Πάντα κάποιοι εκπλήσσονται, πάντα κάποιοι άλλοι ψάχνουν δικαιολογίες. Να θυμηθούμε πρώτα τα γήπεδα. Ατομα σε κατάσταση αλλοφροσύνης να σπάνε τα καθίσματα, να καίνε αυτοκίνητα, να πυρπολούν την πόλη, να μαχαιρώνονται σε κατοικημένες γειτονιές. Να θυμηθούμε τις ατάκες, ίδιες εδώ και δεκαετίες. Τα επεισόδια είναι πάντα «πρωτοφανή». Από κοντά, εκείνοι που μιλούν για εφήβους στο περιθώριο, ανασύροντας την ξεπερασμένη σκευή σπουδών κοινωνιολογίας. Δίπλα στους φιλάθλους, ή μαζί με αυτούς, οι άλλοι έξαλλοι που τα σπάνε επί δεκαετίες.
Στην αρχή ήταν μετρημένοι, περιορισμένοι στο άβατο των Εξαρχείων. Στη δική τους περίπτωση αναλώθηκε υπερβολική ενέργεια στο πώς θα τους αποκαλούμε: το άγουρο «αναρχικοί» αποσύρθηκε ως μη πολιτικά ορθό για να γίνει «ταραξίες», «ομάδες νεαρών». Αυτοί έχουν άλλον νταλκά, με το σύστημα, με τις τράπεζες, με τα μέσα ενημέρωσης. Στο τσακίρ νεύρο καίνε κάδους, δέρνουν όποιον μοιάζει παρακρατικός, καταστρέφουν προσόψεις πολυκατοικιών, καίνε μαγαζιά.
Η επίσημη, κρατική απάντηση στα φαινόμενα βίας είναι το ξύλο. Το επίσημο ξύλο, αυτό που χρηματοδοτείται από τους φορολογουμένους ερήμην τους. Βεβαίως, αν κάποιος ρίχνει μπούφλες, εθίζεται και η βία επεκτείνεται. Οι μάχες μεταξύ ταραξιών και δυνάμεων καταστολής δημιούργησαν μια άγρια αστυνομική κουλτούρα. Οι ένστολοι έμαθαν να βαράνε συνταξιούχους, να χτυπούν συναθροισμένους πολίτες που μόνο φωνάζουν. Τα έχουμε δει αυτά: καταγράφονται με το κωδικό όνομα «ζαρντινιέρα». Εκπλήσσει που η Αστυνομία δείχνει τόσο ζήλο για τους διαδηλωτές όταν κυκλοφορούν αναρίθμητοι εγκληματίες με καλάσνικοφ. Τα ψιλικατζίδικα ληστεύονται πλέον με βαρύ οπλισμό για λάφυρα σε κέρματα. Είναι, λοιπόν, απορίας άξιον γιατί σε αυτό το εμπόλεμο πλαίσιο εκπλήσσει η βία της Χρυσής Αυγής. Ισως επειδή οι βουλευτές τους συμμετέχουν ενεργά και στηρίζουν ανοιχτά τις βίαιες πρακτικές. Κατά τα άλλα, το ακροδεξιό μόρφωμα επαναλαμβάνει συμπεριφορές με τις οποίες η ελληνική κοινωνία είναι απολύτως εξοικειωμένη.
Η επίθεση κατά των μικροπωλητών της Ραφήνας δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο. Τα κάνουν αυτά οι χούλιγκαν εδώ και δεκαετίες. Δέρνουν περαστικούς επειδή είναι ντυμένοι με λάθος χρώματα. Θα πει κάποιος ότι οι οπαδοί του ποδοσφαίρου δεν είναι πολιτικοποιημένοι – η ομάδα εμπίπτει στην κατηγορία «θρησκεία». Την ίδια βία, όμως, ασκούν στα αστικά κέντρα όλοι οι ψευτο-Τσε με τις κουκούλες. Και μην πει κανείς ότι έχουν κάποιο ιδεολογικό πλεονέκτημα απέναντι στους χρυσαυγίτες. Το ίδιο πράγμα είναι, με τα κράνη, τα κοντάρια, την ντόπα εξουσίας, με όλη αυτή τη ζωώδη οργή. Ξαφνικά έγινε πιο κακή η βία των μελανοχιτώνων, επειδή συνδυάστηκε με αντιποίηση αρχής και με επίθεση σε αλλοδαπούς. Δεν πάει έτσι. Είναι ίδιοι με τους κουκουλοφόρους που πετούν μολότοφ επειδή έτσι θέλουν, είναι ίδιοι με τους σαδιστές αστυνομικούς, είναι ίδιοι με εκείνους που γρονθοκοπούν εκδικητικά τα θύματα των κλοπών τους.
Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πότε θα κάνει τον κύκλο της η βία της Χρυσής Αυγής. Δεν μπορεί να προβλέψει, γιατί σε όλους τους άλλους χώρους η βία δεν έκανε κύκλο, προχωρά δυναμικά σε γραμμές που δεν είναι καν τεθλασμένες. Δεν είδαμε να εκτελείται κάποιο σχέδιο για τον περιορισμό των φαινομένων. Κάθε χρόνο περιμένουμε το ντέρμπι των «αιωνίων» για να γίνει της μουρλής, περιμένουμε τη γιορτή του Πολυτεχνείου για να καεί το πελεκούδι. Εφεξής θα περιμένουμε και τα εμβληματικά πανηγύρια, με αναποδογυρισμένους πάγκους. Και μη μας πει κανείς ότι η βία της Χρυσής Αυγής θα περιοριστεί επειδή ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη απέσυρε τη φρουρά των βουλευτών του κόμματος. Αυτά είναι αποφάσεις για να τις παίζουν οι τηλεοράσεις και να λένε «τι καλός που είναι ο υπουργός». Στο πεδίο της πραγματικότητας δεν αλλάζει κάτι: έχουν αποθρασυνθεί όλοι, οι κακοί, οι χειρότεροι, οι χείριστοι. Είναι όλοι εκεί έξω και δρουν σε βάρος της πλειοψηφίας. Να το πούμε και αυτό, για να μην τρελαθούμε. Οι νταήδες δεν είναι οι πολλοί, απλώς κάνουν τα πάντα για να φαίνονται πολλοί και σχεδόν μας έχουν πείσει.