Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο γεωπολιτικός παράγοντας είναι σημαντικός σε ό,τι αφορά τη σχέση της Ελλάδας με τους εταίρους της στην ευρωζώνη. Ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία, η ισραηλινοϊρανική διαμάχη, το κύμα του αραβικού ημι-εκδημοκρατισμού, που σε πολλές περιπτώσεις εντείνει τη δύναμη μουσουλμανικών κομμάτων, ο κίνδυνος να επεκταθούν οι λαϊκές κινητοποιήσεις στη Σαουδική Αραβία και στις άλλες χώρες του Κόλπου που εξάγουν πετρέλαιο – όλες αυτές οι εξελίξεις δεν ανησυχούν μόνο τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά, για προφανείς λόγους, και την ΕΕ/ευρωζώνη. Από αυτή τη σκοπιά η πιθανή έξοδος της χώρας μας από το ευρώ ή και την ΕΕ δεν θα χειροτερεύσει μόνο την αμυντική δύναμη της Ελλάδας. Μπορεί επίσης να εντείνει τον αντιδυτικισμό και αντιευρωπαϊσμό των λαϊκών στρωμάτων, πράγμα που θα έκανε πιθανές σοβαρές κοινωνικές εκρήξεις. Κοινωνικές εκρήξεις που θα οδηγούσαν σε αυταρχικές ή και ημι-φασιστικές πολιτικές λύσεις. Σίγουρα τέτοιες εξελίξεις θα δημιουργούσαν ένα γεωπολιτικό κενό που θα άλλαζε τις σημερινές ισορροπίες δύναμης μεταξύ Μέσης Ανατολής, Ευρώπης, Ρωσίας και ΗΠΑ.
Παρ’ όλα αυτά, αυτού του είδους οι κίνδυνοι ήταν γνωστοί στις πολιτικές ελίτ της ευρωζώνης πολύ πιο πριν από τη στροφή φιλίας προς τη χώρα μας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πριν από έναν μήνα ένα μεγάλο μέρος των ευρωπαίων πολιτών και πολιτικών επιθυμούσαν διακαώς την έξοδό μας από την ευρωζώνη. Αρα ο γεωπολιτικός παράγοντας είναι μεν σημαντικός αλλά δεν είναι η καθοριστική αιτία της αλλαγής πλεύσης των εταίρων μας.
Ούτε βέβαια είναι καθοριστικός ο σχηματισμός της συμμαχικής κυβέρνησης Σαμαρά που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην άμβλυνση της εικόνας αναξιοπιστίας που είχε η χώρα μας. Η επιτυχής συνάντηση του Πρωθυπουργού με Μέρκελ και Ολάντ δεν ήταν η αιτία της αλλαγής κλίματος. Ηταν μάλλον η ευκαιρία για να γίνει αποδεκτή η αλλαγή στάσης του γερμανογαλλικού άξονα που οφειλόταν σε άλλους παράγοντες, παράγοντες οικονομικο-πολιτικούς.
Συγκεκριμένα, τους τελευταίους μήνες γινόταν όλο και πιο φανερή εντός και εκτός της ευρωζώνης η αποτυχία της γερμανικής πολιτικής λιτότητας, η οποία, αντί να αμβλύνει, ενέτεινε την ύφεση και την ανεργία και στον ευρωπαϊκό αλλά και στον παγκόσμιο χώρο. Η κοντόφθαλμη, ανιστόρητη, σχεδόν βλακώδης ιδέα της κυρίας Μέρκελ πως χρειάζεται, ακόμη και σε περιόδους βαθιάς ύφεσης, «πρώτα λιτότητα και μετά ανάπτυξη» οδήγησε σε αναποτελεσματικά μέτρα «διάσωσης» των υπερχρεωμένων χωρών του ευρωπαϊκού Νότου. Τα μέτρα αυτά ήταν δειλά, αργοπορημένα και πλήρως ανεπαρκή στο να σταματήσουν τα παιχνίδια των κερδοσκόπων. Καθησύχαζαν τις χρηματοπιστωτικές αγορές για λίγες μόνο ημέρες, χωρίς να καταφέρουν ποτέ να τις ελέγξουν. Με αποτέλεσμα το κάθε ημίμετρο, αντί να βοηθάει τις οικονομίες της ευρωζώνης, να τις υπονομεύει (συμπεριλαμβανομένης της γερμανικής οικονομίας) και έτσι να εντείνει την ελληνική αλλά και την ευρωπαϊκή ύφεση.
Οταν τελικά ο κόμπος έφτασε στο χτένι, η γερμανίδα καγκελάριος είχε την εξής επιλογή: ή να αλλάξει την υφεσιακή πολιτική της ή να γίνει η Γερμανία η κύρια αιτία διάλυσης της ευρωζώνης ειδικά και του όλου ευρωπαϊκού εγχειρήματος πιο γενικά. Η γερμανίδα καγκελάριος, ευτυχώς, διάλεξε την πρώτη λύση. Κατάλαβε επιτέλους πως, αν όχι βραχυπρόθεσμα, σίγουρα μεσοπρόθεσμα η αλλαγή της οικονομικής πολιτικής της και η διάσωση της ευρωζώνης συνέφεραν τη Γερμανία. Κατάλαβε επίσης πως η Γερμανία κέρδιζε έμμεσα πολύ περισσότερα από ό,τι έδινε για τη «διάσωση» των λιγότερο ανταγωνιστικών οικονομιών του Νότου.
Νομίζω ότι είναι μέσα σε αυτό το νέο αναδυόμενο πλαίσιο που ο Ντράγκι, σε συμφωνία βέβαια με την κυρία Μέρκελ, δήλωσε πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα κάνει ό,τι χρειαστεί για να διασώσει το ευρώ. Προχωρώντας προς αυτή την κατεύθυνση, ως γνωστόν, εξήγγειλε επιτέλους ριζικά μέτρα. Τα μέτρα αυτά θα κάνουν άμεσα τον δανεισμό της Ιταλίας και της Ισπανίας πολύ πιο εύκολο. Στη συνέχεια, τα μέτρα αυτά θα βοηθήσουν και τις άλλες υπερχρεωμένες χώρες – συμπεριλαμβανομένης της δικής μας. Βέβαια η γερμανίδα καγκελάριος υποχώρησε μεν αλλά συγχρόνως εξασφάλισε πως η απεριόριστη αγορά ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα δεν θα είναι δυνατή χωρίς την επιβολή αυστηρών ελέγχων τύπου μνημονίου. Μέσα σε αυτό το κλίμα η πιθανή έξοδος της χώρας μας από την ευρωζώνη θα ήταν βόμβα στα θεμέλια της νέας πολιτικής. Δεν θα ήταν μόνο ανυπολόγιστες οι επιπτώσεις μιας ελληνικής εξόδου πάνω στις άλλες χώρες της ευρωζώνης. Θα υπήρχε σοβαρός κίνδυνος διάλυσης της ίδιας της ευρωζώνης.
Συμπέρασμα: Η πρόσφατη αλλαγή κλίματος υπέρ της χώρας έχει να κάνει λιγότερο με γεωπολιτικούς υπολογισμούς και περισσότερο με οικονομικούς και πολιτικούς. Δηλαδή, με την αλλαγή πολιτικής της χριστιανοδημοκρατικής γερμανικής κυβέρνησης, που επιτέλους κατάλαβε πόσο καταστροφική είναι για την ευρωζώνη αλλά και για την ίδια τη γερμανική οικονομία η εμμονή στην άγρια λιτότητα σε περίοδο εντεινόμενης ύφεσης. Ολα αυτά βέβαια δεν αλλάζουν την τιμωρητική πολιτική του τρίτου ελληνικού μνημονίου. Ο γερμανός Σάιλοκ εξακολουθεί να ζητάει κυρίως για μικροκομματικούς λόγους ένα ακόμη κομμάτι σάρκας από τον έλληνα φορολογούμενο. Αυτό νομίζω όμως πως θα αλλάξει αν πληρώσουμε τα 12 δισ. και πάρουμε έτσι την επόμενη σημαντική δόση των 31 δισ. ευρώ.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας της LSE.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ