά ο πολιτικός κόσμος ίσως και να είχε περισώσει ένα μέρος από τη βαριά λαβωμένη αξιοπιστία του. Κι αυτό, δεν θα είχε ίσως και τόσο μεγάλη σημασία, αν αυτή η απώλεια αξιοπιστίας δεν είχε γίνει αφορμή και για μια δοκιμασία της ίδιας της Δημοκρατίας, που, κάθε μέρα που περνάει, εμφανίζεται, δυστυχώς, όλο και πιο ευάλωτη. Ακριβώς επειδή ευάλωτη έγινε η αξιοπιστία των λειτουργών της, επιτρέποντας σε εκείνους που de facto την αμφισβητούν να εκμεταλλευθούν όλη αυτή την κατάσταση και να σηκώσουν κεφάλι. Δυστυχώς, αυτές οι «κόκκινες γραμμές» που πάντα γίνονται ροζ, έκαναν τελικά πολύ κακό: είναι το κακό που κάνει πάντα στις δύσκολες ώρες το να μη μιλά κανείς τη γλώσσα της αλήθειας….